Μας άρεσε
- Ικανοποιητικός αριθμός θυρών, μετά από χρόνια
- Ποιοτική, άψογη οθόνη για κάθε χρήση
- Αστραπιαίες επιδόσεις σε οτιδήποτε δοκιμάστηκε
- Επιστροφή του πλήρως φυσικού πληκτρολογίου και του MagSafe
- Αυτονομία
Δεν μας άρεσε
- Τιμή
- Το notch και η έλλειψη Face ID, μαζί με τα σχετικά μικροπροβλήματα λογισμικού
Το workstation laptop της Apple καλωσορίζει ένα νέο μέλος στην οικογένεια, το MacBook Pro 14” που διαθέτει νέες διαστάσεις αλλά και νέο επεξεργαστή Apple Silicon M1, σχεδιασμένο αποκλειστικά για τη σειρά MacBook Pro. Επιπλέον, το σασί φιλοξενεί περισσότερες θύρες, η οθόνη έχει μικρότερα περιθώρια κι ένα γνώριμο notch στο κέντρο όπως συναντάμε και σε πολλά μοντέλα iPhone. Προς το παρόν, δεν είναι σίγουρο αν θα αποτελεί τον μόνιμο αντικαταστάτη του μοντέλου 13” ωστόσο για την ώρα, οι χρήστες μπορούν να επιλέξουν μονάχα μεταξύ 14” και 16” αν επιθυμούν ένα αναβαθμισμένο, φετινό μοντέλο.
Πόσο καλά αποδίδει ο M1 στα Pro μοντέλα και ποιες είναι οι βελτιώσεις που φέρνει το ανασχεδιασμένο σασί; Η Apple προχώρησε σε μερικές αλλαγές που το κοινό ζητούσε, όπως και σε μερικές που μάλλον δε θα ήθελε αν γνώριζε πως έρχονται. Κρατήσαμε το φετινό MacBook Pro 14” στα χέρια μας για ικανό διάστημα και παρακάτω μεταφέρουμε όλες μας τις παρατηρήσεις.
Σχεδιασμός – Οθόνη
Λίγο παχύτερο, λίγο βαρύτερο, με στρογγυλεμένες γωνίες και πιο έξυπνα μοιρασμένο χώρο, το MacBook Pro 14” είναι η ιδανική μέση λύση για όποιον θέλει φορητότητα και άνεση σε μια συσκευή. Οι διαστάσεις του δεν απέχουν πολύ από του αντίστοιχου περυσινού μοντέλου 13” (φτάνουν τα 31.26x22.12x1.55 εκατοστά) και η πραγματική διάσταση της οθόνης είναι στις 14.2”, αφού μειώνει δραματικά τα περιθώρια περιμετρικά σε περίπου 0.1 ίντσα (από 0.5” και 0.3” επάνω και πλάγια, αντίστοιχα).
Παραμένοντας στα της εξωτερικής σχεδίασης, οι καμπύλες του το κάνουν να φαίνεται ελαφρώς πιο μεγάλο από όσο πραγματικά είναι αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι δύσχρηστο ή πολύ βαρύτερο συγκριτικά με κάποιο πρόσφατο προηγούμενο μοντέλο – ζυγίζει 1.6 κιλά ενώ το περυσινό μοντέλο 13” ζύγιζε 1.4 κιλά.
Στα πλάγια θα βρούμε ευχάριστες εκπλήξεις μετά από χρόνια. Αριστερά βρίσκεται η θύρα φόρτισης MagSafe 3, δύο θύρες USB-C (Thunderbolt 4/USB 4) και θύρα ακουστικών 3.5mm, ενώ δεξιά βρίσκεται άλλη μια θύρα USB-C (Thunderbolt 4/USB 4), μια θύρα HDMI και αναγνώστης καρτών SDXC. Μετά τα MacBook Pro που στηρίζονταν σε θύρες USB-C για όλα, από τη φόρτιση έως τα περιφερειακά, η επιστροφή τόσων θυρών είναι μονάχα θετική από κάθε άποψη. Επιπλέον, το γεγονός ότι υπάρχει MagSafe 3 δε σημαίνει πως οι θύρες USB-C δε μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για φόρτιση της συσκευής. Ωστόσο, παρότι οι USB είναι ταχύτατες, οι άλλες δεν ακολουθούν – η SDXC είναι τύπου UHS-II και η HDMI τύπου 2.0. Για μερικούς, είναι απόλυτα αποδεκτές ενώ για άλλους ενδεχομένως να προκαλέσουν προβλήματα – η θύρα HDMI 2.0 δεν υποστηρίζει έξοδο 4K/120Hz κι αν επιθυμούν κάτι τέτοιο, θα πρέπει να προμηθευτούν αντάπτορα USB-C για τέτοια χρήση.
