Αναζήτηση στην κοινότητα
Εμφάνιση αποτελεσμάτων για τις ετικέτες 'WH-1000XM4'.
2 αποτελέσματα
-
Είναι γνωστό ότι η Sony έχει δημιουργήσει αίσθηση στην κατηγορία των over-ear ακουστικών, τα οποία ξεχωρίζουν αρχικά για τη δυνατότητα εξουδετέρωσης εξωτερικού θορύβου, παρέχοντας την ίδια στιγμή κορυφαία ποιότητα ήχου. Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι έλειπαν τα προβλήματα ή κάποιες σημαντικές λειτουργίες από την τελευταία γενιά η οποία κυκλοφόρησε περίπου πριν δύο χρόνια. Με τα Sony WH-1000XM4, ο Ιαπωνικός κολοσσός παίρνει ένα εξαιρετικό ζευγάρι Over-ear headphones και το βελτιώνει περαιτέρω σε σημαντικά σημεία, όμως αφήνει άλλα πίσω. Είναι αρκετές οι βελτιώσεις ώστε τα XM4 να κατακτήσουν την «κορώνα» στην κατηγορία; Σχεδιασμός Αρχικά, όσοι θυμούνται τα XM3 θα παρατηρήσουν πως ο εξωτερικός σχεδιασμός είναι, πρακτικά, ολόιδιος. Αυτό διότι οι προαναφερθείσες βελτιώσεις έγιναν υπό το κέλυφος των ακουστικών και, υποθετικά, η Sony σκέφτηκε: γιατί να πειράξεις ένα design που κερδίζει; Τα XM3 είχαν άριστο σχεδιασμό και παραμένουν δημοφιλή, οπότε μια δραστική σχεδιαστκή αλλαγή ίσως να έκανε περισσότερο κακό παρά καλό. Είναι λιτό, κομψό και ταιριάζει σε κάθε περίσταση, από το τρένο ως μια επαγγελματική κλήση. Η κατασκευή αποτελείται κυρίως από υψηλής ποιότητας πλαστικό, το οποίο δεν φθείρεται εύκολα και δίνει την αίσθηση του στιβαρού, ενώ δερματίνη καλύπτει τα μαλακά μαξιλαράκια. Είναι αρκετά βολικό στο κεφάλι και δεν κουράζει ακόμη και μετά από πολύωρη χρήση, οπότε το μέγεθός τους δεν πρέπει να «τρομάξει» οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο. Στο εξωτερικό του αριστερού ακουστικού βρίσκεται το πλήκτρο (απ)ενεργοποίησης, το πλήκτρο Custom στο οποίο ανατίθενται λειτουργίες που επιλέγει ο χρήστης (αν δεν αλλαχτεί η λειτουργία του, τότε κυκλικά αλλάζει τα noise cancellation modes), και μια θύρα jack 3.5mm για ενσύρματη σύνδεση και χρήση. Στο δεξί ακουστικό, βρίσκεται μονάχα η θύρα USB-C που χρησιμοποιείται για φόρτιση και μόνο – που πρακτικά σημαίνει πως κινητά που υπολείπονται θύρας jack 3.5mm στηρίζοντα μόνο στην σύνδεση μέσω Bluetooth. Το κομμάτι που εξέχει περισσότερο σε κάθε ακουστικό, είναι εξοπλισμένο με επιφάνεια αφής από όπου ο χρήστης ξεκινά ή σταματά την μουσική, αλλάζει τραγούδια και να αυξομειώσει την ένταση. Το μοναδικό ίσως, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό, χαρακτηριστικό που δεν δέχτηκε κάποια αλλαγή είναι η αντίσταση σε νερό. Καθότι μιλάμε για premium ακουστικά, κάποιος θα ήθελε να τα χρησιμοποιεί άφοβα εντός κι εκτός σπιτιού, όμως τα XM4 δεν έχουν καμία αντοχή ενάντια σε νερό – ακόμη και σε απλές πιτσιλιές – οπότε για κάποιον που είναι διαρκώς στο πόδι και άρα ενδέχεται να αντιμετωπίζει περπάτημα με βροχερό καιρό, η έλλειψη προστασίας είναι βασικό κριτήριο για την αγορά τους. Λειτουργίες Ο επεξεργαστής Sony QN1 που χρησιμοποιείται στο νέο SoC των ακουστικών είναι ο ίδιος με αυτό των XM3 όμως υπόσχεται καλύτερες επιδόσεις όσον αφορά την αφαίρεση θορύβου εξαιτίας άλλων αλλαγών στις οποίες έχει