Μας άρεσε
- Εντυπωσιακή εικόνα, βάθος χρώματος, απόδοση μαύρου και HDR
- Υψηλός ρυθμός ανανέωσης σε συνδυασμό με την ιδανική ανάλυση
- Καλή σχέση ποιότητας-τιμής, κοιτάζοντας συνολικά όσα προσφέρονται
Δεν μας άρεσε
- HDMI 2.0 και όχι HDMI 2.1
- Χαμηλή φωτεινότητα σε πολύ φωτεινές σκηνές (HDR)
- Χρόνος απόκρισης μεγαλύτερος των προσδοκιών μας
- Το μενού ρυθμίσεων θέλει αρκετή δουλειά
Η τεχνολογία QD-OLED είναι από τις πλέον εντυπωσιακές κι αναμενόμενες, για τηλεοράσεις κι οθόνες. Οπότε, το Alienware AW3423DW έχει αρκετά βλέμματα επάνω του γιατί πέρα από το μέγεθος, τις δυνατότητες και το όνομα, ξεχωρίζει κυρίως για ένα λόγο: είναι μια από τις πρώτες συσκευές με πάνελ QD-OLED που θα μπουν σε σπίτια καταναλωτών.
Πέρα από το πάνελ, τα χαρακτηριστικά του ανήκουν στην υψηλή κατηγορία, οπότε προσφέρεται ως ένα πλήρως εξοπλισμένο gaming monitor υψηλών προδιαγραφών, κάτι που φυσικά αντικατοπτρίζεται και στην τιμή. Έχοντας περάσει αρκετό διάστημα με το monitor και σε συνεργασία με τους Hardware Busters, παραθέτουμε την εμπειρία μας με αυτό.
Σχεδιασμός
Ξεκινάμε από τον… εξωγήινο σχεδιασμό, κάτι που περιμένουμε από κάθε προϊόν Alienware. Η βάση της οθόνης είναι λευκή, σε σχήμα “L” με δύο πόδια στο κάτω μέρος που εκτείνονται σε σχήμα “V”. Στην κορυφή της, ένας μικρός βραχίονας κρατάει την οθόνη μπροστά και λίγους πόντους έξω από τη βάση, ώστε να μπορεί να ρυθμιστεί η κλίση της και να μην βρίσκει στη κορυφή της βάσης.
Η οποία βάση, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι λευκή εξωτερικά με μαύρη την πλευρά που κοιτάζει προς την οθόνη, ενώ ο βραχίονας που ενώνει οθόνη και βάση είναι μαύρος, καταλήγοντας σε μαύρη ένωση. Το οβάλ σχήμα της ένωσης και η μαύρη πλευρά της βάσης έχουν μια λεπτή, φωτεινή γραμμή χρώματος ανοιχτού μπλε περιμετρικά, ενώ το οβάλ της ένωσης καταλήγει σε ένα μεγάλο, λευκό κομμάτι πλαστικό από όπου τελικά «κρέμεται» το πάνελ.
Τα καλώδια της οθόνης περνούν από μια ευρύχωρη οπή χαμηλά στη βάση, οπότε δεν εμποδίζουν σε οποιαδήποτε κίνηση ούτε κινδυνεύουν να «τραυματιστούν» ή να πιεστούν. Στο κάτω μέρος της οθόνης θα βρούμε ένα μικρό μοχλό-πλήκτρο, το οποίο χρησιμοποιείται για την προσαρμογή των ρυθμίσεων της συσκευής.
Περιλαμβάνοντας τη βάση, οι συνολικές διαστάσεις της οθόνης φτάνουν τα 81.5 εκατοστά σε πλάτος, 30.5 εκατοστά σε βάθος και 41.7 με 52.6 εκατοστά σε ύψος, ανάλογα τη ρύθμιση. Το βάρος της οθόνης ανέρχεται στα 6.9 κιλά, το οποίο δεδομένου του όγκου της, είναι αναμενόμενο – πρόκειται για μια οθόνη 34”, με μεγάλη και στιβαρή βάση, οπότε το βάρος δεν αποτελεί έκπληξη. Υποστηρίζει βάσεις τύπου VESA 100x100, για να βγει από την επιτραπέζια βάση και να κουμπώσει σε μια επιτοίχια ή άλλου είδους.
Είναι επίσης κυρτή (1800R), τόσο όσο χρειάζεται για να μην γίνεται υπερβολικά κυρτή, ούτε υπερβολικά μεγάλη, καθώς με απόσταση μεταξύ οθόνης και κεφαλιού περίπου στα 40 εκατοστά η εμπειρία ήταν άριστη.
