Η HP ανανέωσε τη σειρά ZBook με το HP ZBook Firefly G7, ένα ultrabook workstation διαθέσιμο σε 2 μεγέθη: 14” και 15.6”. Το «14άρι» laptop βρέθηκε στα χέρια μας και περάσαμε κάποιο διάστημα μαζί του, αρκετό ώστε να δούμε τι μπορεί να προσφέρει και κυρίως κατά πόσο ευσταθεί ο ισχυρισμός περί mobile workstation που συνδοδεύει το συγκεκριμένο μοντέλο.
Σχεδιασμός
Το πρώτο που σίγουρα θα παρατηρήσουν όσοι θυμούνται το ZBook G6, είναι η τεράστια διαφορά στην εμφάνιση. Με διαστάσεις 32.3 x 21.46 x 1.795cm, βάρος μόλις 1.34 κιλά, λόγο οθόνης προς σώμα 84% και δίχως θυσίες στη λειτουργικότητα, το Firefly G7 είναι ελαφρύτερο, με μικρότερα bezels και γενικώς πιο «μαζεμένο» σχεδιασμό πραγματικά σε κάθε σπιθαμή του, διατηρώντας πρακτικά το ίδιο πάχος (κλειστό).
Με σώμα κατά βάση αλουμινίου, και πλαστικά μέρη μόνο στο πλαίσιο της οθόνης και το πληκτρολόγιο (όπως και κάποια εσωτερικά μέρη), είναι μια στιβαρή κατασκευή που δίνει την αίσθηση της αντοχής και της ασφάλειας για καθημερινή χρήση και μεταφορά. Η οθόνη ανοίγει σε γωνία 165 μοιρών, ενώ πολλά παρόμοιου τύπου laptops φτάνουν τις 180, όμως προσωπικά ποτέ δεν έτυχε να το αξιοποιήσω – αξίζει να σημειωθεί για κάποιον που το χρειάζεται. Στην κορυφή της οθόνης και ακριβώς στο κέντρο του πλαισίου, βρίσκεται μια webcam ανάλυσης 720p με κλείστρο για να κρύβεται πλήρως τον φακό όταν δεν τη χρησιμοποιείτε.
Στο εν λόγω σώμα, υπάρχει πληθώρα θυρών για να καλύψει αρκετές ανάγκες, όντας business laptop. Δύο θύρες USB-C με Thunderbolt 3, μία θύρα HDMI 1.4b, δύο θύρες USB 3.1 (Gen 1), μία θύρα ακουστικών/μικροφώνου, μία είσοδος SmartCard και θέση για κλειδαριά Kensington – φυσικά, και μια θύρα για τον φορτιστή. Ίσως παρατηρήσατε πως λείπουν μια θύρα Ethernet και η docking port που υπάρχουν στο G6, οπότε αν χρησιμοποιείτε τακτικά ενσύρματη σύνδεση δικτύου, θα πρέπει να υπολογίζετε και σε έναν αντάπτορα. Για την ασύρματη σύνδεση σε δίκτυα, χρησιμοποιείται ένας Intel Wireless AX201 με αρκετά υψηλό ρυθμό μεταφοράς δεδομένων, αλλά βεβαίως, χρειάζεται τον αντίστοιχο εξοπλισμό (Wi-Fi 6) για να αξιοποιηθεί πλήρως. Επιπλέον, ενσωματώνει Bluetooth 5.0 για απευθείας σύνδεση με περιφερειακά και όχι μόνο.
Για τους λάτρεις της ησυχίας και της γρήγορης δακτυλογράφησης, τα νέα είναι θετικά. Το chiclet πληκτρολόγιο είναι «πρακτικά» αθόρυβο (σε συνθήκες μικρού γραφείου) και διαθέτει ρυθμιζόμενο φωτισμό και άνετο μέγεθος, δίχως όμως την συμπερίληψη numpad. Κάτω από το πληκτρολόγιο, βρίσκεται ένα εξίσου άνετο touchpad με διακριτά πλήκτρα ενώ για χρήση σε περιορισμένους χώρους (ή απλά, προτίμησης) περιλαμβάνεται pointstick περίπου στο κέντρο του πληκτρολογίου.