προχωρήσει η Sony. Στην πράξη, η άνοδος σε ποιότητα έναντι των XM3 είναι άμεσα αισθητή καθώς σε χώρους με σταθερό αλλά χαμηλό θόρυβο, όπως αυτόν που παράγει ένας ανεμιστήρας, τα ακουστικά φιλτράρουν την ηχορύπανση σε σημείο που γίνεται αναιπαίσθητη ενώ αν παράλληλα προέρχεται ήχος από τα ακουστικά, τότε ο θόρυβος είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Οι μοναδικές περιπτώσεις που θόρυβος προσπέρασε το φιλτράρισμα είναι απότομοι και πολύ υψηλοί ήχοι, σαν το σφύριγμα του ανέμου, όμως μιλάμε για φανταστική απόδοση στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που το noise cancellation έπρεπε να παρέμβει. Το κερασάκι στην τούρτα του noise cancellation όμως, είναι άλλο και δεν πρόκειται για μια απλή βελτίωση επιδόσεων. Τα XM4 μπορούν να παρέχουν το επιθυμητό επίπεδο αφαίρεσης θορύβου ανάλογα με το πού βρίσκεστε, ανιχνεύοντας την τοποθεσία μέσω GPS του smartphone σας. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί αυτόματα να φιλτράρει τα πάντα όταν περπατάει κανείς σε δρόμους με πολύ θόρυβο και όταν φτάσει στη δουλειά, να προσαρμοστεί όπως χρειάζεται ώστε να προσπερνούν το φίλτρο οι ανθρώπινες φωνές. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει καθαρό σήμα GPS και δεν θα δουλέψει σε σημεία όπως ένας σταθμός του μετρό, αλλά πάντα υπάρχουν λύσεις – ο χρήστης μπορεί να ρυθμίσει το σημείο αλλαγής noise cancellation mode λίγο πριν την είσοδο στο μετρό (λέμε τώρα) Βέβαια, πάντοτε υπάρχει η επιλογή για χειροκίνητο έλεγχο διαφόρων πτυχών της λειτουργίας αφαίρεσης θορύβου, μέσω της εφαρμογής Headphones Connect που συνοδεύει τα ακουστικά και η οποία πρόκειται για απαραίτητο σύμμαχο αν κάποιος θέλει να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνάμεις των ακουστικών. Οι πιθανότητες λένε πως, για να επενδύσει κανείς σε ακουστικά τέτοιου επιπέδου τιμής, νοιάζεται τόσο για την ποιότητα του ήχου όσο και για τις επιπλέον δυνατότητες, οπότε η χρήση της εφαρμογής έστω κάποιες φορές αποτελεί μονόδρομο. Μια ολοκαίνουρια λειτουργία είναι το Speak-to-Chat, η οποία όταν ενεργοποιηθεί ανιχνεύει την ομιλία που προέρχεται από τον χρήστη και σταματάει τη μουσική παράλληλα μειώνοντας το επίπεδο φιλτραρίσματος του noise cancellation. Θεωρητικά, με τον τρόπο αυτό μπορεί κανείς να συνομιλήσει με κάποιον δίχως να βγάζει τα ακουστικά, κάτι εκνευριστικό όταν πρόκειται π.χ. για μια σύντομη ερώτηση, χωρίς να χρειάζεται να κάνει χρήση του πατήματος της επιφάνειας του δεξιού ακουστικού, που επιτρέπει στον χρήστη να ακούσει τους εξωτερικούς θορύβους και την ομιλία. Αφότου ο χρήστης σταματήσει να μιλάει και μετά από μια σύντομη παύση, η μουσική συνεχίζει αυτόματα από το σημείο που έμεινε. Μια αρκετά χρήσιμη λειτουργία για χρήση σε γραφείο, για παράδειγμα, όπου οι διακοπές ενδεχομένως να είναι συχνές. Απλώς, μην αρχίσετε να ψιθυρίζετε στίχους με τη λειτουργία ενεργοποιημένη, διότι η μουσική θα σταματάει διαρκώς κάτι...