Μας άρεσε
- Οθόνη και ήχος από το υψηλότερο ράφι, κορυφαίες επιδόσεις και καλή διαχείριση θερμότητας
- Κάμερες με φανταστική απόδοση, αλλά και μηδαμινές ποιοτικές μεταξύ τους, όλες αποδίδουν στο υψηλότερο επίπεδο
- Πολύ γρήγορη φόρτιση, καλύπτει εν μέρει τα κενά της αυτονομίας
Δεν μας άρεσε
- H αυτονομία έχει αρκετά περιθώρια βελτίωσης
- Το HyperOS είναι κυρίως θετική εξέλιξη, όμως π.χ. η διαχείριση ειδοποιήσεων είναι ενοχλητική
- Έλλειψη εξελιγμένων AI λειτουργιών
Πριν λίγα χρόνια, η Xiaomi μπήκε στην κατηγορία των flagships για τα καλά και με το Xiaomi 14 Ultra υπενθυμίζει πού στοχεύει. Συνεχίζοντας την στρατηγική συνεργασία με την Leica, η Xiaomi ενσωματώνει ένα εντυπωσιακό σύστημα κάμερας στη ναυαρχίδα της, η οποία στοχεύει να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τις κραταιές δυνάμεις της κατηγορίας. Έχοντας χρησιμοποιήσει το smartphone για ένα διάστημα, μεταφέρουμε την εμπειρία μας.
Σχεδιασμός – Οθόνη
Στον τομέα του σχεδιασμού, δεν έχουν γίνει δραματικές αλλαγές συγκριτικά με το περυσινό μοντέλο. Η πλάτη είναι επενδυμένη με οικολογικό δέρμα μαύρου ή άσπρου χρώματος, έχοντας το λογότυπο της Xiaomi κάθετα στην κάτω αριστερή γωνία, ενώ το 1/3 της συσκευής καταλαμβάνεται από το τεράστιο κομμάτι της κάμερας που βρίσκεται ψηλά. Είναι μια στρογγυλή βάση που περιλαμβάνει τέσσερις φακούς και φλας, με το λογότυπο της Leica στο κέντρο. Με μια ματιά (και αρκετή φαντασία), θυμίζει την όψη μιας κλασικής κάμερας Leica η οποία διαθέτει παρόμοια χρώματα και διάταξη στη μέση της, με το ασημένιο σώμα να εκτείνεται επάνω και κάτω. Προφανώς, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο εδώ, όμως σίγουρα ο σχεδιασμός είναι κομψός δεδομένου του πρώτου σοκ που προκαλεί η τεράστια κάμερα.
Σε διαστάσεις, κινείται σε αναμενόμενα υψηλά νούμερα, φτάνοντας τα 16.14x7.53x0.92cm με βάρος 224 γραμμάρια. Ενισχύεται με προστασία IP68 για νερό και σκόνη, ενώ το πλαίσιο αλουμινίου υπόσχεται αντοχή. Η οθόνη, που θα δούμε αναλυτικά αργότερα, διαθέτει γυαλί “Xiaomi Shield Glass” που φαίνεται ποιοτικό μεν, όμως δεν δοκιμάσαμε τις αντοχές του. Σε κάθε περίπτωση, η ποιότητα κατασκευής σε κάθε επίπεδο είναι υψηλή και αρμόζουσα μιας τέτοιας συσκευής.
Στην δεξιά πλευρά θα βρούμε το πλήκτρο ρύθμισης έντασης και ενεργοποίησης, με την θύρα για κάρτα SIM να βρίσκεται στην κάτω πλευρά μαζί με τη θύρα USB-C. Ο αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος βρίσκεται πίσω από την οθόνη, όχι ιδιαίτερα χαμηλά, οπότε το ξεκλείδωμα με ένα χέρι είναι εφικτό παρά το μέγεθος της συσκευής. Βέβαια, υποστηρίζει και face unlock, για ακόμη ευκολότερο ξεκλείδωμα.