Μιλώντας για εικόνα, η οθόνη Liquid Retina XDR παραμένει αξιέπαινη από κάθε άποψη. Πλέον, είναι τεχνολογίας Mini-LED όπως και στα iPad Pro κι αυτό συνεπάγεται χιλιάδες ζώνες dimming που μπορούν να αποδώσουν εντυπωσιακά βαθύ μαύρο (όχι τέλειο, ωστόσο, όπως συμβαίνει με τις οθόνες OLED), αντίθεση 1.000.000:1 και ένα δισεκατομμύριο ζωηρά, ακριβή χρώματα. Η ανάλυση φτάνει στα 3024x1964 με πυκνότητα 254ppi και στην πράξη, παραμένει άκρως ευκρινής και ακριβής σε κάθε δοκιμή μας: από παρακολούθηση ταινίας έως επεξεργασία βίντεο, τα αποτελέσματα είναι εκπληκτικά και δύσκολα -αν είναι καν εφικτό- θα βρει κάποιος καλύτερη συνολικά οθόνη σε laptop αυτή τη στιγμή. Για τους επαγγελματίες, προσφέρεται επίσης η δυνατότητα δημιουργίας color profiles για να φέρουν την οθόνη στα μέτρα τους αν οι αρχικές ρυθμίσεις της Apple δεν ικανοποιούν.
Πέραν αυτού, πλέον χρησιμοποιεί ρυθμό ανανέωσης 120Hz (παρόμοια τεχνολογία είδαμε και στα φετινά iPhone 13δ Ο ρυθμός αλλάζει δυναμικά, που σημαίνει ότι για περιεχόμενο που δεν απαιτεί υψηλό ρυθμό ανανέωσης, αυτός μειώνεται προκειμένου να γίνει εξοικονόμηση μπαταρίας. Στην πράξη, δεν παρατηρούμε κάποια δραστική διαφορά οπότε είναι αβέβαιο αν θα εντυπωσιάσει ή όχι, πάντως η Apple στέκεται αρκετά στην προσθήκη αυτή.
Υπό το φως του ήλιου, η εργασία είναι άνετη και η γυάλινη οθόνη δεν αντανακλά πολύ το φως αλλά υπάρχει ένα παράξενο. Η Apple κάνει λόγο για φωτεινότητα στα 1000nits, κάτι που ισχύει μόνο υπό προϋποθέσεις – αν ο χρήστης παρακολουθεί περιεχόμενο HDR. Σε απλές συνθήκες, η οθόνη φτάνει τα 500nits που δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητη τιμή μεν, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν φτάνει τη φωτεινότητα που υπόσχεται η εταιρεία.
Μοναδικό πρόβλημα, τα Mini-LED έχουν κάποιες ατέλειες και παρουσιάζουν “blooming” σε σκοτεινές σκηνές, για παράδειγμα τα γράμματα των υποτίτλων πάνω από μαύρο φόντο εμφανίζουν φωτισμό τριγύρω κι αυτό αποσπάει την προσοχή, χαλώντας την ομοιομορφία της εικόνας ενώ φυσικά μπορεί και σε επαγγελματική χρήση να αποδειχθεί ενοχλητικό. Παρόλα αυτά, τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματα και οι «θυσίες» που γίνονται ελάχιστες καθώς δεν υπάρχει ο κίνδυνος του burn-in και η φωτεινότητα φτάνει σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με μια οθόνη OLED.