σπαστικό. Γενικότερα η λειτουργία δεν μπορούμε να πούμε ότι μας ικανοποίησε πλήρως με την απόδοσή της αφού περισσότερο μας «κούρασε» και θα πρέπει να δουλεύει απροβλημάτιστα για να επιλέξουμε να την έχουμε συνεχώς ενεργοποιημένη. Κάτι παρόμοιο όσον αφορά την αυτόματη παύση και συνέχιση μουσικής ενσωματώνεται σε γενικότερο πλαίσιο χάρη σε έναν νέο αισθητήρα εγγύτητας εντός του αριστερού ακουστικού, ο οποίος ανιχνεύει πότε φοράτε τα ακουστικά και πότε όχι και αντίστοιχα αναπαράγει ή παύει την αναπαραγωγή της μουσικής, κάτι εξαιρετικά χρήσιμο. Τέλος, κάτι που απουσίαζε από τα XM3 και παρακαλάγαμε να δούμε επιτέλους, είναι η δυνατότητα multipoint pairing, με τη χρήση της οποίας η συσκευή μπορεί να συνδεθεί σε δύο διαφορετικές πηγές μέσω Bluetooth και να χρησιμοποιείται για την καθεμία. Για παράδειγμα, μπορεί να συνδεθεί στον υπολογιστή για να ακούει κάποιος μουσική και παράλληλα στο κινητό, ώστε αν δεχτεί κάποια κλήση να την απαντήσει απευθείας από τα ακουστικά και μάλιστα να μιλήσει μέσα από αυτά. Άκρως βολικό και για εμάς, απαραίτητη προυπόθεση για αγορά in-ear και over-ear ακουστικών που παίζουν στα υψηλά τιμολογιακά επίπεδα. Απόδοση ήχου Οι οδηγοί ακουστικών των 40mm παραμένουν ίδιοι με του XM3, προσφέροντας ισορροπημένο ήχο που δεν θυσιάζει τη λεπτομέρεια ή το μπάσο σε αισθητό βαθμό – η προτίμηση στον ήχο είναι καθαρά υποκειμενικό ζήτημα, βέβαια. Σε τραγούδια που έχουμε ακούσει και ξανακούσει ανά τα χρόνια, τα XM4 προσέφεραν ήχο-σκέτη απόλαυση τουλάχιστον στα αυτιά ενός απλού χρήστη κι όχι ενός μουσικού. Μέσα από την εφαρμογή Headphones Connect υπάρχει η δυνατότητα προσαρμογής του equalizer, οπότε όποιος επιθυμεί μπορεί να φέρει τον ήχο στα μέτρα του με λίγο κόπο. Όσον αφορά τα codecs, ενσωματώνεται το LDAC της Sony το οποίο αποδίδει εξαιρετικά σε υποστηριζόμενες συσκευές (από τις οποίες δεν υπάρχουν λίγες, πλέον), όμως λείπουν τα δημοφιλή aptX/aptX HD για όποιον θα τα προτιμούσε. Διάφορες υπηρεσίες streaming μουσικής προσφέρουν υποστήριξη για υψηλότερης ευκρίνειας αρχεία, όπου το bitrate σκαρφαλώνει στα 600kbps και φτάνει ακόμη ψηλότερα και η διαφορά ποιότητας είναι αισθητή. Το μοναδικό αρνητικό είναι πως για να γίνει αναπαραγωγή αξιοποιώντας το LDAC, η λειτουργία multipoint pairing θα πρέπει να είναι πλήρως απενεργοποιημένη. Μιλώντας για υποστήριξη, το 360 Reality Audio επιστρέφει στα XM4 και προσφέρει περιμετρικό ήχο ώστε οι ήχοι που φτάνουν στο αυτί του χρήστη να είναι πιο εύκολα διαχωρίσιμοι. Σαν λειτουργία συνεχίζει να εντυπωσιάζει, δεδομένου όμως πως υπάρχει υλικό – η υποστήριξή του δεν είναι ούτε ευρεία, ούτε αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς, οπότε δεν θεωρούμε πως θα πρέπει να παίξει βασικό ρόλο ως κριτήριο αγοράς. Για την ώρα τέτοιο υλικό παρέχεται μόνο με τρεις εφαρμογές (Τidal, nugs και 360 by Deezer) οι οποίες δεν είναι υπερβολή να πουμε ότι δεν είναι δημοφιλείς. Σε άλλες βελτιώσεις, η υποστήριξη DSEE Extreme δίνει τη δυνατότητα βελτιστοποίησης ποιότητας σε συμπιεσμένα αρχεία μουσικής, με αρκετά καλά αποτελέσματα σε γενικό πλαίσιο. Η ποιότητα του τελικού αποτελέσματος, φυσικά, είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό – σε κάποιες περιπτώσεις η