Προς το περιεχόμενο

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

 

Εγραψα αυτο το διηγηματακι το 2004, βασισμενος σε ενα μικρο διηγημα που ειχε γραψει ο Ρει Μπραντμπερι και που ειχε δημοσιευτει στην συλλογη διηγηματων του "Ο εικονογραφημενος ανθρωπος". Προτεινω σε ολους να διαβασουν την συλλογη αυτη γιατι ειναι απλα εκπληκτικη. Στην ιστορια μας τωρα...

 

 

Ο άντρας έκατσε στην βεράντα του σπιτιού του για να δει το ηλιοβασίλεμα. Πάντα του άρεσε εκείνη η ώρα. Καθώς οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου βάφανε τα πάντα κόκκινα, το έδαφος αποκτούσε μια αγρία ομορφιά. Σε έκανε να χαίρεσαι για τον μόχθο, για τον ιδρώτα που κάθε μέρα έχυνες πάνω του. ¶ναψε ένα τσιγάρο και έκλεισε τα μάτια του. Αφουγκράστηκε το θρόισμα του άνεμου, τον ψίθυρο που κάνανε τα καλαμπόκια, το ερωτικό κάλεσμα των τριζονιών. Η φύση είχε την δικιά της μελωδία. Εκείνη την ώρα ξέχναγες πόσο αφιλόξενος ήταν αυτός ο πλανήτης, πόσος κόπος χρειάστηκε για να δεχτεί τον σπόρο στα σπλάχνα του και να τον μετατρέψει σε ζωή. Και πόσο εύθραυστη ήταν αυτή η αποδοχή, πόσο εύκολα μπορούσε να ανατραπεί. Δεν μπορείς να τιθασεύσεις τον θεό του πόλεμου. Το μόνο που μπορείς να κανείς είναι να εκλιπαρείς για την ανοχή του.

 

¶φησε το μυαλό του να γυρίσει στα περασμένα. Ήτανε άποικος πρώτης γενιάς και είχε ζήσει τον πόλεμο, την ήττα και την εξορία. ήταν μικρό παιδί τότε αλλά οι αναμνήσεις είχανε χαραχτεί με πυρωμένο σιδερό στο μυαλό του. Δεν μπορείς, όσο μικρός και να είσαι να ξεχάσεις τον ήχο από της εκρήξεις, την μυρωδιά της καμένης σάρκας, το άψυχο κουφάρι της μητέρας του και της παρακλήσεις του να σηκωθεί και να τον πάρει μακριά από εκεί, μακριά από την κόλαση. Η κατάρα του να είσαι μαύρος. Τελικά αν και το τίμημα ήτανε τεράστιο τα καταφέρανε. Αυτός και τα αδέρφια του επιζήσανε.

 

Θα ήταν δεν θα ήταν 6 χρόνων τότε. Η κατάσταση στον πλανήτη Γη είχε φτάσει στο απροχώρητο. Χρόνια καταχρήσεων του πλανήτη, χωρίς καμία μέριμνα για το περιβάλλον, είχαν εξαντλήσει τα φυσικά αποθέματα. Η μανά Γη αργοπέθαινε πλέον. Το χώμα δεν μπορούσε να κρατήσει καρπό, το νερό είχε σχεδόν εξαντληθεί, για πρώτη φορά ήτανε πιο πολύτιμο από το χρυσαφί. Το ανθρώπινο είδος είχε φτάσει ένα βήμα πριν από την εξαφάνιση. Σε εκείνες τις ημέρες οι ηγέτες των κρατών αποφάσισαν πως ο μόνος τρόπος σωτήριας του ανθρώπινου είδους ήτανε η μείωση του πληθυσμού σε επίπεδα τέτοια που να μπορούσαν να συντηρηθούν από τα πενιχρά πλέον αποθέματα. Έμενε μόνο να βρούνε ποιοι θα ήταν αυτοί που θα θυσιάζονταν για το γενικό «καλό». Και όπως συνήθως αντί να την πληρώσουν αυτοί που ευθύνονται για την κατάσταση, την πληρώσανε οι αδύναμοι.