Και κάτι ακόμα που θα παρατηρηθεί εύκολα (μάλλον όχι για καλό) είναι το περίφημο notch που στεγάζει τη webcam. Τα καλά νέα είναι πως η κάμερα είναι αναβαθμισμένη (επιτέλους) σε 1080p, με βελτιωμένη ευκρίνεια και συνολική ποιότητα εικόνας και σε όποιες κλήσεις πραγματοποιήσαμε μας άφησε ικανοποιημένους, αρκεί φυσικά να είχαμε φωτισμό κοντά στο πρόσωπο γιατί δεν μπορεί να κάνει θαύματα στο σκοτάδι. Τα καλά νέα σταματούν εκεί όμως, καθώς το notch περισσότερο εμποδίζει παρά βοηθάει. Παρά το μέγεθός του και τις αναβαθμίσεις της κάμερας, ακόμη δεν υποστηρίζεται Face ID οπότε η είσοδος γίνεται μονάχα με PIN ή δακτυλικό αποτύπωμα. Όσον αφορά στην οθόνη, δεν κερδίζει ιδιαίτερο χώρο και φαίνεται παράταιρο, ενώ στη χρήση αποδεικνύεται προβληματικό.
Ο κέρσορας πηγαίνει πίσω από το notch και άλλες φορές ακολουθεί την περίμετρο του, αν η μπάρα είναι γεμάτη επιλογές τότε μερικές θα πάνε κάτω από το notch και γενικότερα, η ενσωμάτωσή του δε δίνει την εικόνα του αψεγάδιαστου που συνήθως χαρακτηρίζει τα προϊόντα της εταιρείας.
Συμπληρωματικά στην οθόνη είναι τα έξι ηχεία που υποστηρίζουν Dolby Atmos, φτάνοντας πολύ ψηλά σε ένταση χωρίς να χάνουν σε ποιότητα και καθαρότητα ήχου, αλλά το μπάσο τους είναι εξίσου εντυπωσιακό για ένα τόσο μικρό laptop. Άνετα μπορούν να «γεμίσουν» ένα διαμέρισμα με μουσική, είναι παραπάνω από αρκετά για ταινίες και φυσικά, για οποιαδήποτε άλλη χρήση.
Το πληκτρολόγιο, με μαύρα πλήκτρα και μαύρη επένδυση σε όλη την επιφάνεια που καλύπτει, είναι απολαυστικό στη χρήση και όσοι χρησιμοποιούν Magic Keyboard ή κάποιο πρόσφατο MacBook Pro θα το βρουν γνώριμο, όπως και το (άνετου μεγέθους) trackpad. Όσοι είναι… λίγο παρατηρητικοί θα δουν άμεσα πως το Touch Bar αφαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε από πλήρους μεγέθους Function Keys, κάνοντας το πληκτρολόγιο πραγματικά άνετο και βολικό πλέον ενώ τα μοντέλα με Touch Bar υπέφεραν – ακόμη και το Esc ήταν πλήκτρο αφής, για κάποιο λόγο. Στην επάνω δεξιά γωνία βρίσκεται το πλήκτρο ενεργοποίησης που συνδυάζεται με Touch ID για ασφάλεια, και στην επιφάνεια του πλήκτρου βρίσκεται ένα δαχτυλίδι που καθοδηγεί το δάκτυλο για τη χρήση του Touch ID.
Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις
Τα φετινά MacBook Pro φέρουν νέους επεξεργαστές, αναβαθμισμένες εκδόσεις του Apple Silicon M1 που πρώτη φορά είδαμε πέρυσι σε MacBook Air κι όχι μόνο. Φαίνεται πως η αναμονή άξιζε, καθώς οι δοκιμές που κάναμε στο μηχάνημα που παραλάβαμε (16GB RAM, 512GB SSD, M1 Pro 8 Cores CPU/14-core GPU) έφεραν άκρως εντυπωσιακά αποτελέσματα. Αρχικά, το MacBook Pro 14” διατίθεται με οκταπύρηνο ή δεκαπύρηνο M1 Pro, 14πύρηνο ή 16πύρηνο GPU, M1 Max με δεκαπύρηνο CPU και 24πύρηνο GPU ή δεκαπύρηνο M1 Max με 32πύρηνο GPU. Παράλληλα, προσφέρονται συνδυασμοί με 16GB, 32GB ή 64GB RAM και 512GB, 1TB, 2TB, 4GB ή 8TB SSD. Πάρα πολλές επιλογές, με το κόστος να «σκαρφαλώνει» αντίστοιχα (υπερβολικά σε κάποιες περιπτώσεις), όπως και οι επιδόσεις.