βελτίωση ήταν εξαιρετική ενώ σε άλλες, η επεξεργασία του ήχου γινόταν αντιληπτή και, θέλοντας και μη, εστιάζαμε σε αυτό αντί για τη μουσική. Αξιοποιώντας 5 μικρόφωνα συνολικά, η ποιότητα στην καταγραφή ήχου είναι βελτιωμένη συγκριτικά με τα XM3, όμως ξεκάθαρα είναι κάτι που κάνει επιπλέον των υπολοίπων κι όχι ένα από τα βασικά ατού στα XM4. Η ποιότητα δεν υστερεί κάπου και μάλιστα ο ήχος υποβάλλεται σε αρκετή επεξεργασία ώστε να αφαιρεθεί ο θόρυβος και να παραμείνει καθαρός ο λόγος – αυτό έχει το αποτέλεσμα να ακούγεται περισσότερο ψηφιακός και επεξεργασμένος ο ήχος παρά φυσικός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για κάποιον που η ομιλία είναι βασική καθημερινή ανάγκη. Επιπλέον, για κάποιον που δουλεύει δίπλα σε άλλους, η απομόνωση ήχου αρχίζει τις «διαρροές» περίπου στο 60-70% της έντασης (ανάλογα και το είδος τραγουδιύ) οπότε ίσως καταλήξει ενοχλητικό για τους γύρω. Είναι κάτι που παρατηρήθηκε μόνο σε κλειστούς και ήσυχους χώρους και σε καμιά περίπτωση δεν θα αποτελέσει πρόβλημα π.χ. στο βαγόνι ενός τρένου, αλλά αξίζει να σημειωθεί μιας και η τηλέ-εργασία έχει γίνει πραγματικότητα και πολλά ζευγάρια δουλεύουν μαζί από τον ίδιο χώρο. Μπαταρία Η Sony υπόσχεται διάρκεια ζωής μπαταρίας περίπου 30 ώρες (με ενεργοποιημένο το noise cancelling) μεταξύ των φορτίσεων, κάτι που δεν αλλάζει από το XM3 όμως παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα όπως διαπιστώσαμε και με τα συγκεκριμένα ακουστικά. Δεδομένου πως έχουν προστεθεί διάφορες νέες λειτουργίες, είναι θετικό που δεν μειώθηκε, καθώς κάποιες από αυτές μπορούν (θεωρητικά) να επιμηκύνουν τη ζωή της μπαταρίας – όπως ο αισθητήρας που ανιχνεύει αν τα φοράτε ή όχι, ώστε να μειώσει την άσκοπη κατανάλωση μπαταρίας. Το κυριότερο στο κομμάτι της μπαταρίας είναι η γρήγορη φόρτιση, ένα από τα παράπονα που είχαμε με τις προηγούμενες γενιές, που πλέον υποστηρίζεται, η οποία μπορεί να προσφέρει έως και 5 ώρες χρήσης με 10 λεπτά φόρτισης ενώ η πλήρη φόρτιση απαιτεί περίπου 3 ώρες για να ολοκληρωθεί. Δεδομένων των παροχών, 5 ώρες μπαταρίας με 10 λεπτά φόρτισης είναι μια καλή νέα προσθήκη που μπορεί να γλιτώσει τον χρήστη από δυσάρεστα νέα αν ξεχάσει να τα φορτίσει εγκαίρως πριν από ένα ταξίδι ή βρεθεί δίχως μπαταρία στη διάρκεια της μέρας. Συμπέρασμα Κοιτώντας τα XM4, και έχοντας γνώση των XM3, είναι ξεκάθαρο πως δεν μιλάμε για ένα μοντέλο που αλλάζει τα έως τώρα δεδομένα αλλά για μια βελτίωση πάνω στα ήδη συμπαγή θεμέλια που έχτισε το προηγούμενο μοντέλο. Παραμένει ένα από τα πιο ευέλικτα ζευγάρια headphones στην αγορά, κάνοντας λίγο-πολύ τα πάντα για έναν μέσο ή λίγο προχωρημένο χρήστη, και τα κάνει αρκετά καλά για να καλύψει πληθώρα αναγκών, από απλή μουσική συντροφιά στον δρόμο έως επαγγελματικές κλήσεις. Στην περίπτωσή μας, αρκούσε μόνο η ενσωμάτωση λειτουργίας για ταυτόχρονη σύνδεση με δύο συσκευές για να είμαστε ικανοποιημένοι με τα WH-1000XM4, όμως η Sony δεν ξέχασε το innovation. Με αυτά κατά νου, για κάποιον που έχει στην κατοχή του τα XM3 ίσως η αναβάθμιση δεν φαντάζει απαραίτητη όμως για κάθε άλλον αποτελούν μια εξαιρετική, premium επιλογή.