Περνώντας στην οθόνη, βλέπουμε ένα πάνελ 6.73” τύπου LTPO AMOLED, με ανάλυση WQHD+ (3200x1440), δυναμικό ρυθμό ανανέωσης 1Hz-120Hz και μέγιστη φωτεινότητα στα 3000nits (περίπου 1000nits σε κανονική λειτουργία). Η Xiaomi συνεχίζει να επιλέγει ελαφρώς κυρτές πλευρές για την οθόνη, όχι μόνο στα πλάγια αλλά και κατακόρυφα, κάτι που σπάνια εντοπίζεται αλλού. Στο χέρι, η συσκευή κάθεται τέλεια παρά το μέγεθός της, καθώς και το πλαίσιο αλουμινίου έχει κυρτότητα που συνεχίζει έως την πλάτη, οπότε δεν υπάρχουν γωνίες που κάνουν άβολο το κράτημα μετά από ώρα. Το μοναδικό δύσκολο, όπως σε κάθε συσκευή τέτοιου μεγέθους, είναι η χρήση με ένα χέρι.
Παρακολουθώντας περιεχόμενο σε HDR10+ (υποστηρίζει και Dolby Vision), η οθόνη δείχνει την ποιότητά της, έχοντας εξαιρετική απόδοση χρώματος και φωτεινότητα, αλλά και πραγματικά μαύρα χάρη στο πάνελ. Ο χρήστης έχει την δυνατότητα να προσαρμόσει την οθόνη περαιτέρω, μέσω έτοιμων color modes ή προσαρμόζοντας τις τιμές RGB, κάτι που δεν συναντάμε συχνά.
Η οθόνη επίσης προσφέρει δυνατότητα always-on και διάφορα οπτικά στυλ, οπότε σε επίπεδο λειτουργιών, δεν υπολείπεται οποιασδήποτε άλλης ναυαρχίδας. Κάτω από έντονη ηλιοφάνεια, η οθόνη παρέμεινε εύκολη στην ανάγνωση ακόμη και με γυαλιά, με την αυτόματη ρύθμιση φωτεινότητας. Τα 3000nits που αναφέρονται, δεν θα τα δει κανείς πρακτικά στην καθημερινότητά του, καθώς αφορούν περιεχόμενο HDR κι όχι απλή χρήση, όμως ακόμη και στα 1000nits η οθόνη ήταν ευανάγνωστη.
Σημειώνουμε πως η συσκευή διαθέτει στερεοφωνικά ηχεία (ένα κάτω συν το μεγάφωνο επάνω) με υψηλή ένταση, οπότε ακουμπώντας το κινητό και παρακολουθώντας ταινίες η εμπειρία ήταν άψογη – το ίδιο ισχύει και για παιχνίδια.
Επιδόσεις – Μπαταρία
Οι διαθέσιμες εκδόσεις του Xiaomi 14 Ultra δεν είναι πολλές, οπότε η εμπειρία για κάθε χρήστη θα είναι λίγο-πολύ ίδια. Έρχεται με Qualcomm Snapdragon 8 Gen 3 (1x Cortex-X4 @ 3.3GHz, 3x Cortex-A720 @ 3.2GHz, 2x Cortex-A720 @ 3.0 GHz, 2x Cortex-A520 @ 2.3 GHz, GPU: Adreno 750). Κάθε μοντέλο έρχεται με 16GB LPDDR5X RAM και 512GB UFS 4.0 ROM, με την κινεζική αγορά να διαθέτει περισσότερες επιλογές, όμως τουλάχιστον οι διεθνείς αγορές (όπως η δική μας) λαμβάνει την έκδοση με 16GB RAM αντί για 12GB. Πέραν αυτών, το Xiaomi 14 Ultra διατίθεται σε λευκό ή μαύρο χρώμα, με λευκό οικολογικό δέρμα και ασημένιο πλαίσιο ή μαύρο οικολογικό δέρμα και μαύρο πλαίσιο, αντίστοιχα.
Πρώτα, τα benchmarks. Ο Snapdragon 8 Gen 3 έφερε σκορ 6852 (Multi-Core) και 2214 (Single-Core) στο Geekbench 6, καταλαμβάνοντας θέση στην πρώτη τριάδα και στην κορυφή, αντίστοιχα. Φυσικά, οι διαφορές από τον υπόλοιπο ανταγωνισμό είναι ουσιαστικά μηδαμινές, με μονάχα λίγες μονάδες να διαχωρίζουν τα κινητά. Όχι πως σημειώνεται ως αρνητικό για το Xiaomi 14 Ultra, απλά τονίζουμε την ομοιογένεια που προκύπτει στις ναυαρχίδες, αφού οι περισσότερες ενσωματώνουν το κορυφαίο SoC της Qualcomm.