 

Θρονιασμένοι πίσω από τα πολυτελή γραφεία τους βγάλανε την απόφαση. Οι μαύροι έπρεπε να φύγουν. Δεν προσφέρανε τίποτα στο γενικό καλό. Απλά αναπαράγονταν, εκεί στην Αφρική, στερώντας από τους πραγματικά «χρήσιμους» ανθρώπους πολύτιμους πόρους. Βεβαίως τα αδέρφια του αρνηθήκανε να φύγουν. Είπανε πως το φταίξιμο για την σημερινή κατάσταση δεν ήτανε δικό τους. Ότι ο λόγος για την κατάσταση που επικρατούσε στην Αφρική ήτανε αποκλειστικά και μόνο η στυγνή εκμετάλλευση της ηπείρου από τους λευκούς. Ο ίδιος λόγος που είχε οδηγήσει όλο τον πλανήτη στον θάνατο. Μάταια όμως, όλος ο υπόλοιπος πλανήτης είχε στραφεί εναντίον τους. Μόνη τους λύση ο πόλεμος. Ο μεγαλύτερος πόλεμος που έγινε ποτέ.

 

Κράτησε σχεδόν τρία χρόνια. εκεί έχασε τους γονείς του, πρώτα τον πατέρα του και μετά την μητέρα του. Πολεμήσανε σκληρά αλλά δεν μπορείς να τα βάλεις με όλο τον πλανήτη. Τελικά ηττηθήκανε, αφού εξολοθρεύτηκαν σχεδόν τα δυο τρίτα της φυλής του. Ακόμα και σήμερα εφιάλτες από εκείνες τις μέρες τον κάνουν να πετάγεται ιδρωμένος τα βράδια στο κρεβάτι του. Πολλές φορές ξεσπάει σε κλάματα αμέσως μετά.

 

Τους φορτώσανε, όσους είχανε απομείνει σε παλιά διαστημικά εμπορικά και με ελάχιστα εφόδια σε χλωρίδα και πανίδα, τους στείλανε εδώ στον ¶ρη. Κάποτε είχε διαβάσει ιστορίες για μια άλλη φυλή, τους Εβραίους και για τα τρένα θανάτου που τους μεταφέρανε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μπορεί να είχανε περάσει πολλοί αιώνες από τότε αλλά το αποτέλεσμα ήτανε το ίδιο. Πάνω από τους μίσους πεθάνανε κατά την διάρκεια της διαδρομής. Όταν τελικά φτάσανε στον ¶ρη και ανοίξανε οι πόρτες των σκαφών, αντικρίσανε μια τεραστία έρημο. Αφιλόξενο τοπίο, με ηλεκτρικές καταιγίδες να φωτίζουν τον κατακόκκινο ουρανό. εκεί Ακόμα και οι πιο θαρραλέοι λιποψύχησαν.

 

Αλλά τελικά τα καταφέρανε. Ποτίσανε με ιδρώτα και αίμα το χώμα αυτού του πλανήτη. καταφέρανε να κάνουνε τον καρπό να βλαστήσει. Το νερό να κυλήσει σε αυλακιά και την ζωή να γεννηθεί. Η φυλή του συνηθισμένη σε κακουχίες άντεξε, επιβίωσε. Τελικά ότι δεν καταφέρανε να βρούνε στον πλανήτη που τους γέννησε το ανακαλύψανε εδώ. Ένας κόκκινος παράδεισος, μόνο για αυτούς. χωρίς λευκούς αφέντες, με δικαιοσύνη και ισότητα. Τα όνειρα γίνανε πραγματικότητα.