Στα πλάγιά του, τοποθετούνται από ένα ηχείο σε κάθε μεριά για στερεοφωνικό ήχο, με την Bang & Olufsen να έχει συνεισφέρει με την εξειδίκευσή της στο κομμάτι. Ο ήχος που βγαίνει είναι αρκετά ισορροπημένος δίχως εμφανείς αδυναμίες και εξυπηρετεί άψογα τον σκοπό του για τις περισσότερες επαγγελματικές χρήσεις που προορίζεται, δίχως να παραβλέπονται οι πιο χαλαρές στιγμές που αναμφίβολα θα υπάρξουν – όπως η παρακολούθηση μιας ταινίας.
Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις
Μιας και αναφερθήκαμε στην οθόνη, ας... κλείσουμε με τα δικά της προτού προχωρήσουμε στα ενδότερα. Το μηχάνημα που λάβαμε διαθέτει LCD IPS οθόνη ανάλυσης Full HD, όμως υπάρχει η δυνατότητα αγοράς με πάνελ που αποδίδει σε 4K. Είναι μη ανακλαστική, με (σχετικά χαμηλή) φωτεινότητα στα 250 nits και ακρίβεια χρώματος 45% NTSC. Αποδίδει πολύ όμορφα τα χρώματα, με μπόλικη ζωντάνια και εξαιρετική αντίθεση δίχως να απογοητεύει στα σκοτεινά σημεία της εικόνας – σημειωτέον πως τα nits μπορούν να αγγίξουν μέχρι και τα 550 αν επιλέξετε ένα ανώτερο πάνελ κατά την αγορά.
Σε πιο φωτεινά περιβάλλοντα, κυρίως σε εξωτερικούς χώρους, υπήρξε δυσκολία στην ανάγνωση της οθόνης οπότε αν χρειάζεται να το χρησιμοποιείτε τακτικά εκτός γραφείου ή σπιτιού, θα ήταν καλή σκέψη να επενδύσετε για μια από τις ανώτερες επιλογές σε οθόνη. Επιπλέον, αν δουλεύετε δίχως την ευκολία του Wi-Fi, είναι δυνατόν (με επιπλέον χρέωση) το laptop να διαθέτει είσοδο κάρτας Nano SIM με υποστήριξη LTE.
Η σειρά ZBook Firefly G7, ανεξαρτήτως μοντέλου (14” ή 15.6”), χρησιμοποιεί επεξεργαστές Intel 10ης γενιάς “Comet Lake”, συνδυάζοντάς τους με επεκτάσιμη μνήμη RAM DDR4, αποθηκευτική μονάδα PCIe NVMe SSD και μονάδα γραφικών Nvidia Quadro P520 (4GB GDDR5) – υπάρχει πληθώρα επιλογών για διάφορα μέρη του laptop. Στη δική μας περίπτωση, το μηχάνημα που παραλάβαμε ενσωμάτωνε τον επεξεργαστή Intel Core i5-10310U, με 1TB SSD και διέθετε 16 μνήμης RAM DDR4, η οποία είναι επεκτάσιμη έως 64GB χάρη στα δύο slots που διατίθενται.
Στις δικές μας δοκιμές, που κινήθηκαν γύρω από εφαρμογές γραφείου (π.χ. Excel και την ευρύτερη σουίτα Office), «φορτωμένους» browsers και επεξεργασία εικόνων (PhotoShop) και βίντεο (Premiere Pro), το laptop ανταποκρίθηκε από πολύ καλά έως όχι πολύ καλά. Όσον αφορούσε τις εφαρμογές γραφείου και την καθημερινότητα, λειτουργούσε αστραπιαία και δίχως προβλήματα, όπως και στην επεξεργασία εικόνων και εν μέρει, βίντεο. Παρόλα αυτά, σε πιο «βαριές» δοκιμές (όπως επεξεργασία και rendering σε 4K βίντεο), η απόδοση είδε αισθητή πτώση. Δεν καταφέραμε να το δοκιμάσουμε σε 3D editing ή αρχιτεκτονικά προγράμματα, όμως είναι σαφές πως όσο αυξάνεται το βάρος στα γραφικά, μειώνεται η απόδοση.
