Προς το περιεχόμενο

baboulasss

Members
  • ΜΗΝΥΜΑΤΑ FORUM

    1
  • ΜΕΛΟΣ

  • ΤΕΛ. ΕΠΙΣΚΕΨΗ

Πρόσφατες Επισκέψεις

269 προβολές προφίλ

baboulasss's Achievements

Contributor

Contributor (7/15)

  • Πρώτο Μήνυμα
  • 1 Εβδομάδα Μετά
  • Ένα Μήνα Μετά
  • 1 χρόνο Insomniac
  • 5 χρόνια Insomniac

Πρόσφατες Διακρίσεις

0

Φήμη

  1. [λόγ. < αρχ. φυλή `γενιά, ομά δα ατόμων με κοινό τόπο διαμονής΄ σημδ. γαλλ. race & αγγλ. race, tribe] φυλή η [filí] Ο29 : 1. (ανθρωπολ.) μεγάλη και (γεωγραφικά) ενιαία ομάδα ανθρώπων με ορισμένα κοινά ή παρόμοια κληρονομικά χαρακτηριστικά (χρώμα δέρματος, μαλλιά, σχήμα κεφαλιού κτλ.): Λευκή / κίτρινη / μαύρη ~. Σπάνια / άγρια / πρωτόγονη ~. Άρια* ~. 2. έθνος, εθνότητα: Tα πεπρωμένα της ελληνικής φυλής. (έκφρ.) το δαιμόνιο* της φυλής. 3. (βιολ.) υποδιαίρεση είδους: Οι ανθρώπινες φυλές. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CF%86%CF%85%CE%BB%CE%AE&dq= [λόγ.: Ι1, 3α: αρχ. εrδος· Ι2: σημδ. αγγλ. species (πληθ.)· Ι3β-γ: σημδ. γαλλ. espèce· ΙΙ: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. espèce] είδος το [íδos] Ο46 : I1.(λογ.) κάθε έννοια που περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στο πλάτος μιας άλλης ευρύτερης έννοιας την οποία χαρακτηρίζουμε ως γένος: H έννοια “δέντρο” είναι ~ ως προς την έννοια “φυτό” αλλά γένος ως προς την έννοια “οπωροφόρο δέντρο”. || (σε λογιότερη σύνταξη με γενική ή, σε δημοτικότερη, με ονομαστική): Tο παραλληλόγραμμο είναι ~ τετράπλευρου ή είναι ~ τετράπλευρο. || ~ μουσικής. Tα δύο είδη του γραπτού λόγου, ο πεζός και ο έμμετρος. 2. (ζωολ., βοτ.) η βασική (κατώτερη) μονάδα της συστηματικής ταξινόμησης των οργανισμών, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο οργανισμών που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και που, όταν διασταυρωθούν, δίνουν γόνιμους απογόνους: Σπάνιο ~ ζώου. Είδη υπό εξαφάνιση, για ζώα ή για φυτά που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν κυρίως λόγω ανθρώπινης επέμβασης. 3α. (φιλοσ.) η μορφή με την οποία εμφανίζεται και γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις μας κάθε ύλη. β. η μορφή με την οποία παρουσιάζεται, γίνεται κτλ. οτιδήποτε: Kάθε είδους βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. || (απαρχ.) ΦΡ εν είδει, με τη μορφή: H εμφάνιση του Aγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς. γ. ποιότητα υλική ή ηθική· (πρβ. σόι): Tι είδους ύφασμα είναι αυτό; Tι είδους άνθρωπος είναι; Tι είδους φίλος είσαι; Tι είδους συμπεριφορά είναι αυτή; Tι είδους καμώματα είναι αυτά; II. (συνήθ. πληθ.) σύνολο ποικίλων πραγμάτων με κοινό χαρακτηριστικό την ίδια χρήση, τον ίδιο προορισμό, την ίδια προέλευση κτλ.: Στρατιωτικά / αθλητικά είδη. Είδη οικιακής χρήσης. Είδη εξοχής. Hλεκτρικά είδη. Είδη υγιεινής. Είδη ιματισμού / προικός. Οπτικά είδη. Οικοδομικά είδη. Ψιλικά είδη. Δερμάτινα είδη. Είδη κιγκαλερίας. Bιομηχανικά είδη. ~ πρώτης ανάγκης*. Είδη πολυτελείας. || (έκφρ.) (πληρώνω) σε ~, όχι με χρήματα, αλλά με προσφορά πράγματος ή υπηρεσίας. http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B5%CE%AF%CE%B4%CE%BF%CF%82&dq=
  • Δημιουργία νέου...