-
Είναι γνωστό ότι η Sony έχει δημιουργήσει αίσθηση στην κατηγορία των over-ear ακουστικών, τα οποία ξεχωρίζουν αρχικά για τη δυνατότητα εξουδετέρωσης εξωτερικού θορύβου, παρέχοντας την ίδια στιγμή κορυφαία ποιότητα ήχου. Αυτό δεν σημαίνει πάντως ότι έλειπαν τα προβλήματα ή κάποιες σημαντικές λειτουργίες από την τελευταία γενιά η οποία κυκλοφόρησε περίπου πριν δύο χρόνια. Με τα Sony WH-1000XM4, ο Ιαπωνικός κολοσσός παίρνει ένα εξαιρετικό ζευγάρι Over-ear headphones και το βελτιώνει περαιτέρω σε σημαντικά σημεία, όμως αφήνει άλλα πίσω. Είναι αρκετές οι βελτιώσεις ώστε τα XM4 να κατακτήσουν την «κορώνα» στην κατηγορία; Σχεδιασμός Αρχικά, όσοι θυμούνται τα XM3 θα παρατηρήσουν πως ο εξωτερικός σχεδιασμός είναι, πρακτικά, ολόιδιος. Αυτό διότι οι προαναφερθείσες βελτιώσεις έγιναν υπό το κέλυφος των ακουστικών και, υποθετικά, η Sony σκέφτηκε: γιατί να πειράξεις ένα design που κερδίζει; Τα XM3 είχαν άριστο σχεδιασμό και παραμένουν δημοφιλή, οπότε μια δραστική σχεδιαστκή αλλαγή ίσως να έκανε περισσότερο κακό παρά καλό. Είναι λιτό, κομψό και ταιριάζει σε κάθε περίσταση, από το τρένο ως μια επαγγελματική κλήση. Η κατασκευή αποτελείται κυρίως από υψηλής ποιότητας πλαστικό, το οποίο δεν φθείρεται εύκολα και δίνει την αίσθηση του στιβαρού, ενώ δερματίνη καλύπτει τα μαλακά μαξιλαράκια. Είναι αρκετά βολικό στο κεφάλι και δεν κουράζει ακόμη και μετά από πολύωρη χρήση, οπότε το μέγεθός τους δεν πρέπει να «τρομάξει» οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο. Στο εξωτερικό του αριστερού ακουστικού βρίσκεται το πλήκτρο (απ)ενεργοποίησης, το πλήκτρο Custom στο οποίο ανατίθενται λειτουργίες που επιλέγει ο χρήστης (αν δεν αλλαχτεί η λειτουργία του, τότε κυκλικά αλλάζει τα noise cancellation modes), και μια θύρα jack 3.5mm για ενσύρματη σύνδεση και χρήση. Στο δεξί ακουστικό, βρίσκεται μονάχα η θύρα USB-C που χρησιμοποιείται για φόρτιση και μόνο – που πρακτικά σημαίνει πως κινητά που υπολείπονται θύρας jack 3.5mm στηρίζοντα μόνο στην σύνδεση μέσω Bluetooth. Το κομμάτι που εξέχει περισσότερο σε κάθε ακουστικό, είναι εξοπλισμένο με επιφάνεια αφής από όπου ο χρήστης ξεκινά ή σταματά την μουσική, αλλάζει τραγούδια και να αυξομειώσει την ένταση. Το μοναδικό ίσως, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό, χαρακτηριστικό που δεν δέχτηκε κάποια αλλαγή είναι η αντίσταση σε νερό. Καθότι μιλάμε για premium ακουστικά, κάποιος θα ήθελε να τα χρησιμοποιεί άφοβα εντός κι εκτός σπιτιού, όμως τα XM4 δεν έχουν καμία αντοχή ενάντια σε νερό – ακόμη και σε απλές πιτσιλιές – οπότε για κάποιον που είναι διαρκώς στο πόδι και άρα ενδέχεται να αντιμετωπίζει περπάτημα με βροχερό καιρό, η έλλειψη προστασίας είναι βασικό κριτήριο για την αγορά τους. Λειτουργίες Ο επεξεργαστής Sony QN1 που χρησιμοποιείται στο νέο SoC των ακουστικών είναι ο ίδιος με αυτό των XM3 όμως υπόσχεται καλύτερες επιδόσεις όσον αφορά την αφαίρεση θορύβου εξαιτίας άλλων αλλαγών στις οποίες έχει προχωρήσει η Sony. Στην πράξη, η άνοδος σε ποιότητα έναντι των