Μας άρεσε
- Άριστες επιδόσεις σε όλους τους τομείς, προσαρμόσιμες χάρη στο Armoury Crate
- Οθόνη που καλύπτει κάθε ανάγκη, για gaming και γραφικά έως ταινίες
- Δεν κάνει εκπτώσεις σε θύρες, webcam και ήχο, όπου συχνά υποφέρει ένα laptop
- Μικρό μέγεθος γι' αυτά που προσφέρει
Δεν μας άρεσε
- Η αυτονομία είναι το αδύναμο σημείο του
- Χρειάζεται μια μικρή βοήθεια στη διαχείριση θερμότητας
Η ASUS συνεχίζει την επέλασή της στον χώρο των φορητών υπολογιστών. Σειρά έχει το ανανεωμένο ASUS ROG Zephyrus G16 του 2024 σε διάφορες εκδόσεις και τιμές, το οποίο έκλεψε τις εντυπώσεις στη CES 2024 όταν και οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν πρώτη φορά. Η συγκεκριμένη σειρά διαθέτει ισχυρά χαρακτηριστικά, ανήκοντας στην οικογένεια των ROG, και τα Zephyrus ισορροπούν μεταξύ κομψότητας και δύναμης τόσο οπτικά όσο και πρακτικά. Είναι laptop που μπορεί να αντέξει gaming ή γραφιστικά, όμως διατηρεί λεπτό προφίλ και εύκολη φορητότητα. Έχοντας χρησιμοποιήσει για αρκετό διάστημα το ASUS ROG Zephyrus G16, παραθέτουμε τη γνώμη μας.
Σχεδιασμός – Οθόνες
Ξεκινάμε με το πάχος, μιας και είπαμε πως έχει λεπτό προφίλ, το οποίο φτάνει στα 17.4mm. Δεδομένων των χαρακτηριστικών του (π.χ. RTX 4090), είναι εντυπωσιακό πόσο λεπτό παραμένει, με τους μηχανικούς της εταιρείας να κάνουν θαύματα τόσο σ' αυτό το μοντέλο όσο και στο αδερφάκι του των 14". Ως 16άρι σε διαστάσεις οθόνης, φτάνει τα 35.4x24.6cm και μπορεί εύκολα να τοποθετηθεί σε τσάντα πλάτης. Το βάρος του αγγίζει σχεδόν τα 2 κιλά, οπότε ούτε είναι πούπουλο, ούτε ασήκωτο – η μεταφορά γενικώς είναι εύκολη υπόθεση.
Όσο για την εξωτερική του εμφάνιση, είναι ιδιαίτερη και τραβάει τα βλέμμα όμως όχι για τους συνήθεις λόγους που το κάνει ένα gaming laptop. Στο επάνω κάλυμμα θα βρούμε μια διαγώνια γραμμή στο κέντρο, στην οποία βρίσκονται μικρά LED που μπορούν να ανάβουν ρυθμικά είτε για ομορφιά, είτε συγχρονισμένα με λειτουργίες όπως οι ειδοποιήσεις. Μπορούν, βέβαια, και να απενεργοποιηθούν όμως δεν μας ενόχλησαν. Πέραν αυτών, στην κάτω αριστερή γωνία υπάρχει ένα λογότυπο ASUS ROG και κατά τα άλλα, το αλουμινένιο σώμα είναι καθαρό και όμορφο που δύσκολα θα καταλάβει κάποιος ότι μιλάμε για ένα από τα καλύτερα gaming laptop της αγοράς. Στα χέρια μας ήρθε η λευκή έκδοση (Platinum White) όμως κυκλοφορεί και σε πιο παραδοσιακό μεταλλικό γκρι.