Ουδεμία έκπληξη προκαλεί, επομένως, το γεγονός πως και στην πραγματικότητα δεν εντοπίζονται αποκλίσεις από το αναμενόμενο. Το Xiaomi 14 Ultra διαχειρίζεται με χαρακτηριστική άνεση την απλή καθημερινότητά μας, περιλαμβάνοντας multi-tasking και πολλαπλά παράθυρα στο παρασκήνιο, από Slack και Outlook/Gmail μέχρι social, OneDrive και συναφείς εφαρμογές. Το multi-tasking κύλισε νεράκι, ακόμη και με παιχνίδι ανοιχτό στο παρασκήνιο, κάνοντας την εμπειρία αναμενόμενα άψογη.
Σε παιχνίδια, δοκιμάσαμε τα Genshin Impact, Call of Duty Warzone Mobile, PUBG Mobile, Mortal Kombat και άλλα. Οι επιλογές σε παιχνίδια με υποστήριξη για 120Hz ήταν λίγες, οπότε το μεγαλύτερο μέρος των δοκιμών το περάσαμε στα 60Hz/fps. Παιχνίδια με υψηλές απαιτήσεις, όπως το Genshin Impact, τα πήγαν περίφημα και σταθερά στα 60fps στις υψηλότερες ρυθμίσεις γραφικών, με λιγότερο απαιτητικά παιχνίδια να κρατούν τον πήχη στα ίδια επίπεδα. Ίσως το πιο αξιοσημείωτο εδώ, είναι η διαχείριση θερμότητας. Η Xiaomi αναφέρει την ύπαρξη μεγαλύτερου θαλάμου ατμού στη συσκευή, κάτι που παρατηρήσαμε εμμέσως από την θερμοκρασία που παρέμενε σε διαχειρίσιμα επίπεδα μετά από μια ώρα συνεχούς παιχνιδιού π.χ. με Genshin Impact. Το κινητό ζεσταινόταν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν γινόταν καν ενοχλητικό στο άγγιγμα.
Ένα σημείο όπου ο προκάτοχός του υπέφερε συγκριτικά με τον ανταγωνισμό, είναι η αυτονομία. Περιληπτικά, το Xiaomi 13 Ultra οριακά έβγαζε μία ημέρα χρήσης, μάλιστα όχι ιδιαίτερα έντονης. Στο Xiaomi 14 Ultra βρίσκουμε μπαταρία 5000mAh, ίδιας χωρητικότητας με του προηγούμενου μοντέλου, όμως ένας συνδυασμός λογισμικού και SoC καταφέρνει να αποδώσει μεγαλύτερη αυτονομία στη φετινή συσκευή. Πλέον, κάνοντας την συνηθισμένη χρήση στη συσκευή μας, καταφέραμε να φτάνουμε στην ώρα του ύπνου με απόθεμα 20%-25%. Είναι αναβάθμιση μεν, παραμένει πίσω από τον ανταγωνισμό δε, καθώς σε καθαρό χρόνο χρήσης (screen time) είχαμε 3-4 ώρες την ημέρα.
Σε αυτό που υπερτερεί του ανταγωνισμού, είναι η φόρτιση. Αφενός διαθέτει ταχεία φόρτιση 90W, αφετέρου ο συμβατός φορτιστής περιλαμβάνεται στο πακέτο, όταν άλλοι οριακά περιλαμβάνουν ένα… καλώδιο. Με τον φορτιστή αυτόν, η μπαταρία κάνει το 0%-100% σε περίπου 35 λεπτά οπότε τουλάχιστον αν υπάρχει πρίζα κοντά (π.χ. στη δουλειά, πριν το σχόλασμα), ο αντίκτυπος της χαμηλής αυτονομίας κάπως ισοσταθμίζεται.
Το Xiaomi 14 Ultra κατέχει μια πρωτιά: είναι η πρώτη συσκευή με HyperOS. Το νέο λειτουργικό της Xiaomi αντικαθιστά το MIUI, παραμένει όμως βασισμένο σε Android 14. Για όσους έχουν τριβή με το MIUI, οι διαφορές δεν θα είναι κοσμογονικές – σε θεμελιώδες επίπεδο, δεν αλλάζει κάτι (π.χ. σε λειτουργίες ή χειρισμό). Αυτό που κυρίως αλλάζει είναι η απόδοση, με το νέο λειτουργικό να φαίνεται σταθερότερο και ταχύτερο, καθώς προβλήματα που συχνά-πυκνά αντιμετωπίζαμε σε προηγούμενες συσκευές δεν εμφανίστηκαν εδώ.