Αυτό φαίνεται να οφείλεται σε δύο πράγματα. Παρότι ο Core i5 10310U αποδίδει σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο για τις δικές μας ανάγκες, ίσως δεν ήταν η καλύτερη επιλογή βάσει benchmarks του CineBench, όπου φαίνεται η κυριαρχία των αντίστοιχων AMD Ryzen. Από την άλλη, η Quadro P520 GPU σε συνεργασία με την ενσωματωμένη Intel UHD Graphics 620, αποτελούν ένα πολύ βασικό συνδυασμό και δεν ενδείκνυνται για χρήση με προγράμματα που επικεντρώνονται σε τρισδιάστατα γραφικά.
Πιθανότατα, οι παραπάνω επιλογές έγιναν για να «ξεζουμιστεί» η μπαταρία και η απόδοσή της. Με τρία κελιά και χωρητικότητα 53Wh, φτάνει και περισσεύει για μια 8ωρη βάρδια που περιλαμβάνει δουλειά σε εφαρμογές γραφείου, αφήνοντας 1-2 ώρες «κάβα» κατά το κλείσιμο. Όταν επικεντρωθήκαμε στην επεξεργασία εικόνων και βίντεο, η πτώση ήταν περίπου στα μισά, όμως παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα. Αν χρειάζεστε άμεσα λίγο περισσότερο χρόνο χρήσης, το HP FastCharge (διαθέσιμο μόνο για φόρτιση μέσω θύρας USB-C) μπορεί να φτάσει την μπαταρία από το μηδέν στο 50% σε περίπου 30 λεπτά (δίχως χρήση).
Αυτό που παρατηρήθηκε σε κάθε στάδιο, βέβαια, είναι ο θόρυβος – ή καλύτερα, δεν παρατηρήθηκε. Ανεξαρτήτως του τι ήταν ανοιχτό και τι δουλειά γινόταν σε αυτό, το laptop παρέμενε σχετικά αθόρυβο σε σημείο που ο ήδη ανεπαίσθητος ήχος των πλήκτρων κάλυπτε τον θόρυβο του ανεμιστήρα. Βεβαίως, το να είναι αθόρυβο και να... «λιώνει» δεν είναι λύση, όμως και στο κομμάτι της ψύξης έχει γίνει εξαιρετική δουλειά καθώς σπάνια ανέβαινε σε αισθητό επίπεδο η θερμοκρασία και δεν παρέμενε για ώρα εκεί, καθώς ο ανεμιστήρας λειτουργούσε άριστα και αθόρυβα. Ένα άλλο κομμάτι που έχει να κάνει με θόρυβο είναι το τετραπλό μικρόφωνο, το οποίο συνεργατικά με αντίστοιχο λογισμικό της HP, λειτουργεί αρκετά καλά στην αφαίρεση θορύβου για περαιτέρω βοήθεια σε βιντεοκλήσεις – κάτι απαραίτητο για πολλούς, πλέον.
Τέλος, η HP προσφέρει εγγύηση έως και 3 χρόνια με έξτρα υπηρεσίες (όπως επισκευή στο χώρο σας) που χρεώνονται επιπλέον, οπότε καλό θα ήταν να ενημερωθείτε από την ίδια για τις ακριβείς παροχές της συμπεριλαμβανόμενης εγγύησης, προτού προχωρήσετε σε αγορά.
Συμπέρασμα
Το HP ZBook Firefly G7 είναι αναμφίβολα μια premium και εξαιρετική λύση για καθημερινή χρήση γραφείου, που θα τραβήξει περισσότερο τα βλέμματα όσων δεν διαχειρίζονται γραφικά ή εξαιρετικά βαριές εφαρμογές. Αυτό γιατί προσφέρει πολύ καλές επιδόσεις σε εφαρμογές γραφείου ή δουλειά μέσω browser, πολλές ώρες λειτουργίας και ευελιξία σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό του – από τις διαθέσιμες συνδέσεις έως το μέγεθός του – αρκεί να γνωρίζει κανείς τους περιορισμούς του.
Η έλλειψη θύρας Ethernet και ο συνδυασμός Intel “Comet Lake” με την Nvidia Quadro P520 ήταν τα πιο αξιοπερίεργα που σημειώσαμε και ενδεχομένως αποτελέσουν εμπόδιο για κάποιους, καθώς άλλες σειρές της HP διαθέτουν μοντέλα σε παρόμοια κλίμακα τιμής και καλύτερες (επιμέρους) επιδόσεις.
- 1