 

Μέχρι που πριν από 2 χρόνια ένα σκάφος από την Γη ζήτησε άδεια να προσγειωθεί στη επιφάνεια του πλανήτη. Πολλές διαφωνίες είχανε ξεσπάσει τότε. Για το αν έπρεπε η όχι να επιτραπεί σε λευκούς να πατήσουν το πόδι τους στον πλανήτη. Τελικά αποφασίσουμε να μην γίνουμε ίδιοι με αυτούς, να παραμείνουμε άνθρωποι και να τους επιτρέψουμε την είσοδο. Με το που βγήκανε από το σκάφος κοιτάξανε με απληστία τους καταπράσινους κάμπους. Μας Είπανε πως η κατάσταση στην Γη ήταν πλέον μη αναστρέψιμη, πως τελικά το σχέδιο δεν απέδωσε και πως το ανθρώπινο είδος οδευε σε εξαφάνιση εκεί. Μας ζητήσανε συγγνώμη και μας παρακάλεσαν να τους επιτρέψουμε να έρθουν να εγκατασταθούν εδώ. Ακόμα και υπόδουλοι σε εμάς.

 

Δεχτήκαμε για αρχή να έρθει ένα σκάφος με ένα κομμάτι του πληθυσμού της Γης δοκιμαστικά. Και μάλιστα όχι σαν υπόδουλοι αλλά σαν ίσοι. Σκεφτήκαμε πως ο πλανήτης είναι μεγάλος, μας χωράει όλους. Πως πλέον στο χείλος της καταστροφής ο λευκός είχε γιατρευτεί από την απληστία του. Ήμασταν λάθος για ακόμα μια φορά. Γιατί με το που ήρθανε αντί να μοχθήσουν και αυτοί όπως εμείς για να καλλιεργήσουν τον πλανήτη, θελήσανε να πάρουν τα δικά μας. Βλέπετε για αρχή οι Γήινοι στείλανε τα χειρότερα αποβράσματα εδώ. Και οι πρώτες μάχες δεν αργήσανε να ξεσπάσουν. Ακόμα και τότε στο κατώτατο επίπεδο του ξεπεσμού τους οι λευκοί θεωρούσαν την φυλή τους ανώτερη από την δική μας. Θεωρούσαν πως εμείς έπρεπε να είμαστε οι σκλάβοι και αυτοί να είναι οι αφέντες. Αναγκαστήκαμε να τους εξολοθρεύσουμε.

 

Έχουν περάσει 63 χρόνια από την ημέρα που εγκατέλειψε την Γη. Τα μαλλιά του πλέον έχουνε ασπρίσει, το πρόσωπο του έχει σκάφτει από τον άνεμο και την σκόνη του πλανήτη αυτού. Έζησε μια δύσκολη αλλά και ωραία ζωή εδώ. Παντρεύτηκε και έκανε παιδία. Συνέχισε μέσω αυτών την φυλή μου. αλλά σήμερα που κάθεται εδώ και σκέφτεται τα πολεμικά διαστημόπλοια των Γήινων, που έχουν μαζευτεί σαν σμάρι από έντομα πάνω από τον ¶ρη και περιμένουν το σήμα από την Γη για να επιτεθούν, δεν μπορεί να μην σκεφτεί ότι όλα αυτά μπορεί και να έχουν γίνει μάταια. Μια σταγόνα καλοσύνης δεν Μπορεί να επιβιώσει σε έναν ποταμό κακίας και απληστίας. Τους περιμένουμε και ξέρουμε πως αυτό θα είναι κατά πάσα πιθανότητα το τέλος μας. Εύχεται κάποια στιγμή στο μέλλον κάποιοι ιστορικοί από άλλον πλανήτη να δούνε ποιοι Ήτανε πραγματικά οι άνθρωποι και ποιοι παραμείνανε αρπακτικά, διαφέροντας ελάχιστα από τα ζώα.

 

Έχει σουρουπώσει πλέον για τα καλά. Ο γέρος ανατριχιάζει από την νυχτερινή ψυχρά. Σιγά με κόπο σηκώνεται και κατευθύνεται προς την είσοδο του σπιτιού του. σήμερα θα πέσει για ύπνο νωρίς. Δεν ξέρει αν θα προλάβει να χαρεί άλλο ένα ξημέρωμα. Στον ουρανό τα Φώτα των σκαφών διακρίνονται. Σαν άστρα στην απεραντοσύνη του διαστήματος...

  • Like 3

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!

Δημιουργία νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα
  • Δημιουργία νέου...