Και στο HyperOS, η Xiaomi επενδύει στη διπλή διαχείριση ειδοποιήσεων/συντομεύσεων. Σύροντας το δάχτυλο από πάνω προς τα κάτω, ξεκινώντας από την αριστερή πλευρά έρχονται οι ειδοποιήσεις κι από την δεξιά οι συντομεύσεις. Για όσους έχουν συνηθίσει σε άλλες παραλλαγές του Android, η διαφορά είναι μεγάλη κι ίσως ενοχλητική. Για όσους προέρχονται από iPhone ή πρόσφατες συσκευές Xiaomi, δεν θα φανεί ξένο. Η Xiaomi υπόσχεται τέσσερις αναβαθμίσεις Android και πενταετή υποστήριξη μέσω ενημερώσεων ασφαλείας, ένα πολύ θετικό βήμα όμως πίσω από τον ανταγωνισμό.
Αυτό που δεν είδαμε στο HyperOS είναι μια μεγάλη ενσωμάτωση AI χαρακτηριστικών, στα πρότυπα του άμεσου αντιπάλου του μοντέλου, του Galaxy S24 Ultra, κάτι που κάνει τη διαφορά στο λογισμικό. Θεωρητικά βέβαια μπορεί η Xiaomi να καλύψει αυτό το κενό με κάποια μελοντική αναβάθμιση του HyperOS παρουσιάζοντας AI λειτουργίες χρήσιμες στον τελικό χρήστη όπως κάποια σύνοψη μεγάλων κειμένων, χρήσιμων εργαλείων στην επεξεργασία φωτογραφιών και άλλα. Για την ώρα πάντως, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει ούτε σε επίπεδο φημολογίας.
Κάμερα
Πάμε στην κάμερα, το νούμερο ένα σημείο αναφοράς της συσκευής. Χρησιμοποιεί μια τετράδα καμερών με αισθητήρες 50MP έκαστη, όμως η βασική διαθέτει αισθητήρα Sony LYT-900 και μέγεθος 1”. Ο υπερευρυγώνιος φακός διαθέτει αισθητήρα Sony IMX858 κι ύστερα, περιλαμβάνονται δύο τηλεφακοί με οπτικό zoom 3.2x και 5x αντίστοιχα. Ο βασικός φακός διαθέτει μεταβαλλόμενο διάφραγμα, από f/1.63 σε f/2.0, f/2.80 και f/4.0, όπως και οπτική σταθεροποίηση.
Ξεκινώντας με τη βασική κάμερα, οι φωτογραφίες βγαίνουν επαρκώς φωτεινές χωρίς να χαλάει η φυσικότητα των χρωμάτων ή των σκοτεινών σημείων, σε μια ηλιόλουστη ημέρα. Φωτογραφίζοντας σε πάρκο, στον δρόμο και μέσα στο σπίτι ή στο μπαλκόνι, τα αποτελέσματα ήταν σταθερά εντυπωσιακά και τονίζουμε το «φυσικά». Το μεταβαλλόμενο διάφραγμα, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες δυνατότητες της κάμερας, μπορούν να προσφέρουν εξαιρετικό εφέ bokeh. Οι δύο τηλεφακοί βοηθούν, διαχωρίζοντας πολύ καλά το θέμα από το παρασκήνιο και το θόλωμα, οπότε όποιος έχει γνώσεις φωτογραφίας ή όρεξη να πειραματιστεί, σίγουρα θα αποκτήσει φοβερά αποτελέσματα.
Ειδικά στα πορτρέτα, το σύνολο των δυνατοτήτων συνδυάζεται και το αποτέλεσμα είναι φανταστικό, εφάμιλλο μιας καλής mirrorless ή DSLR. Τα πρόσωπα κρατούν αναλλοίωτη την λεπτομέρεια ακόμη και στο δέρμα, ενώ οι άκρες παραμένουν διακριτές, με εξαίρεση δύσκολες περιπτώσεις όπου οι άκρες των μαλλιών ίσως χαθούν στο παρασκήνιο – όλα αυτά σε κοντινότερη ανάλυση.