XM3 είναι άμεσα αισθητή καθώς σε χώρους με σταθερό αλλά χαμηλό θόρυβο, όπως αυτόν που παράγει ένας ανεμιστήρας, τα ακουστικά φιλτράρουν την ηχορύπανση σε σημείο που γίνεται αναιπαίσθητη ενώ αν παράλληλα προέρχεται ήχος από τα ακουστικά, τότε ο θόρυβος είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Οι μοναδικές περιπτώσεις που θόρυβος προσπέρασε το φιλτράρισμα είναι απότομοι και πολύ υψηλοί ήχοι, σαν το σφύριγμα του ανέμου, όμως μιλάμε για φανταστική απόδοση στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων που το noise cancellation έπρεπε να παρέμβει. Το κερασάκι στην τούρτα του noise cancellation όμως, είναι άλλο και δεν πρόκειται για μια απλή βελτίωση επιδόσεων. Τα XM4 μπορούν να παρέχουν το επιθυμητό επίπεδο αφαίρεσης θορύβου ανάλογα με το πού βρίσκεστε, ανιχνεύοντας την τοποθεσία μέσω GPS του smartphone σας. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί αυτόματα να φιλτράρει τα πάντα όταν περπατάει κανείς σε δρόμους με πολύ θόρυβο και όταν φτάσει στη δουλειά, να προσαρμοστεί όπως χρειάζεται ώστε να προσπερνούν το φίλτρο οι ανθρώπινες φωνές. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει καθαρό σήμα GPS και δεν θα δουλέψει σε σημεία όπως ένας σταθμός του μετρό, αλλά πάντα υπάρχουν λύσεις – ο χρήστης μπορεί να ρυθμίσει το σημείο αλλαγής noise cancellation mode λίγο πριν την είσοδο στο μετρό (λέμε τώρα) Βέβαια, πάντοτε υπάρχει η επιλογή για χειροκίνητο έλεγχο διαφόρων πτυχών της λειτουργίας αφαίρεσης θορύβου, μέσω της εφαρμογής Headphones Connect που συνοδεύει τα ακουστικά και η οποία πρόκειται για απαραίτητο σύμμαχο αν κάποιος θέλει να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνάμεις των ακουστικών. Οι πιθανότητες λένε πως, για να επενδύσει κανείς σε ακουστικά τέτοιου επιπέδου τιμής, νοιάζεται τόσο για την ποιότητα του ήχου όσο και για τις επιπλέον δυνατότητες, οπότε η χρήση της εφαρμογής έστω κάποιες φορές αποτελεί μονόδρομο. Μια ολοκαίνουρια λειτουργία είναι το Speak-to-Chat, η οποία όταν ενεργοποιηθεί ανιχνεύει την ομιλία που προέρχεται από τον χρήστη και σταματάει τη μουσική παράλληλα μειώνοντας το επίπεδο φιλτραρίσματος του noise cancellation. Θεωρητικά, με τον τρόπο αυτό μπορεί κανείς να συνομιλήσει με κάποιον δίχως να βγάζει τα ακουστικά, κάτι εκνευριστικό όταν πρόκειται π.χ. για μια σύντομη ερώτηση, χωρίς να χρειάζεται να κάνει χρήση του πατήματος της επιφάνειας του δεξιού ακουστικού, που επιτρέπει στον χρήστη να ακούσει τους εξωτερικούς θορύβους και την ομιλία. Αφότου ο χρήστης σταματήσει να μιλάει και μετά από μια σύντομη παύση, η μουσική συνεχίζει αυτόματα από το σημείο που έμεινε. Μια αρκετά χρήσιμη λειτουργία για χρήση σε γραφείο, για παράδειγμα, όπου οι διακοπές ενδεχομένως να είναι συχνές. Απλώς, μην αρχίσετε να ψιθυρίζετε στίχους με τη λειτουργία ενεργοποιημένη, διότι η μουσική θα σταματάει διαρκώς κάτι...