Μας άρεσε
- Φοβερές επιδόσεις
- Πανέμορφο form factor
- Αυτονομία
Δεν μας άρεσε
- Έλλειψη θυρών
- Ποιότητα Webcam
Το νέο MacBook Air αλλάζει σελίδα για την Apple, με την εταιρεία να κάνει τη μετάβαση σε επεξεργαστές δικής της κατασκευής οι οποίοι βασίζονται στην ARM αρχιτεκτονική, αφήνοντας πίσω της την εποχή Intel.
Είναι δεδομένο ότι μια τέτοια αλλαγή φέρνει τεράστιες αλλαγές που αλλάζουν δραστικά πολλά πράγματα που ο χρήστης, εύκολα ή δύσκολα, θα αντιληφθεί. Κρατώντας το design του MacBook Air που κυκλοφόρησε νωρίτερα μέσα στο 2020, το πλήθος των αλλαγών δεν είναι σε εξωτερικό αλλά σε εσωτερικό επίπεδο, οπότε ας εξερευνήσουμε όσα έχει να προσφέρει το ολοκαίνουριο laptop της Apple και ένα από τα καλύτερα που δοκιμάσαμε χωρίς αμφιβολία αυτή τη χρονιά.
Σχεδιασμός – Οθόνη
Το μεταλλικό σασί που έχει γίνει συνώνυμο με τα MacBook παραμένει, δίνοντάς μας το λεπτότερο και ελαφρύτερο laptop της Apple έως σήμερα. Στα χέρια μας έφτασε η έκδοση 13.3”, με πλάτος 30.4cm και βάθος 21.2cm, ενώ όταν είναι κλειστό, το ύψος του δεν ξεπερνά τα 1.6cm με το βάρος να ανέρχεται στα 1.29kg. Πρακτικά, είναι «πούπουλο» και η έκδοση 13” αρκετά ευέλικτη για να την έχει κανείς μαζί του οπουδήποτε, προσφέροντας μια καλή ισορροπία μεταξύ μεγέθους οθόνης και φορητότητας.
Ως προς το πληκτρολόγιο, η Apple προτίμησε το Magic Keyboard, που πλέον αντικατέστησε το διαβόητα «δύσκολο» ας το πούμε, Βutterfly Κeyboard. Στην πράξη, αυτό σημαίνει πως είναι απείρως πιο άνετο από τα περυσινά μοντέλα και κάποια λίγο προηγούμενά τους, με αρκετό κενό ανάμεσα σε κάθε πλήκτρο και κυρίως, αρκετό ύψος σε κάθε πλήκτρο ώστε να νιώθει κανείς πως το πατάει. Το νούμερο ένα πρόβλημα με το Butterfly ήταν πως λόγω της ευαισθησίας και του χαμηλού ύψους, ένα άγγιγμα μπορούσε να οδηγήσει σε λάθη, πραγματικός εφιάλτης για οποιονδήποτε γράφει πολύ. Σίγουρα υπάρχει περιθώριο βελτίωσης και στο Magic, όμως όταν δεν υπάρχει κάτι εξώφθαλμα αρνητικό σε ένα πληκτρολόγιο, συνήθως τότε κρίνεται βάσει των υποκειμενικών κριτηρίων του καθενός. Στην επάνω δεξιά πλευρά του πληκτρολογίου βρίσκεται ο αναγνώστης δακτυλικού αποτυπώματος, το οποίο είναι αρκετά βολικό και ασφαλές, γρηγορότερο από το να γράφει κάποιος τον κωδικό του. Τέλος, το πληκτρολόγιο είναι φωτιζόμενο και η ένταση της φωτεινότητας ρυθμίζεται.
