Το Journey αποτελεί το τρίτο δημιούργημα της Thatgamecompany μετά τα flOw και Flower. Χρησιμοποιώ τη λέξη “δημιούργημα” διότι δεν πρόκειται για ένα “παιχνίδι”, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε τον όρο. Όσοι το βρίσκετε αλλόκοτο, είναι διότι δεν έχετε δει τα υπόλοιπα έργα του στούντιο –μόλις το κάνετε, θα αναγνωρίσετε στο Journey μία χαρακτηριστική απλότητα που τουλάχιστον επιτρέπει στον καθένα να το δοκιμάσει. Το αν θα εισπράξει όσα αυτό προτίθεται να του προσφέρει είναι μια άλλη ιστορία…
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω
Κάνοντας μια απόπειρα να αναλύσουμε το Journey σαν παιχνίδι, πρόκειται για ένα παιχνίδι δράσης ή καλύτερα ένα 3D platformer, με την ευρύτερη έννοια των όρων. Χειριζόμαστε έναν μυστηριώδη ταξιδιώτη ο οποίος περιπλανιέται σε μια έρημο. Δεν έχει όνομα, δεν μας αποκαλύπτει τις σκέψεις του και δεν μιλάει. Το παιχνίδι δεν έχει σενάριο ή τουλάχιστον δεν βρίσκει την ανάγκη για κάτι τέτοιο. Αντ’ αυτού, μας δίνει έναν στόχο: ένα βουνό με μία λάμψη στην κορυφή του, ωθώντας μας παράλληλα προς τα εκεί. Με τον προορισμό να έχει βρεθεί λοιπόν, ξεκινάμε το ταξίδι…
Παίζοντας το Journey θα κληθείτε να βρείτε λύσεις σε απλοϊκά παζλ, να αποφύγετε μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού αντιπάλους, να πλοηγηθείτε με επιτυχία στον χώρο γύρω σας, μα πάνω απ’ όλα, να ευχαριστηθείτε το ταξίδι, τη διαδρομή. Και θα το κάνετε, πιστέψτε με. Η διάρκεια του Journey δεν είναι μεγάλη: σε 2-3 ώρες θα το έχετε ολοκληρώσει, όμως όταν συμβεί αυτό, θα σας έχει αφήσει μια γλυκιά γεύση στο στόμα και το χαμόγελο της πλήρους ηθικής ικανοποίησης στο πρόσωπο. Αυτή είναι και η ομορφιά του παιχνιδιού: μέσα από μία σύντομη περιπέτεια, προσφέρει άπειρα ερεθίσματα, με αποτέλεσμα ο καθένας να παίρνει απ’ αυτό και κάτι διαφορετικό, ανάλογα με τα όσα του κάνουν “κλικ”.
Ατμόσφαιρα
Σε όλο αυτό το παραπάνω, τεράστιο ρόλο παίζει η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού η οποία είναι πραγματικά υποβλητική. Το Journey εξελίσσεται σε μία έρημο μέσες-άκρες, ωστόσο τα περιβάλλοντα μεταβάλλονται καθώς παίζετε, περνώντας από sequence σε sequence (τα επίπεδα, τα levels του παιχνιδιού χωρίζονται μεταξύ τους με μεγάλες πόρτες). Αυτό που μετρά βέβαια, δεν είναι το κομμάτι των γραφικών ή του ήχου αλλά η ατμόσφαιρα που δημιουργείται εξ αιτίας αυτών των δύο και εδώ το Journey παίρνει άριστα. Η ασημαντότητα του πρωταγωνιστή μπροστά στα κολοσσιαία περιβάλλοντα και τα διάσπαρτα ερείπια, απομεινάρια ενός ξεπεσμένου πολιτισμού, είναι κάτι παραπάνω από ξεκάθαρη και αυτό αρκεί για να κάνει το μυαλό να περιστρέφεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι και η αλληλεπίδρασή σας με τους άλλους παίκτες. Κατά την περιπλάνησή σας θα συναντήσετε κι άλλους, πανομοιότυπους χαρακτήρες με εσάς. Δεν μπορείτε να επικοινωνήσετε μεταξύ σας, παρά μόνο με μία πολύ συγκεκριμένη κίνηση που μάλιστα δεν έχει καν κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Αν θέλετε τους ακολουθείτε, αν θέλετε προχωράτε παρέα, αν θέλετε τους καλείτε ελπίζοντας να ανταποκριθούν, αν θέλετε συνεχίζετε μόνοι.