Στη δεξιά πλευρά θα βρούμε μία θύρα USB 3.2 Gen2 Type-C που ντουμπλάρει ως DisplayPort 1.4 με G-Sync και φέρει USB PD 100W 3.0. Επιπλέον, θα βρούμε μια θύρα USB 3.2 Gen2 Type-A και έναν αναγνώστη καρτών SD. Στην αριστερή πλευρά βρίσκεται η υποδοχή του φορτιστή, οπότε οι θύρες USB μένουν ελεύθερες, μαζί με μία Thunderbolt 4/DP2.1 για iGPU και 100W PD 3.0. Βρίσκονται επίσης μια θύρα HDMI 2.1 FRL και μία κοινή θύρα ακουστικών/μικροφώνου. Ένα συχνό παράπονο που έχουμε σε σύγχρονα laptops σχετικά με τις θύρες, δεν υφίσταται εδώ, αφού πέραν της ξεχωριστής θύρας για τροφοδοσία υπάρχει και αναγνώστης καρτών – όλα καλοδεχούμενα.
Ανοίγοντας το laptop βλέπουμε εξίσου λιτό σχεδιασμό, με το πληκτρολόγιο κεντραρισμένο και αριστερά-δεξιά να βρίσκονται κάθετες σειρές οπών, πίσω από τις οποίες βρίσκονται τα ηχεία. Συγκεκριμένα, έρχεται με έξι ηχεία (2 tweeters και 4 woofers, με υποστήριξη Dolby Atmos) και η εμπειρία ήχου είναι φανταστική. Πλούσια, γεμάτη μπάσο και με καθαρά πρίμα, είναι εξίσου άριστη για παιχνίδια, βίντεο και μουσική.
Πίσω στον σχεδιασμό, το πληκτρολόγιο καταλαμβάνει σχεδόν τη μισή έκταση, έχοντας χώρο για τέσσερα πλήκτρα macro στην επάνω αριστερή μεριά και προς τα δεξιά βρίσκεται το κουμπί ενεργοποίησης. Τα πλήκτρα έχουν ικανοποιητικό βάθος, γέρνοντας περισσότερο προς το ρηχό, όμως προσαρμοστήκαμε εύκολα και πληκτρολογούσαμε κείμενα με άνεση. Ενδιαφέρον έχει το touchpad, που είναι γιγαντιαίων διαστάσεων και καταλαμβάνει την κάθετη έκταση από το πληκτρολόγιο έως και την κάτω άκρη, ενώ σε πλάτος είναι περίπου το ένα τρίτο του συνόλου και λίγο παραπάνω. Είναι αρκετά εύχρηστο και το μεγάλο μέγεθος βόλεψε σε μικροεργασίες στο Photoshop, ενώ σε browsing και απλές δουλειές ήταν παραπάνω από αρκετό για κάθε κίνηση.
Στην κάτω πλευρά του laptop θα βρούμε πολλαπλές εξόδους αέρα, λόγω του συστήματος απαγωγής θερμότητας vapor chamber που ενσωματώνεται. Με τον τρόπο που ανοίγει η οθόνη, δεν τερματίζει στις 180 μοίρες οπότε το κενό από κάτω της αξιοποιείται από τους αεραγωγούς. Έτσι, ο θερμός αέρας δεν καταλήγει στο κάτω μέρος της οθόνης, όπως συμβαίνει σε πολλά laptops, αλλά φεύγει μακριά από το σώμα της συσκευής. Θα δούμε στην πορεία και πόσο καλά διαχειρίζεται τη θερμότητα.
Η οθόνη έχει μέγεθος 16” και εντυπωσιακό πάνελ OLED (κυκλοφορεί και με TFT) ανάλυσης 2.5K (2560x1600) με ρυθμό ανανέωσης στα 240Hz και μέγιστη φωτεινότητα στα 500nits. Απευθυνόμενη σε επαγγελματίες, έχει κάλυψη 100% DCI-P3 και πιστοποιήσεις Pantone, Dolby Vision και VESA DisplayHDR TrueBlack 500. Όπως και σε άλλα laptops της εταιρείας, έτσι κι εδώ η εμπειρία είναι αψεγάδιαστη τόσο σε χρώματα, όσο και σε χρόνους απόκρισης ή ομαλότητα. Κάνοντας color correction σε διάφορα βίντεο, η εμπειρία ήταν απολαυστική και δεν είχε να ζηλέψει κάτι από το… αντίπαλο δέος που συχνά προτιμούν οι γραφίστες.