Κάτω από το πληκτρολόγιο βρίσκεται το trackpad που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του ελεύθερου χώρου, κάτι που δεν μπορούμε να πούμε ότι δε βολεύει, τουλάχιστον για κάποιον με όχι και τόσο μεγάλα δάχτυλα. Το Force Touch περιλαμβάνεται επίσης, προσφέροντας περισσότερες επιλογές σε κάποιες εφαρμογές όταν ο χρήστης το πατάει με περισσότερη δύναμη.
Στα πλάγια του πληκτρολογίου βρίσκεται ένα ηχείο σε έκαστη μεριά, προσφέροντας δυνατό και καθαρό ήχο ειδικά σε τραγούδια δίχως έντονο μπάσο. Προφανώς, ένα τόσο λεπτό laptop δεν προσφέρει την καλύτερη απόδοση στα βαθιά μπάσα όμως σε καμιά περίπτωση δεν απογοήτευσε, είτε επρόκειτο για μουσική είτε για ταινίες με εκρήξεις, ας πούμε. Δεδομένου του μεγέθους και του βάρους του, τα ηχεία αποδίδουν πιο ποιοτικό ήχο από όσο περιμέναμε.
Το πολύ λεπτό και λιτό του σχήμα, όμως, έχει αντίκτυπο στις θύρες. Διαθέτει μόλις 2 θύρες Thunderbolt/USB 4 και μια θύρα ακουστικών, το οποίο περιορίζει εξαιρετικά τα πράγματα. Αν το laptop είναι στη φόρτιση και θέλει κάποιος να το συνδέσει με μια δεύτερη οθόνη και έναν σκληρό δίσκο, θα πρέπει να κάνει αλχημείες με κλασσικούς αντάπτορες είτε στο MacBook Air είτε στην οθόνη, αν αυτή διαθέτει ανάλογες θύρες USB. Δεδομένου ότι μιλάμε για φορητό υπολογιστή, είναι λίγο κόντρα στη λογική του το να απαιτούνται αντάπτορες για διάφορα απλά πράγματα – από ένα USB stick έως μια έξοδο HDMI – καθώς κάποιος που είναι διαρκώς στο πόδι και ήδη κουβαλάει τα περιφερειακά, θα πρέπει να έχει και τους αντίστοιχους αντάπτορες πάντοτε μαζί ή ένα hub που να τα συνδυάζει όλα.
Όσον αφορά την την οθόνη, η διαγώνιός αυτής είναι 13.3” και η ανάλυσή της ορίζεται στα 2560x1660. Εκεί που διαφέρει (και φαίνεται) από τα προηγούμενα MacBook Air του 2020 είναι τα χρώματα, τα οποία είναι πιο ζωντανά. Αυτό οφείλεται στην υποστήριξη P3 color gamut, που γίνεται εφικτό χάρη στον επεξεργαστή M1 – για τον οποίο θα επεκταθούμε αργότερα. Με φωτεινότητα στα 400 nits σε συνδυασμό με την τεχνολογία True Tone που προσαρμόζει την οθόνη βάσει του φωτισμού στον χώρο, δεν αντιμετωπίσαμε πρόβλημα ούτε στην ανάγνωση κειμένου ούτε στην παρακολούθηση βίντεο σε εξωτερικό χώρο. Όπως πάντοτε, η οθόνη είναι απολαυστική τόσο για έναν επαγγελματία όσο και για όποιον θέλει απλά να δει μια ταινία. Το μοναδικό που ίσως είναι καιρός να αλλάξει, είναι τα bezels, τα οποία δεν είναι μεγάλα όμως θα μπορούσαν να είναι μικρότερα.
Στο bezel της επάνω μεριάς βρίσκεται η κάμερα, η οποία παραμένει σε ανάλυση 720p και παρότι βοηθάται λίγο από τον νέο επεξεργαστή και τις μεθόδους επεξεργασίας που επιτρέπει, δεν είναι αισθητή κάποια βελτίωση. Η εικόνα παραμένει λίγο θολή σε περιπτώσεις κακού φωτισμού, περιέχει θόρυβο σε σκοτεινά σημεία και όταν υπάρχει έντονο φως «καταπίνει» όσα αγγίζει. Μπορεί να κάνει τη δουλειά της για κάποιον χρήστη που θέλει, κυριολεκτικά, απλώς μια κάμερα για να τον βλέπουν όμως σίγουρα δεν προσφέρει πολλά περισσότερα από αυτό – το οποίο είναι κάπως απογοητευτικό δεδομένης της τιμής.