Ρίξτε μια ματιά στο βίντεο που συνοδεύει την παρουσίαση όχι μόνο για να δείτε τις επιδόσεις του μοντέλου που είχαμε στη διάθεσή μας αλλά κυρίως για τις διαφορές με τα προηγούμενα μοντέλα της εταιρείας τα οποία βασίζονται σε επεξεργαστή Intel, με τις διαφορές ανά περιπτώσεις να είναι εντυπωσιακές. Έκπληξη μας προκάλεσε το γεγονός ότι είτε χρησιμοποιώντας το φορτιστή και μια πρίζα είτε δοκιμάζοντας απευθείας από τη μπαταρία, τα αποτελέσματα παρέμειναν ίδια κι έτσι όποιος θέλει ευελιξία στην εργασία του χωρίς πτώσεις σε απόδοση, σίγουρα θα μείνει ικανοποιημένος. Δεν καταφέραμε να φτάσουμε τον M1 στα όριά του, παρά τις προσπάθειες μας τόσο μέσα από video editing με τροφοδοσία από μπαταρία ή μέσα από παράλληλη χρήση εφαρμογών κι ένα «φορτωμένο» browser με 20+ καρτέλες.
Ο SSD που χρησιμοποιείται προσφέρει ταχύτητες read/write μεγαλύτερες των 5000MB/s, ταχύτητες ακόμη και υπερδιπλάσιες συγκριτικά με του ανταγωνισμού. Ένα ακόμη θετικό σε κάθε δοκιμή ήταν οι ανεμιστήρες, οι οποίοι δύσκολα γίνονταν αντιληπτοί μιας και σπάνια ενεργοποιούνταν στην υψηλότερη σκάλα τους – ακόμη και κατά τη διάρκεια των benchmarks. Ο χρήστης δεν έχει να ανησυχεί για οτιδήποτε αφού Το SoC της Apple -μάλιστα στα 5nm όταν η AMD είναι στα 7nm και η Intel στον κόσμο της)- ήταν σοφή κίνηση για την εταιρεία όπως όλα δείχνουν και από άποψης επιδόσεων δύσκολα θα βρεθεί κάποιος με παράπονα.
Εκτός αν είναι gamer, οπότε τα πράγματα αλλάζουν κάπως. Σε παιχνίδια όπως το Rise of the Tomb Raider και Metro Exodus, σε ανάλυση FHD και ρυθμίσεις γραφικών στο Medium έπαιζαν σταθερά λίγο πάνω από τα 30fps και λιγότερο απαιτητικά παιχνίδια, όπως το League of Legends, έπαιζαν πιο άνετα – δηλαδή με υψηλότερες ρυθμίσεις γραφικών και τουλάχιστον διπλάσιο αριθμό καρέ. Μια τίμια σύγκριση θα ήταν με μονάδες γραφικών όπως η Iris Xe ή παρόμοιες λύσεις για laptops, οι οποίες δεν ενδείκνυνται για παιχνίδια αλλά με κάποιους (αρκετούς) περιορισμούς μπορούν να τα βγάλουν πέρα.
Η Apple υπόσχεται μπαταρία που κρατάει έως και 17 ώρες, με την πραγματικότητα να μην απέχει και πολύ. Σε μια τυπική ημέρα γραφείου, όπου χρησιμοποιήθηκε οτιδήποτε από browser μέχρι Photoshop, η μπαταρία άντεξε τουλάχιστον 10 ώρες με κορυφαίο σημείο τις 12 ώρες – χαμηλότερο από αυτό που υπόσχεται η εταιρεία αλλά σε καμιά περίπτωση άσχημο νούμερο. Με εργασίες που περιλάμβαναν επεξεργασία βίντεο, η μπαταρία έπεφτε κατακόρυφα (φτάνοντας ακόμη και τις μισές ώρες) και με παιχνίδι μετά βίας ξεπερνούσε τη μιάμιση ώρα στην καλύτερη περίπτωση.