σπαστικό. Γενικότερα η λειτουργία δεν μπορούμε να πούμε ότι μας ικανοποίησε πλήρως με την απόδοσή της αφού περισσότερο μας «κούρασε» και θα πρέπει να δουλεύει απροβλημάτιστα για να επιλέξουμε να την έχουμε συνεχώς ενεργοποιημένη. Κάτι παρόμοιο όσον αφορά την αυτόματη παύση και συνέχιση μουσικής ενσωματώνεται σε γενικότερο πλαίσιο χάρη σε έναν νέο αισθητήρα εγγύτητας εντός του αριστερού ακουστικού, ο οποίος ανιχνεύει πότε φοράτε τα ακουστικά και πότε όχι και αντίστοιχα αναπαράγει ή παύει την αναπαραγωγή της μουσικής, κάτι εξαιρετικά χρήσιμο. Τέλος, κάτι που απουσίαζε από τα XM3 και παρακαλάγαμε να δούμε επιτέλους, είναι η δυνατότητα multipoint pairing, με τη χρήση της οποίας η συσκευή μπορεί να συνδεθεί σε δύο διαφορετικές πηγές μέσω Bluetooth και να χρησιμοποιείται για την καθεμία. Για παράδειγμα, μπορεί να συνδεθεί στον υπολογιστή για να ακούει κάποιος μουσική και παράλληλα στο κινητό, ώστε αν δεχτεί κάποια κλήση να την απαντήσει απευθείας από τα ακουστικά και μάλιστα να μιλήσει μέσα από αυτά. Άκρως βολικό και για εμάς, απαραίτητη προυπόθεση για αγορά in-ear και over-ear ακουστικών που παίζουν στα υψηλά τιμολογιακά επίπεδα. Απόδοση ήχου Οι οδηγοί ακουστικών των 40mm παραμένουν ίδιοι με του XM3, προσφέροντας ισορροπημένο ήχο που δεν θυσιάζει τη λεπτομέρεια ή το μπάσο σε αισθητό βαθμό – η προτίμηση στον ήχο είναι καθαρά υποκειμενικό ζήτημα, βέβαια. Σε τραγούδια που έχουμε ακούσει και ξανακούσει ανά τα χρόνια, τα XM4 προσέφεραν ήχο-σκέτη απόλαυση τουλάχιστον στα αυτιά ενός απλού χρήστη κι όχι ενός μουσικού. Μέσα από την εφαρμογή Headphones Connect υπάρχει η δυνατότητα προσαρμογής του equalizer, οπότε όποιος επιθυμεί μπορεί να φέρει τον ήχο στα μέτρα του με λίγο κόπο. Όσον αφορά τα codecs, ενσωματώνεται το LDAC της Sony το οποίο αποδίδει εξαιρετικά σε υποστηριζόμενες συσκευές (από τις οποίες δεν υπάρχουν λίγες, πλέον), όμως λείπουν τα δημοφιλή aptX/aptX HD για όποιον θα τα προτιμούσε. Διάφορες υπηρεσίες streaming μουσικής προσφέρουν υποστήριξη για υψηλότερης ευκρίνειας αρχεία, όπου το bitrate σκαρφαλώνει στα 600kbps και φτάνει ακόμη ψηλότερα και η διαφορά ποιότητας είναι αισθητή. Το μοναδικό αρνητικό είναι πως για να γίνει αναπαραγωγή αξιοποιώντας το LDAC, η λειτουργία multipoint pairing θα πρέπει να είναι πλήρως απενεργοποιημένη. Μιλώντας για υποστήριξη, το 360 Reality Audio επιστρέφει στα XM4 και προσφέρει περιμετρικό ήχο ώστε οι ήχοι που φτάνουν στο αυτί του χρήστη να είναι πιο εύκολα διαχωρίσιμοι. Σαν λειτουργία συνεχίζει να εντυπωσιάζει, δεδομένου όμως πως υπάρχει υλικό – η υποστήριξή του δεν είναι ούτε ευρεία, ούτε αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς, οπότε δεν θεωρούμε πως θα πρέπει να παίξει βασικό ρόλο ως κριτήριο αγοράς. Για την ώρα τέτοιο υλικό παρέχεται μόνο με τρεις εφαρμογές (Τidal, nugs και 360 by Deezer) οι οποίες δεν είναι υπερβολή να πουμε ότι δεν είναι δημοφιλείς. Σε άλλες βελτιώσεις, η υποστήριξη DSEE Extreme δίνει τη δυνατότητα βελτιστοποίησης ποιότητας σε συμπιεσμένα αρχεία μουσικής, με αρκετά καλά αποτελέσματα σε γενικό πλαίσιο. Η ποιότητα του τελικού αποτελέσματος, φυσικά, είναι κάτι καθαρά υποκειμενικό – σε κάποιες περιπτώσεις η βελτίωση ήταν εξαιρετική ενώ σε άλλες, η επεξεργασία του ήχου γινόταν αντιληπτή