Τα πράγματα ήταν εξίσου θετικά στο gaming, όπου δοκιμάσαμε τίτλους με σκοτεινά περιβάλλοντα ή πλούσιες χρωματικές παλέτες. Στο πρόσφατο Dead Space, οι σκοτεινοί διάδρομοι και τα χαμηλά φώτα που τρεμόπαιζαν μέσα τους αποτυπώθηκαν τέλεια χάρη στο OLED πάνελ, ενώ τίτλοι όπως το Okami HD ή το Hi-Fi Rush έλαμψαν και πήραν ζωή. Από την άλλη, παιχνίδια όπως το Counter-Strike 2 που δεν εμπίπτουν τόσο στις παραπάνω κατηγορίες, επωφελήθηκαν από τον πολύ υψηλό ρυθμό ανανέωσης που μπορούσε να υποστηρίξει τόσο η οθόνη, όσο και η κάρτα γραφικών. Συνολικά, η οπτικοακουστική απόδοση είναι κορυφαίου επιπέδου από κάθε άποψη.
Μια σύντομη αναφορά και στην 1080p webcam, μόνο και μόνο για τις υψηλές επιδόσεις της. Η ASUS δεν σκέφτηκε να… γλιτώσει σε κόστη χρησιμοποιώντας μια φθηνή επιλογή, αντ’ αυτού ενσωματώνοντας μια αξιόλογη κάμερα που εξυπηρετεί ακόμη και για vlogging, με ευκρινή εικόνα και χαμηλό θόρυβο.
Χαρακτηριστικά – Επιδόσεις
Στα χέρια μας έφτασε το ASUS ROG Zephyrus G16 με Intel Core Ultra 9 185-H, 32GB LPDDR5x RAM, κάρτα γραφικών NVIDIA GeForce RTX 4090 16GB και 2TB PCIe 4.0 NVMe M.2 SSD. Υπάρχουν παραλλαγές με οθόνη TFT, κάρτα γραφικών RTX 4050 έως 4090 και επεξεργαστή Intel Core Ultra 7, με αντίστοιχες αλλαγές σε RAM και αποθηκευτικό χώρο. Αυτό οδηγεί τις τιμές να ξεκινούν από τις 2000€ και φτάνουν έως τα διπλάσια χρήματα.
Υπάρχουν επιλογές για Intel Core Ultra 7, Intel Core Ultra 5 και συνδυασμούς RAM/ROM έως 32GB/2TB, οπότε το πιο οικονομικό μοντέλο αναμένεται κάτω από τις 2000€. Και εδώ γίνεται ένα σημαντικό βήμα, ρίχνοντας σημαντικά την τιμή αγοράς συγκριτικά με προηγούμενα μοντέλα της σειράς. Μια ακόμη σημείωση για τις διαφορές έχει να κάνει με τις οθόνες, οι οποίες στα πιο προσιτά μοντέλα έχουν ανάλυση 2K (1920x1200) και ρυθμό ανανέωσης στα 60Hz, όμως κατά τα άλλα διατηρούν κοινά χαρακτηριστικά.
Δοκιμάσαμε, αρχικά, κάποια benchmarks. Πρώτο ήταν το Cinebench R23, για το οποίο πήραμε δεδομένα σε Turbo (80W), Performance (65W) και Silent (60W) mode. Στη πρώτη περίπτωση, το σκορ κινήθηκε περίπου στις 18.500 (multi core) και στις 3.000 (single core), πέφτωντας ελάχιστα με τις δύο άλλες επιλογές Και σε πραγματικά σενάρια χρήσης, είδαμε πως το Performance mode ήταν αρκετό ακόμη και σε απαιτητικά παιχνίδια, ενώ το Silent κάλυπτε με άνεση μεσαίων απαιτήσεων τίτλους όπως και εργασία σε π.χ. Adobe Photoshop. Το Turbo δεν μας χρειάστηκε πραγματικά, τουλάχιστον στη δική μας ρουτίνα, όμως αναμφίβολα υπάρχουν ανάγκες που καλύπτει είτε σε βαριές εργασίες είτε σε ακόμη πιο πολύπλοκα games.