Μια αλλαγή που δεν απογοητεύει στο ελάχιστο βέβαια, είναι το fanless design που υιοθετεί η συσκευή. Όχι απλά δεν καταφέραμε να το φτάσουμε σε ανησυχητικά επίπεδα θερμοκρασίας, παρά την έλλειψη ανεμιστήρα, αλλά η ησυχία που αυτό συνεπάγεται είναι εξίσου ανεκτίμητο στοιχείο. Το να δουλεύει κανείς προγράμματα εξαγωγής βίντεο ας πούμε, που θεωρούνται «βαριά», και το laptop να παραμένει σε επίπεδα ψιθύρου όσον αφορά τον θόρυβο είναι σημαντικό για εκείνους που δουλεύουν ως αργά στο σπίτι και ο θόρυβος ενδεχομένως ενοχλήσει τα παιδιά, ενώ ακόμη και σε ένα γραφείο η «χορωδία» ανεμιστήρων ποτέ δεν είναι ωραία στο άκουσμα.
Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις
Το MacBook Air 13” που παραλάβαμε διέθετε το οκταπύρηνο M1 chip (με επταπύρηνη GPU), 8GB μνήμης RAM και 256GB SSD – υπάρχει επιλογή για αύξηση των RAM και SSD, όπως και των πυρήνων της GPU, κατά την αγορά του laptop.
Εδώ είναι που θα σταθούμε στο «ζουμί» του νέου MacBook Air: ο M1. Με αυτό το chip, που κατασκευάζει η ίδια η Apple, έγινε η μετάβαση σε ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο λειτουργίας για το σύστημα που όμως δεν γίνεται αντιληπτός από τον χρήστη (με την κακή έννοια). Ό,τι δούλευε πριν, θα δουλεύει και τώρα, είτε μέσω εφαρμογών φτιαγμένων για το νέο chip είτε μέσω του προγράμματος Rosetta 2 που τα κάνει να λειτουργούν μέσω εξομοίωσης. Τα περισσότερα, δημοφιλέστερα προγράμματα υποστηρίζονται και σταδιακά αυτό θα βελτιωθεί, με σκοπό να κάνουν ακόμη καλύτερη χρήση του νέου SoC.
Τα οφέλη του M1 είναι, κατά βάση, δύο: επιδόσεις και διαχείριση ενέργειας. Πριν λίγες γραμμές, αναφερθήκαμε στην προσπάθειά μας να πιέσουμε το μηχάνημα στα όριά του για να ζεσταθεί πολύ, κάτι που δεν έγινε. Αυτή η προσπάθεια περιελάμβανε browser με τουλάχιστον 15 καρτέλες ανοιχτές (με περιεχόμενο κάθε είδους, από YouTube έως mails), παράλληλα με ανοιχτό το Adobe Premiere Pro για επεξεργασία βίντεο. Μάλιστα, το Adobe Premiere Pro που έτρεχε μέσω του Rosetta 2 (άρα όχι φτιαγμένο για M1), λειτουργούσε γρηγορότερα σε κάποια projects απ' ότι στον παραδοσιακό υπολογιστή με Intel και x86 αρχιτεκτονική όπου βασίζεται άλλωστε η δημιουργία του!