Κάνοντας zoom στο 3.2x, τα αποτελέσματα παραμένουν στο υψηλότερο επίπεδο και δεν παρατηρούμε κάποια αισθητή διαφορά σε χρώματα, ποιότητα ή θόρυβο μεταξύ μιας απλής φωτογραφίας και μίας τραβηγμένης σε 3.2x. Στο 5x, τα αποτελέσματα παραμένουν λίγο-πολύ ίδια, πάντοτε μιλώντας για την απόδοση σε 50MP σε όλα τα παραπάνω σενάρια. Στο 10x zoom, ψηφιακό πλέον, οι διαφορές είναι εμφανείς και κυρίως αφορούν θόρυβο, αλλά και εντονότερη αντίθεση. Δεν είναι άσχημα, ειδικά δεδομένου του επιπέδου μεγέθυνσης, οπότε συνολικά σε συνθήκες ημέρας ή καλού φωτισμού δεν υπάρχει οποιοδήποτε παράπονο από την κάμερα. Σε πορτρέτα, μακροφωτογραφία, zoom ή απλή χρήση του 1x, η απόδοση είναι η κορυφαία που έχουμε δει φέτος και δύσκολα θα εκθρονιστεί στο μέλλον.
Η νυχτερινή λήψη παράγει εφάμιλλης ποιότητας αποτελέσματα, διατηρώντας την λεπτομέρεια στις πηγές φωτός, διαχωρίζοντας σωστά τα χρώματα και εμφανίζοντας λεπτομέρειες μέσα σε σκοτεινά σημεία χωρίς παραφωνίες που προκύπτουν από υπερβολική επεξεργασία. Οι σκιές εμφανίζονται λίγο φωτεινότερες από όσο θα μας άρεσε, όμως όχι αισθητικά άσχημες – παραμένει ξεκάθαρο πως είναι νυχτερινές φωτογραφίες και δεν γίνεται προσπάθεια μετατροπής της νύχτας σε μέρα, όπως βλέπουμε ορισμένες φορές. Τα ίδια ισχύουν και για τους δύο τηλεφακούς, που παράγουν αξιέπαινα αποτελέσματα, με εξαίρεση ίσως τον φακό 5x που βγάζει λίγο πιο μουντές φωτογραφίες.
Περνώντας στον υπερευρυγώνιο φακό, η απόδοση δεν είναι ίδια με της βασικής κάμερας, όπως ήταν αναμενόμενο. Αξιοσημείωτο πως φτάνει έως 0.5x αντί για 0.6x που συνήθως βλέπουμε. Η απόδοση είναι ποιοτική, οριακά χαμηλότερη από ότι στις υπόλοιπες κάμερες κι αυτό οφείλεται κυρίως στον θόρυβο που ευκολότερα εμφανίζεται εδώ. Παρόλα αυτά, χρώματα, λεπτομέρεια και αντίθεση είναι πολύ κοντά στην βασική κάμερα αν όχι ίδια σε ορισμένες περιπτώσεις. Σε νυχτερινές λήψεις, τα αποτελέσματα είναι παραπάνω από ικανοποιητικά με μια ματιά, αλλά σε κοντινή ανάλυση εμφανίζονται ατέλειες στην λεπτομέρεια.
Στα βίντεο, οι κάμερες προσφέρουν πάλι ποιοτικά αποτελέσματα, καταγράφοντας σε 4K60 ανεξαιρέτως (ακόμη και η μπροστινή το καταφέρνει). Η οπτική σταθεροποίηση και το εύρος χρώματος είναι αξιοσημείωτα εδώ, καθώς από την βασική έως την υπερευρυγώνια και τους τηλεφακούς, οι κάμερες προσφέρουν πρακτικά ίδια εμπειρία λήψης, χρώματα αν και θα καταλάβετε την εναλλαγή των καμερών στο zoom. Περπατώντας και καταγράφοντας, ακόμη και με τον υπερευρυγώνιο φακό, το αποτέλεσμα είναι σταθερό και αισθητικά όμορφο. Σε νυχτερινές λήψεις, το μοναδικό που δεν ικανοποιεί τόσο συγκριτικά με όλα όσα προσφέρονται, είναι η απόδοση της υπερευρυγώνιας κάμερας – κυρίως διότι τα χρώματα είναι πιο μουντά και ο θόρυβος εμφανίζεται συχνά.
Τέλος, η μπροστινή κάμερα των 32MP είναι εμφανώς πιο απλή συγκριτικά με τις υπόλοιπες, όμως ποιοτικά ικανοποιητική. Οι λεπτομέρειες διατηρούνται, το δέρμα δεν ωραιοποιείται σε αφύσικο βαθμό και τα καταφέρνει καλά σε μέτριο φωτισμό εντός σπιτιού. Δεν θα εντυπωσιάσει, ούτε θα αφήσει κάποιον με παράπονο, αυτό είναι το μόνο βέβαιο.