Σε άλλα benchmarks πήραμε σκορ 2448 στο Geekbench 6.2 για single core επιδόσεις και 14195 για multi-core, 7027 στο Time Spy Extreme στο 3D Mark και 7594 στο PC Mark 10.
Οι ανεμιστήρες λειτουργούν σε πολύ χαμηλά επίπεδα θορύβου, με μέγιστη τιμή περίπου τα 50dB σε Turbo Mode, φτάνοντας τα 42-45dB σε Performance με χαμηλότερο όριο τα 35dB σε Silent mode. Ακόμη και σε Turbo, ο ήχος των ηχείων καλύπτει τον θόρυβο των ανεμιστήρων, ενώ σε Performance ή Silent είναι αμελητέα ενόχληση που «πνίγεται» σε περιβάλλον γραφείου ούτως ή άλλως και θα γίνει αντιληπτός μόνο σε απόλυτη ησυχία (π.χ. στο σπίτι).
Μετρήσαμε επίσης τις θερμοκρασίες στα παραπάνω τρία modes. Παίζοντας Cyberpunk 2077 σε Turbo mode, οι θερμοκρασίες άγγιξαν τους 90 βαθμούς Κελσίου σε CPU και 85 σε GPU. Γυρίζοντας σε Performance mode, είχαμε πτώση 5-10 μονάδων σε CPU και GPU, ενώ σε Silent mode η πτώση ήταν ακόμη μεγαλύτερη και το «ταβάνι» πλέον ήταν στους 75-80 βαθμούς Κελσίου. Παρατηρήσαμε πως το laptop ήταν πολύ ζεστό στην αφή προς σημείο από όπου εξάγεται ο θερμός αέρας, οπότε δοκιμάσαμε να το τοποθετήσουμε σε μια απλή βάση που το σήκωνε ελαφρώς ψηλότερα. Με αυτή την απλή κίνηση, η θερμοκρασία έπεσε περίπου 5-7 μονάδες σε Turbo και Performance mode, με μικρότερη αλλά υπαρκτή πτώση ακόμη και σε Silent. Φαίνεται πως ο αέρας δεν παγιδεύεται στην οθόνη μεν, αλλά δύσκολα ξεφεύγει από κάτω της και δη αν πρόκειται για ξύλινη επιφάνεια.
Σε επιδόσεις, δεν περιμέναμε κάτι λιγότερο από το «τέλειο». Ray tracing όπου ήταν εφικτό, γραφικά στο Ultra και ανάλυση QHD ήταν το «ταβάνι» σε διάφορα παιχνίδια, όπως Cyberpunk 2077, όπου πήραμε 70-80fps με ελάχιστες πτώσεις. Πηγαίνοντας σε παιχνίδια όπως DOTA 2, Red Dead Redemption 2, The Witcher III: Wild Hunt, Doom Eternal και άλλα, ο τριψήφιος αριθμός fps ήταν στάνταρ, πάντοτε μιλώντας για Turbo mode.
Στο Performance, η απόδοση έπεσε μεν όμως όχι δραματικά, με το Cyberpunk 2077 να κινείται ανάμεσα σε 65-70fps και τους υπόλοιπους τίτλους να είναι πάνω από τα 100fps ή ελάχιστα κάτω. Τέλος, το Silent mode τα πήγε καλά τηρουμένων των αναλογιών, κρατώντας σταθερά 30fps με ίδιες ρυθμίσεις στο Cyberpunk 2077, τις οποίες αν ρίχναμε σε ένα μίγμα Medium/High παίρναμε ξανά σταθερά 60fps. Είχαμε μεγάλες πτώσεις ακόμη και στο Doom Eternal, που είναι τρομερά βελτιστοποιημένο, τρέχοντας πλέον στα 80fps – σχεδόν στο ένα τρίτο συγκριτικά με το Turbo. Παλαιότεροι τίτλοι ή λιγότερο απαιτητικοί θα τρέξουν σταθερά και στις μέγιστες ρυθμίσεις σε Silent mode, ενώ το Performance ήταν η χρυσή τομή για εμάς.