Ο φορτιστής MagSafe 3, πέραν της ασφάλειας που παρέχει ως μαγνητικός (και πρακτικά σχεδόν αδύνατο να σπάσει το βύσμα μέσα αν τραβηχτεί απότομα) παρέχει ταχεία φόρτιση 67W που μπορεί να φτάσει το 50% σε μισή ώρα και ολοκληρώνει μια πλήρη φόρτιση μέσα σε λιγότερο από 2 ώρες. Μπορεί να φορτίσει και μέσω USB-C με φορτιστές έως 100W ενώ το μοντέλο 16” υποστηρίζει φορτιστές έως και 140W, αν το καλώδιο MagSafe συνδεθεί σε αντίστοιχης ισχύος φορτιστή USB-C. Ωστόσο, παρότι φορτίζει πολύ γρήγορα δεν υπάρχει κάποια ένδειξη που να ξεκαθαρίζει πως γίνεται ταχεία φόρτιση. Έχοντας ως δεδομένο ότι το MagSafe 3 παρέχει ταχεία φόρτιση και δεδομένου ότι μπορεί να φορτίσει και μέσω USB-C, δεν υπάρχει εύκολος τρόπος ο χρήστης να γνωρίζει αν ο φορτιστής και το καλώδιο USB-C που σύνδεσε παρέχουν γρήγορη φόρτιση ή όχι.
Τα MacBook Pro του 2021 έρχονται με το νέο macOS Monterey, τη νεότερη έκδοση λειτουργικού που προσθέτει πράγματα χωρίς να αλλάζει δραστικά στο σύνολό του. Προσφέρει χρήσιμες αναβαθμίσεις σε FaceTime και Safari, επιτρέποντας την κοινή παρακολούθηση περιεχομένου από πολλούς χρήστες μέσω FaceTime όπως και Tab Groups για τον Safari browser. Το Universal Control επιτρέπει κοινή χρήση ενός περιφερειακού, όπως πληκτρολόγιο ή ποντίκι, ανάμεσα σε δύο συσκευές Mac και iPad και κάποιες άλλες προσθήκες (όπως το Portrait Mode στο FaceTime) παρέχονται αποκλειστικά για μοντέλα με M1.
Γενικά, δεν αλλάζει κάτι δραστικά συγκριτικά με το Big Sur οπότε όσοι το συνήθισαν δεν θα αλλάξουν εντελώς περιβάλλον και οι προσθήκες είναι κατά κύριο λόγο χρήσιμες για όσους χρησιμοποιούν τα εργαλεία που αφορούν, ειδάλλως πιθανότατα θα περάσουν απαρατήρητες – για παράδειγμα, ο Safari δεν είναι βασικός μας browser και οι αλλαγές που έγιναν δεν κατάφεραν να μας αλλάξουν «στρατόπεδο». Ο όγκος των αλλαγών αφορά την εποχή της πανδημίας όπου ζούμε, εστιάζοντας στις κάμερες, την επικοινωνία και τις σχετικές εφαρμογές.
Συμπέρασμα
Με το MacBook Pro του 2021, η Apple διορθώνει πολλά από τα κακώς κείμενα του πρόσφατου παρελθόντος. Θύρες, κάμερα, πληκτρολόγιο και MagSafe είναι τα κυριότερα προβλήματα που αρκετοί είχαν με τα τελευταία μοντέλα, τα οποία σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διορθώνονται φέτος και πέραν αυτών, η παρουσία του M1 είναι καταλυτική: επιδόσεις και αυτονομία συνδυάζονται με άψογο τρόπο που θα βολέψει την πλειοψηφία των χρηστών.
Μερικά «στραβοπατήματα», όπως το notch, η ανεξήγητη έλλειψη Face ID, μερικές «τρύπες» στο λογισμικό όσον αφορά το notch (οι οποίες πιθανότατα θα κλείσουν γρήγορα), η μέτρια απόδοση σε games και η εξαιρετικά υψηλή τιμή είναι αυτά που χαλούν τη μαγεία αλλά σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μια εξαιρετική πρόταση για επαγγελματίες κι όχι μόνο οι οποίοι θέλουν να επενδύσουν σε ένα κορυφαίων προδιαγραφών laptop που θα τους συνοδεύει για χρόνια.
- 2