Είναι περίεργη αυτή η εναλλαγή συναισθημάτων: το “πετάρισμα” της καρδιάς στη θέα ενός ακόμα έμβιου οργανισμού που ακολουθείται από την απογοήτευση που προκαλεί η βουβή οδοιπορία μαζί του. Γενικότερα πάντως τα του χειρισμού δεν θα σας απασχολήσουν καθόλου: πέραν της κίνησης, έχετε τη δυνατότητα να πραγματοποιείτε άλματα με διάρκεια ωστόσο που εξαρτάται από το μέγεθος της κάπας (ή, ορθότερα του φουλαριού) σας, το οποίο με τη σειρά του μεγαλώνει καθώς βρίσκετε και συλλέγετε ρούνους.
Όσο για τη μουσική; Αποτελεί μια ιδιόμορφη σύνθεση του Όστιν Γουίντορι και εν αντιθέσει με ό,τι θα περίμενε κανείς, δεν αποτελείται από έτοιμα, στημένα κομμάτια αλλά τμήματα που αλληλοσυμπληρώνονται ανάλογα με τις κινήσεις και τη συμπεριφορά του παίκτη. Ναι, η μουσική στο Journey μεταβάλλεται δυναμικά και μοιάζει να “ξεδιπλώνεται” βάσει των διαφόρων εφέ και φυσικά των κινήσεων του ήρωα. Σε ορισμένες περιπτώσεις παραπέμπει σε κονσέρτο από τσέλο, πότε αναδεικνύοντας την ένταση μιας σκηνής και πότε χαλαρώνοντάς και προτρέποντάς σας στην ουσία να αφήσετε το μυαλό σας να ταξιδέψει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον κεντρικό χαρακτήρα.
Παρεμπιπτόντως, αν τα όσα ακούσετε ηχήσουν όμορφα στα αφτιά σας,
Άμμος στα 1080p/60fps
Το Journey είχε κυκλοφορήσει αρχικά τον Μάρτιο του 2012 στο PS3. Αν και πιθανή σύγκρισή του με τους άλλους, μεγάλους αποκλειστικούς τίτλους της κονσόλας δεν έχει νόημα, εντούτοις επρόκειτο για ένα από τα ομορφότερα παιχνίδια που κυκλοφόρησαν ποτέ σε αυτή. Αυτά ως έμμεση αλλά σαφής απάντηση στην ερώτηση αν το Journey χρειαζόταν remake. Οι βασικές διαφορές των εκδόσεων σε PS3 και PS4, έχουν να κάνουν καθαρά με τον τομέα των γραφικών: η ανάλυση έχει πλέον ανέβει στα 1080p ενώ ο ρυθμός ανανέωσης παίζει σταθερά πλέον στα 60 fps. Όχι πως με τα στάνταρ του PS3 το Journey δεν ήταν εντυπωσιακό, απλά πλέον είναι συγκλονιστικό.
Το Journey δεν είναι για όλους. Αν δεν νιώθετε έτοιμοι για να ζήσετε τη μοναδική εμπειρία που προσφέρει, να ταξιδέψετε μαζί του κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι κρίμα να ασχοληθείτε μαζί του. Δεν θα χάσετε τόσο τις ώρες που θα του αφιερώσετε αλλά την ευκαιρία να εκτεθείτε σε ένα έργο τέχνης, ένα πραγματικό αριστούργημα που θα σας προσφέρει πολλά περισσότερα από μερικές ώρες ξεγνοιασιάς και ψυχαγωγίας.
Μας άρεσαν
- Πανέμορφος κόσμος και επιβλητική ατμόσφαιρα
- Πολλά βαθύτερα νοήματα που ο καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά
- Απίστευτη μουσική
- Πρωτότυπο “δέσιμο” με έναν χαρακτήρα που δεν λέει κουβέντα
Δεν μας άρεσαν
- Έλα ντε...
Ανάπτυξη: Thatgamecompany | Έκδοση: Sony | Διάθεση: Online | Πλατφόρμες: PS4, PS3