Όσον αφορά στις θύρες, έρχεται με μία DisplayPort 1.4, δύο HDMI 2.0, δύο 3.5mm και τέσσερις USB 3.2 στο κάτω μέρος της οθόνης, μοιρασμένες ανά ζευγάρι σε δύο σημεία. Από καλώδια, περιλαμβάνει δύο τύπου DisplayPort, ένα HDMI κι ένα USB, όπως και το ενσωματωμένο καλώδιο τροφοδοσίας.
Χαρακτηριστικά – Δυνατότητες
Περνάμε στα χαρακτηριστικά, όπου θα βρούμε αρκετά ενδιαφέροντα σημεία. Καταρχάς, η ανάλυση του monitor είναι 3440x1440 με λόγο διάστασης 21:9, κάτι καλό και κακό ανάλογα τη χρήση. Είναι αρκετός χώρος για παιχνίδι και δουλειά, και όσα παιχνίδια υποστηρίζουν τέτοιο λόγο διάστασης δείχνουν εκπληκτικά εδώ, όμως όσα δεν το υποστηρίζουν, είναι εμφανώς «τραβηγμένα» στις άκρες ή απλώς εμφανίζονται μαύρες μπάρες αριστερά και δεξιά για να πιέσουν την εικόνα προς το κλασικό 16:9.
Μετά, ο ρυθμός ανανέωσης, που φτάνει τα 175Hz στη θύρα DisplayPort, φτάνοντας τα 100Hz σε θύρα HDMI, μιας κι είναι HDMI 2.0 και όχι HDMI 2.1 που είναι το μεγαλύτερο φάουλ στη συγκεκριμένη οθόνη. Υποστηρίζονται NVIDIA G-Sync Ultimate και AMD FreeSync, με το τελευταίο να διαθέτει εύρος 48-175Hz. Κάτι ακόμη που θα θέλαμε στον τομέα αυτό, είναι το Variable Refresh Rate, όμως τα παραπάνω καλύπτουν και με το παραπάνω τις περισσότερες χρήσεις. Το monitor μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως, τόσο από μηχανήματα με κάρτα γραφικών NVIDIA όσο κι από εκείνα με κάρτα γραφικών AMD.
Η φωτεινότητα φτάνει τα 250 nits (SDR) και 1000 nits (HDR), καταναλώνοντας 51W στα 200 nits. Επιπλέον, υποστηρίζεται VESA DisplayHDR True Black 400, το οποίο συνδυαστικά με το βάθος χρώματος 10-bit υπόσχεται πραγματικό HDR, εκμεταλλευόμενο την τεχνολογία QD-OLED στο έπακρο.
Μιλώντας για αυτό, το QD-OLED είναι μια εξέλιξη του «παραδοσιακού» πάνελ OLED, με τα γράμματα QD να προέρχονται από τις λέξεις “Quantum Dot” – κάτι που ακούμε συχνά σε τηλεοράσεις της Samsung. Πρακτικά, τα OLED πάνελ χρησιμοποιούν λευκό φως που περνάει μέσα από χρωματικά φίλτρα για να αποδώσει κόκκινα, πράσινα και μπλε pixels στην οθόνη. Από την άλλη, ένα πάνελ QD-OLED στέλνει μπλε φως σε ένα φίλτρο “Quantum Dot” για να δημιουργήσει κόκκινα και πράσινα pixels στην οθόνη. Το μπλε φως είναι ισχυρότερο, οπότε χρησιμοποιώντας το ως βάση, τα QD-OLED πάνελ μπορούν να φτάσουν σε υψηλότερα επίπεδα φωτεινότητας και να αποδώσουν πιο ζωηρά χρώματα συγκριτικά με μια OLED, παράλληλα κρατώντας όλα τα θετικά στοιχεία, όπως το βαθύ, πραγματικό μαύρο.
Ωστόσο, μένει να δούμε σε τι βαθμό έχουν λυθεί τα προβλήματα του pixel burn-in που κρατάει αρκετούς μακριά από τηλεοράσεις και οθόνες OLED, καθώς με εκτεταμένη χρήση η εικόνα ενδέχεται να εμφανίσει μόνιμο είδωλο. Για να καταπολεμήσει το φαινόμενο, το Alienware AW3423DW ενσωματώνει μια λειτουργία pixel shifting που «τρέχει» κάθε λίγα λεπτά για να φρεσκάρει τα pixels όταν η οθόνη είναι σε αδράνεια, μια λειτουργία pixel refresh που διαρκεί 7 λεπτά και «τρέχει» μετά από 4 ώρες σερί χρήσης και το panel refresh, το οποίο μπορεί να επιλεγεί χειροκίνητα από τον χρήστη ενώ μπορεί να ενεργοποιηθεί αυτόματα μετά από 1500 ώρες χρήσης και διαρκεί περίπου μια ώρα. Επιπλέον ισχύει η εγγύηση 3 ετών που όπως γνωρίζουμε γενικότερα από τα Dell συστήματα, είναι μία από τις κορυφαίες της αγοράς, κάνοντας εύκολη τη ζωή του καταναλωτή.