Να μιλήσουμε λίγο και για το Photography Kit, το οποίο περιλαμβάνεται άνευ επιπλέον κόστους για τις προπαραγγελίες, χωρίς να έχουμε ενημέρωση αν στη συνέχεια θα πωλείται ξεχωριστά. Πρόκειται για εξέλιξη του kit που είδαμε και στο προηγούμενο μοντέλο, το οποίο πρακτικά μετατρέπει το Xiaomi 14 Ultra σε φωτογραφική μηχανή. Το kit αποτελείται από μια λαβή (με ενσωματωμένη μπαταρία 1500mAh) με πλήκτρα κλείστρου, διαφράγματος και zoom, μια επιπλέον θήκη για το κινητό και δύο χρωματιστά μεταλλικά δαχτυλίδια (προσαρμογέας φίλτρου 67mm) για τον φακό που αλλάζουν την όψη της συσκευής.
Η λαβή συνδέεται μέσω USB-C με το κινητό, δίνοντάς του την όψη μιας mirrorless κάμερας και παράλληλα, φορτίζοντάς το. Μπορεί η χωρητικότητα να μην είναι τεράστια, όμως με τη λαβή ενσωματωμένη, ουσιαστικά χρησιμοποιούσαμε το κινητό για φωτογραφίες επί αρκετή ώρα δίχως να έχει πραγματικό αντίκτυπο στην μπαταρία, αφού αναπληρωνόταν. Εν ολίγοις, όποιος σκοπεύει να ασχοληθεί πολύ με φωτογραφίσεις, το kit βολεύει στο κομμάτι της αυτονομίας.
Φυσικά, βολεύει και στο κομμάτι της άνεσης. Τα φυσικά πλήκτρα κάνουν την εμπειρία λίγο-πολύ ίδια με μιας παραδοσιακής κάμερας, ενώ η σύνδεση μέσω USB-C μηδενίζει τον χρόνο απόκρισης, ο οποίος ήταν λίγο μεγαλύτερος στην περυσινή εκδοχή λόγω σύνδεσης μέσω Bluetooth. Στο χέρι, η λαβή προσθέτει σημαντικό βάρος σε ένα ήδη βαρύ κι ογκώδες κινητό, όμως διευκολύνει τόσο πολύ στο κράτημα που δεν αποτελεί πρόβλημα. Εξάλλου, δεν θα βρίσκεται μόνιμα συνδεδεμένη στο κινητό.
Η θήκη που περιλαμβάνεται δίνει όψη δέρματος στην πλάτη του Xiaomi 14 Ultra κι εναρμονίζεται με τη λαβή, οπότε το αποτέλεσμα θυμίζει ακόμη περισσότερο μια φωτογραφική μηχανή της Leica. Τα χρωματιστά δαχτυλίδια είναι όμορφα, αν και προτιμήσαμε το ασημένιο αντί του μπρούτζινου χρώματος, καθώς έδενε καλύτερα με το κινητό για τα δικά μας γούστα. Το μοναδικό παράπονο εδώ είναι πως η κάμερα ήδη εξέχει αρκετά, οπότε τα δαχτυλίδια ακουμπούν π.χ. στο τραπέζι όταν ακουμπάμε το κινητό, οπότε εύκολα μπορούν να γρατζουνιστούν.
Συμπέρασμα
Το Xiaomi 14 Ultra είναι μια φανταστικών δυνατοτήτων κάμερα, που συνοδεύεται από ένα ικανότατο smartphone. Δεν είναι υπερβολή να κλείσουμε έτσι, αφού πέραν της ομολογουμένως ασυναγώνιστης φωτογραφικής μηχανής που ενσωματώνει, το Xiaomi 14 Ultra ακολουθεί λίγο-πολύ το περυσινό μοντέλο σε σχεδιασμό και δυνατότητες, απλώς αναβαθμίζοντας τα εξαρτήματα. Για άτομα που θέλουν το κάτι παραπάνω σε κάμερα, αλλά κι ένα smartphone που δεν θα ζοριστεί πουθενά αλλού, το Xiaomi 14 Ultra είναι η δελεαστικότερη πρόταση της αγοράς.
Ο πιο ουσιαστικός ανταγωνισμός είναι ο εαυτός του, δηλαδή η υψηλή τιμή (1499€) που το τοποθετεί σε μια «μοναχική» λίστα στην κορυφή. Πέραν αυτού, το μεγαλύτερο παράπονό μας έχει να κάνει με την αυτονομία, για την οποία σίγουρα δεν θα γραφτούν ύμνοι όπως αναμφίβολα θα συμβεί για την κάμερα.
- 9