Με διαρκές video rendering – παράλληλα με όσα γίνονταν σε πιο απλό επίπεδο- δεν εντοπίστηκε ίχνος κολλήματος και η θερμοκρασία ανέβηκε ελάχιστα, σε σημείο που το σασί ήταν απλώς θερμό στο άγγιγμα. Είναι απίθανο το γεγονός ότι καταφέρνει να τρέχει εξίσου καλά εφαρμογές «ραμμένες» στα μέτρα του M1 τόσο όσο και εφαρμογές που τρέχουν μέσω του Rosetta 2. Παρόμοια, εντυπωσιακά αποτελέσματα δείχνουν και τα διάφορα benchmarks που τρέξαμε στο μηχάνημα, τα οποία επιβεβαιώνουν το πόσο ψηλά βρίσκεται ο πήχης των επιδόσεων, όμως το σημαντικότερο είναι πως σε πραγματικές συνθήκες – και όχι σε benchmarks – η εμπειρία ήταν, απλά, αψεγάδιαστη. Ειδικά η σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη γενιά του MacBook Air, γέρνει τον πήχυ για τα καλά υπέρ του νέου μοντέλου, με τις διαφορές στις επιδόσεις να είναι εξωπραγματικές, οι μεγαλύτερες που έχουμε δει σε gadget από γενιά σε γενιά.
Η γενική αίσθηση που αφήνει είναι ότι για τον μέσο χρήστη που ενίοτε επιχειρεί κάτι πολύ «βαρύ», το MacBook Air θα υπερκαλύψει τις ανάγκες του. Ενδεχομένως, αν φτάσει στα όριά του να επηρεαστεί σε ένα βαθμό από την έλλειψη ανεμιστήρα, όμως ο χρήστης που θα το καταφέρει αυτό έχει πάντοτε την επιλογή του MacBook Pro – και πιθανότατα πρόκειται για επαγγελματία που ούτως ή άλλως δεν καλυπτόταν, μέχρι πρότινος, από τη σειρά Air οπότε δεν θα ήταν η πρώτη του επιλογή.
Ακόμη και σε κάποια παιχνίδια, κάτι που δύσκολα συνδυάζει κανείς με ένα Mac, τα αποτελέσματα δεν διαφέρουν πολύ από προηγούμενα MacBook Air με Intel. Δημοφιλή παιχνίδια που δοκιμάσαμε, όπως League of Legends, DOTA 2, CS:GO, Rocket League και World of Warcraft, τρέχουν σε 60fps με τις περισσότερες ρυθμίσεις γραφικών στις υψηλότερες τιμές τους, με κάποιες μικρές πτώσεις σε καρέ όταν η δράση γινόταν έντονη. Φυσικά, μειώνοντας λίγο κάποιες τιμές γραφικών ή την ανάλυση, τα όποια μικροπροβλήματα εξαλείφθηκαν, ενώ πρέπει να έχουμε κατά νου πως έτρεχαν μέσω emulation (Rosetta 2).
Πέραν της απόδοσης, το άλλο εξαιρετικά θετικό κομμάτι είναι η αυτονομία. Το MacBook Air με ευκολία ξεπέρασε τις 7-8 ώρες πραγματικής δουλειάς, που σημαίνει διαρκές άνοιγμα-κλείσιμο προγραμμάτων, διαρκώς σε χρήση και κανένα περιθώριο «ανάσας». Η Apple υπόσχεται 15 ώρες ασύρματης λειτουργίας με browsing και 18 με παρακολούθηση βίντεο μέσω του Apple TV, όμως με τις δοκιμές μας, δεν φτάσαμε πάνω από 10 ώρες σε πραγματικές συνθήκες χρήσης. Βέβαια, δεν σημαίνει πως το νούμερο είναι χαμηλό και δη όταν αναλογιστεί κανείς ότι το laptop παρέμεινε κρύο, ταχύτατο και αθόρυβο για όλες αυτές τις ώρες. Και πάλι δεν είναι υπερβολή να αναφέρουμε ότι με συντηρητική χρήση, η αυτονομία του επεκτείνεται πέρα της 1 ημέρας.