Επιδόσεις
Δοκιμάσαμε πολλά παιχνίδια, για να δούμε τα χρώματα, τα εφέ, την απόκριση και γενικότερα πώς αποδίδει η οθόνη σε πραγματικές συνθήκες. Μερικά από αυτά είναι τα εξής: Cyberpunk 2077, Edge of Eternity, Red Dead Redemption 2, The Witcher III: Wild Hunt, Grand Theft Auto V, Doom Eternal, Metal Gear Solid V: The Phantom Pain, Half-Life 2, Halo Infinite, Final Fantasy XV, Final Fantasy VII Remake Intergrade, Rocket League, Overwatch, Counter-Strike: Global Offensive και άλλα.
Στην πράξη, η ανάλυση 1440p θεωρούμε είναι το ιδανικό σημείο για τα περισσότερα παιχνίδια. Το Ultra HD είναι μάλλον υπερβολή σε πολλές περιπτώσεις, καταναλώνοντας πολλούς πόρους για κάτι που -από τόσο κοντά- δεν παρατηρούμε εύκολα. Οπότε, η ισορροπία μεταξύ ποιότητας και απόδοσης που παρέχει η ανάλυση αυτή είναι η «χρυσή τομή».
Η ποιότητα εικόνας, σε όλα τα παραπάνω παιχνίδια, είναι άψογη και δη σε εκείνα που υποστηρίζουν HDR. Το πάνελ είναι εντυπωσιακό, αποτυπώνοντας τέλεια τα χρώματα, τις λεπτομέρειες σε πολύπλοκες εικόνες με πολλά στοιχεία, δείχνοντας ζωηρά χρώματα και βαθύ μαύρο χάρη στην εντυπωσιακή αντίθεση. Κάτι που παρατηρήσαμε ωστόσο, είναι μεταβολές στη φωτεινότητα όταν παίζαμε παιχνίδια με HDR.
Συγκεκριμένα, όσο πιο φωτεινή ήταν -συνολικά- η εικόνα, τόσο περισσότερο έπεφτε η φωτεινότητα. Τα 1000 nits που υπόσχεται η εταιρεία είναι μάλλον πολύ φιλόδοξος στόχος, καθώς σε δικές μας μετρήσεις κινούταν συχνά περίπου στα 300 nits, σε σκηνές με πάρα πολλά φωτεινά στοιχεία (χιόνι, ηλιόλουστα τοπία, φουτουριστικά τοπία κλπ).
Εκτός του HDR όμως, η οθόνη διαχειρίζεται καλά τα φωτεινά σημεία, χωρίς απότομες εναλλαγές φωτεινότητας που τυφλώνουν, κάτι πολύ χρήσιμο κυρίως σε γενικότερη χρήση όπου γίνεται εναλλαγή από παράθυρα με σκοτεινό περιβάλλον (π.χ. Slack) σε παράθυρα με φωτεινό περιβάλλον (π.χ. browser). Είναι αρκετά φωτεινή για OLED και μπορεί να φτάσει σε πολύ χαμηλό επίπεδο φωτεινότητας, οπότε ακόμη και σε σκοτεινούς χώρους δεν κουράζει τα μάτια.
Κάτι που ακόμη θέλει δουλειά, στα περισσότερα από τα παραπάνω παιχνίδια, είναι η υποστήριξη διάστασης 21:9. Αν το παιχνίδι δεν υποστηρίζει εξ αρχής τόσο μεγάλο λόγο διάστασης, τότε φαίνεται λίγο τραβηγμένο στις άκρες ή απλώς δε θα φτάνει καν στις άκρες, αφήνοντας μαύρα κενά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, με μικρή παρέμβαση στα .ini του κάθε παιχνιδιού, το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπιστεί ή να λυθεί, όμως δεν πρόκειται για το ιδανικό σενάριο ειδικά όταν κάποιος έχει επενδύσει τόσα πολλά σε ένα σύστημα συνολικά. Σημείωση πως δεν θεωρούμε ότι ευθύνεται η Alienware ή το monitor για τα παραπάνω, προφανώς, όμως συμβαίνει και δε γίνεται να μην αναφερθεί.
Ένα κομμάτι που μας ξένισε, ήταν το μενού της οθόνης, κάτι που σίγουρα θα χρησιμοποιήσουν όλοι όσοι την αποκτήσουν για να την προσαρμόσουν στα μέτρα τους. Είναι αργό και δύσχρηστο, κάτι που σίγουρα δεν περιμένουμε από μια οθόνη του βεληνεκούς της.