και, θέλοντας και μη, εστιάζαμε σε αυτό αντί για τη μουσική. Αξιοποιώντας 5 μικρόφωνα συνολικά, η ποιότητα στην καταγραφή ήχου είναι βελτιωμένη συγκριτικά με τα XM3, όμως ξεκάθαρα είναι κάτι που κάνει επιπλέον των υπολοίπων κι όχι ένα από τα βασικά ατού στα XM4. Η ποιότητα δεν υστερεί κάπου και μάλιστα ο ήχος υποβάλλεται σε αρκετή επεξεργασία ώστε να αφαιρεθεί ο θόρυβος και να παραμείνει καθαρός ο λόγος – αυτό έχει το αποτέλεσμα να ακούγεται περισσότερο ψηφιακός και επεξεργασμένος ο ήχος παρά φυσικός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για κάποιον που η ομιλία είναι βασική καθημερινή ανάγκη. Επιπλέον, για κάποιον που δουλεύει δίπλα σε άλλους, η απομόνωση ήχου αρχίζει τις «διαρροές» περίπου στο 60-70% της έντασης (ανάλογα και το είδος τραγουδιύ) οπότε ίσως καταλήξει ενοχλητικό για τους γύρω. Είναι κάτι που παρατηρήθηκε μόνο σε κλειστούς και ήσυχους χώρους και σε καμιά περίπτωση δεν θα αποτελέσει πρόβλημα π.χ. στο βαγόνι ενός τρένου, αλλά αξίζει να σημειωθεί μιας και η τηλέ-εργασία έχει γίνει πραγματικότητα και πολλά ζευγάρια δουλεύουν μαζί από τον ίδιο χώρο. Μπαταρία Η Sony υπόσχεται διάρκεια ζωής μπαταρίας περίπου 30 ώρες (με ενεργοποιημένο το noise cancelling) μεταξύ των φορτίσεων, κάτι που δεν αλλάζει από το XM3 όμως παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα όπως διαπιστώσαμε και με τα συγκεκριμένα ακουστικά. Δεδομένου πως έχουν προστεθεί διάφορες νέες λειτουργίες, είναι θετικό που δεν μειώθηκε, καθώς κάποιες από αυτές μπορούν (θεωρητικά) να επιμηκύνουν τη ζωή της μπαταρίας – όπως ο αισθητήρας που ανιχνεύει αν τα φοράτε ή όχι, ώστε να μειώσει την άσκοπη κατανάλωση μπαταρίας. Το κυριότερο στο κομμάτι της μπαταρίας είναι η γρήγορη φόρτιση, ένα από τα παράπονα που είχαμε με τις προηγούμενες γενιές, που πλέον υποστηρίζεται, η οποία μπορεί να προσφέρει έως και 5 ώρες χρήσης με 10 λεπτά φόρτισης ενώ η πλήρη φόρτιση απαιτεί περίπου 3 ώρες για να ολοκληρωθεί. Δεδομένων των παροχών, 5 ώρες μπαταρίας με 10 λεπτά φόρτισης είναι μια καλή νέα προσθήκη που μπορεί να γλιτώσει τον χρήστη από δυσάρεστα νέα αν ξεχάσει να τα φορτίσει εγκαίρως πριν από ένα ταξίδι ή βρεθεί δίχως μπαταρία στη διάρκεια της μέρας. Συμπέρασμα Κοιτώντας τα XM4, και έχοντας γνώση των XM3, είναι ξεκάθαρο πως δεν μιλάμε για ένα μοντέλο που αλλάζει τα έως τώρα δεδομένα αλλά για μια βελτίωση πάνω στα ήδη συμπαγή θεμέλια που έχτισε το προηγούμενο μοντέλο. Παραμένει ένα από τα πιο ευέλικτα ζευγάρια headphones στην αγορά, κάνοντας λίγο-πολύ τα πάντα για έναν μέσο ή λίγο προχωρημένο χρήστη, και τα κάνει αρκετά καλά για να καλύψει πληθώρα αναγκών, από απλή μουσική συντροφιά στον δρόμο έως επαγγελματικές κλήσεις. Στην περίπτωσή μας, αρκούσε μόνο η ενσωμάτωση λειτουργίας για ταυτόχρονη σύνδεση με δύο συσκευές για να είμαστε ικανοποιημένοι με τα WH-1000XM4, όμως η Sony δεν ξέχασε το innovation. Με αυτά κατά νου, για κάποιον που έχει στην κατοχή του τα XM3 ίσως η αναβάθμιση δεν φαντάζει απαραίτητη όμως για κάθε άλλον αποτελούν μια εξαιρετική, premium επιλογή. Διαβάστε ολόκληρο το review