Από το εργοστάσιο, το MacBook Air έρχεται με το macOS Big Sur εγκατεστημένο, την νεότερη αναβάθμιση του λογισμικού της Apple. Για όσους έχουν χρησιμοποιήσει ξανά ένα MacBook, οι αλλαγές δεν είναι δραματικές. Με λίγα λόγια, δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία παραμετροποίησης σε κάποια πράγματα όπως ο Safari browser, ενώ υιοθετεί κάποια στοιχεία που εντοπίζονται σε iOS – συγκεκριμένα, το Control Center κάτω από το οποίο στεγάζονται οι ρυθμίσεις Wi-Fi, Bluetooth και τα συναφή για εύκολη πρόσβαση. Είναι εύχρηστο για τους μυημένους και ίσως παιδέψει λίγο τους αμύητους, όμως είναι κυρίως θέμα προτίμησης για τον μέσο χρήστη και σε πιο προχωρημένο επίπεδο, θέμα ελευθερίας και συμβατότητας, το αν θα αφήσει κάποιος πίσω του τα Windows.
Η M1 εποχή φέρνει και υποστήριξη iOS εφαρμογών και παιχνιδιών μέσω του App Store, φτάνει ο δημιουργός να έχει κάνει μια μικρή αλλαγή στη δημιουργία του προκειμένου να εμφανιστεί στο διαδικτυακό κατάστημα της Apple. Όσο εντυπωσιακό και αν ακούγεται κάτι τέτοιο από τη στιγμή που τα Mac έχουν στη διάθεσή τους από σήμερα σε εκατομμύρια εφαρμογές και παιχνίδια, τόσο πιο αδιάφορο ήταν στη δική μας καθημερινότητα αφού στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η εμπειρία του browser σε επίπεδο εφαρμογών ήταν πάντα αυτή που προτιμούσαμε.
Συμπέρασμα
Η μετάβαση σε M1 έγινε όχι απλά αναίμακτα, αλλά τα αποτελέσματα εντυπωσιάζουν σε κάθε ευκαιρία. Πρόκειται για ένα ταχύτατο laptop που κάνει εξαιρετικά καλή διαχείριση μπαταρίας και θερμότητας, κάνοντάς το ιδανική επιλογή για όποιον βρίσκεται στο ψάξιμο – και μπορεί να διαθέσει τόσα χρήματα. Για έναν χρήστη που έχει ήδη ένα παλιότερο MacBook και θέλει να αναβαθμίσει, είναι ίσως η ευκολότερη πρόταση που θα μπορούσε να βρει. Το τρίπτυχο απόδοσης, αυτονομίας και θερμότητας/ησυχίας (πηγαίνουν μαζί, λόγω της έλλειψης fan) που προσφέρει το MacBook Air είναι απλώς ασυναγώνιστη πρόταση.
Μελανό σημείο είναι η έλλειψη θυρών που συνεπάγεται μια αρμάδα από αντάπτορες για όποιον θέλει κάτι περισσότερο από το laptop, χωρίς να σημαίνει πως αυτό το «περισσότερο» είναι απαραίτητα επαγγελματική ανάγκη. Ένας αναγνώστης καρτών ή μια έξοδος HDMI δεν είναι ασυνήθιστες ανάγκες. Επιπλέον, καθότι σχετικά μικρό (13.3”), η οθόνη είναι ήδη μικρότερη από το συνηθισμένο μέγεθος (15.6”) και τα bezels δεν βοηθούν ιδιαίτερα την κατάσταση. Τέλος, η webcam είναι απορίας άξιο πώς παραμένει τόσο βασική σε ένα premium laptop που, σε μεγάλο βαθμό, απευθύνεται σε επαγγελματίες οι οποίοι -δεδομένης και της κατάστασης με την πανδημία- στηρίζονται σε βιντεοκλήσεις.
- 5
- 2
- 1