Όσον αφορά στην κυρτότητα, σημειώνουμε ξανά πως για την απόσταση που έχουμε από την οθόνη, είναι στο ιδανικό επίπεδο. «Αγκαλιάζει» το οπτικό πεδίο, δεν είναι δύσκολο να βρεθεί η κατάλληλη θέση θέασης, δεν γίνονται αντιληπτή η κυρτότητα προς τις άκρες (από την άποψη της διαστρέβλωσης εικόνας) κι έτσι συνολικά, η εμπειρία είναι απολαυστική.
Ο υψηλός ρυθμός ανανέωσης που προσφέρει η θύρα DisplayPort είναι κάτι που σίγουρα πρέπει να εκμεταλλευθεί όποιος καταλήξει σε αυτό το monitor, καθώς η ομαλότητα είναι ασύγκριτη εμπειρία. Οι πόροι συστήματος που γλιτώνει κάποιος επιλέγοντας ανάλυση 2K αντί για 4K μπορούν κάλλιστα να αξιοποιηθούν για αύξηση του framerate και κατ’ επέκταση του ρυθμού ανανέωσης, οπότε παιχνίδια όπως Rocket League, Doom Eternal και Counter-Strike: Global Offensive «τρέχουν» αψεγάδιαστα, πάρα πολύ ομαλά και η γρήγορη δράση φαίνεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Το οποίο μας φέρνει σε ένα σημείο που δε μας ενθουσίασε. Η Alienware υπόσχεται χρόνο απόκρισης 0.1ms GTG, κάτι που βάσει μετρήσεών μας, δεν ισχύει. Ρεαλιστικά, κινούμασταν περισσότερο μεταξύ 1.5ms και 2ms, με χαμηλότερο σημείο (βάσει απόδοσης) τα 4ms. Στη δική μας περίπτωση, δεν πρόκειται για κάτι εκπληκτικά παρεμβατικό που χαλάει την εμπειρία, όμως για όσους εστιάζουν στο να λαμβάνουν τα μέγιστα στις επιδόσεις, σίγουρα είναι ένα αρνητικό.
Επίσης, παρότι η κύρια χρήση του μάλλον δε θα είναι αυτή, το monitor της Alienware δεν αποτελεί ιδανική επιλογή για όσους σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν κονσόλες. Τα PlayStation 5 και Xbox Series X|S δεν διαθέτουν DisplayPort κι έτσι μπορούν να αποδώσουν έως 120Hz – καλά ως εδώ. Αλλά, υποστηρίζουν μόνο διάσταση 16:9 και παρότι τα Xbox υποστηρίζουν ανάλυση 1440p, το PS5 φτάνει έως 1080p/120Hz. Μάλιστα, η κονσόλα της Sony δεν υποστηρίζει ανάλυση 1440p, οπότε οι χρήστες θα περιοριστούν σε 1080p με τις όποιες υποχωρήσεις αυτό συνεπάγεται.
Τέλος, αφού η οθόνη δεν έχει ενσωματωμένα ηχεία, προκύπτει και το θέμα του ήχου, οπότε είτε θα πρέπει να συνδεθούν ακουστικά είτε να συνδεθούν ηχεία απευθείας στην οθόνη για να βγαίνει ο ήχος.
Συμπέρασμα
Οι επιλογές για high-end monitor τέτοιας κλάσης δεν είναι πολλές, ειδικά αν συμπεριλάβουμε στην εξίσωση το είδος πάνελ, που είναι ειδοποιός διαφορά. Ούτε IPS, ούτε light bleeding, ούτε μέγεθος τηλεόρασης ελέω έλλειψης επιλογών σε monitor πρακτικού μεγέθους – το Alienware AW3423DW είναι ο ιδανικός συνδυασμός όλων των απαραίτητων για όποιον ψάχνει ένα άριστο ultra-wide monitor με εντυπωσιακό πάνελ. Η ποιότητα εικόνας και όσα συνολικά προσφέρονται, στην τιμή που προσφέρονται, έχουν ελάχιστο ανταγωνισμό.
Τα κυριότερα προβλήματα έχουν να κάνουν με τη φωτεινότητα υπό προϋποθέσεις, όπως και το χρόνο απόκρισης, ενώ το μενού ρυθμίσεων είναι μεν πρόβλημα αλλά μάλλον το μικρότερο όλων. Αν η επιλογή ήταν μεταξύ ενός πολύ καλού LED monitor ή του Alienware AW3423DW, ασυζητητί θα επιλέγαμε το δεύτερο, γιατί πραγματικά δίνει την αίσθηση ενός εξελιγμένου, επόμενης γενιάς monitor για ασταμάτητο gaming.
- 3