Η μπαταρία των 90Wh προσφέρει αυτονομία που τερματίζει περίπου στις 6 ώρες, βάσει δικών μας δοκιμών. Ρίχνοντας τον ρυθμό ανανέωσης στα 60Hz και κρατώντας την φωτεινότητα στο 60%, δουλεύαμε σε προγράμματα Office για περίπου 5-6 ώρες σε Silent mode. Δοκιμάζοντας παιχνίδια, ακόμη και σε Silent mode, παίρναμε το πολύ μιάμιση ώρα χρήσης. Για επεξεργασία φωτογραφιών σε Photoshop, κινούταν κάπου στις 2-3 ώρες ενώ για βίντεο, έπεφτε πάλι στις 1-2 ώρες. Είναι κυρίως υπολογιστής που απαιτεί σταθερή τροφοδοσία, δεδομένων των δυνατοτήτων του, αλλά για βασικές εργασίες η αυτονομία είναι απλώς ικανοποιητική και μπορεί να κρατηθεί μερικές ώρες εκτός πρίζας. Το τροφοδοτικό των 240W που τον συνοδεύει χρειάζεται περίπου 2 ώρες για μια πλήρη φόρτιση, χρόνος που αυξάνεται αν χρησιμοποιείται τροφοδοσία USB-C – τουλάχιστον προσφέρει ευελιξία για μια ώρα ανάγκης.
Μέσω της εφαρμογής Armoury Crate γίνεται η επιλογή προφίλ λειτουργίας (Turbo κλπ), όπως και δίνεται η δυνατότητα για δημιουργία προφίλ όπου ο χρήστης ρυθμίζει ταχύτητα ανεμιστήρων κλπ. Από το ίδιο λογισμικό παραμετροποιείται η λειτουργία του LED στην πλάτη της οθόνης, όπως και χρωματικές ρυθμίσεις οθόνης, ρύθμιση των πλήκτρων macro και άλλα. Στην περίπτωση του LED, όπως αναφέραμε έχουμε πλέον μια απλή λωρίδα και παρελθόν αποτελούν οι πρώτες υλοποιήσεις που έδιναν πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα με animation και γράμματα. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό αφού κατά γενική ομολογία τα νεότερα μοντέλα ειναι πιο όμορφα, δίνοντας έναν πιο επαγγελματικό χαρακτήρα αν και στο εσωτερικό τους διαθέτουν κορυφαία χαρακτηριστικά για gaming αξιώσεων. Σε κάθε περίπτωση, όπως έχουμε σημειώσει και παλιότερα, το Armoury Crate είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις εύχρηστου, χρήσιμου και καθόλου παρεμβατικού λογισμικού που συνεισφέρει θετικά στην εμπειρία.
Συμπέρασμα
Το φετινό ASUS ROG Zephyrus G16 είναι μια σπάνια περίπτωση, όπου σε κάθε σχεδόν τομέα τα καταφέρνει περίφημα χωρίς αστερίσκους. Από τον συνδυασμό CPU/GPU μέχρι τις θύρες κι από την οθόνη έως τα ηχεία ή την webcam, είναι μια premium λύση που δικαιολογεί το (καθόλου ευκαταφρόνητο) κόστος αγοράς. Ένα σημείο όπου αναμέναμε να μην διακριθεί -κι έτσι συμβαίνει- είναι η αυτονομία, ενώ παρά το καλοφτιαγμένο σύστημα διαχείρισης θερμότητας, μια απλή βάση το κάνει να αποδίδει ακόμη καλύτερα (και δεν θα έπρεπε).
- 3