Μας άρεσε
- Άψογη ποιότητα ήχου, για μουσική, ταινίες και κλήσεις
- Αξιόπιστο ANC που προσαρμόζεται, χρήσιμο Speak to Chat
- Εντυπωσιακά αποδοτική φόρτιση
Δεν μας άρεσε
- Πολύ απλός σχεδιασμός για τέτοιας κλάσης ακουστικά
- Απουσία οποιασδήποτε προστασίας αδιαβροχοποίησης
- Υψηλή τιμή, όχι όμως η ακριβότερη της κατηγορίας
Όταν η Sony κυκλοφορεί ένα ζευγάρι ακουστικά, πάντοτε οι προσδοκίες είναι υψηλές, κι έτσι τα Sony WH-1000XM5 έχουν μπροστά τους μια μεγάλη πρόκληση: να ξεπεράσουν τον προκάτοχό τους.
Με ανανεωμένο design και έμφαση στο οικολογικό κομμάτι αυτού, οι αλλαγές ξεκινούν από έξω προς τα μέσα, όμως δεν περιορίζονται στην εμφάνιση. Έχοντας τα ακουστικά στα χέρια μας, τα δοκιμάσαμε σε ποικίλα σενάρια και παρακάτω παραθέτουμε την άποψή μας για αυτά.
Σχεδιασμός
Πάμε σε μια από τις βασικές αλλαγές, αυτή που εντοπίζεται ευκολότερα: το σχεδιασμό. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αυτός έμενε σταθερός με ελάχιστες αλλαγές τα τελευταία χρόνια για να μην πούμε από την κυκλοφορία της πρώτης γενιάς το μακρυνό 2016. Επιλέγοντας να υιοθετήσει μια πιο απλή προσέγγιση, η Sony ενσωμάτωσε πιο λεπτό στεφάνι κεφαλής, το οποίο καταλήγει και ενώνεται με τα ακουστικά μέσω ενός κομματιού έναντι δύο (σε σχήμα “U”) που διέθετε ο προκάτοχός τους. Στην πράξη, δεν αλλάζουν πολλά για τον χρήστη, αφού οι κινήσεις των cups για να προσαρμοστούν στο κεφάλι δεν περιορίζονται, ούτε οι ρυθμίσεις ύψους. Κάτι που μας έλειψε, αλλά έχει να κάνει περισσότερο με τη μεταφορά, είναι πως τα ακουστικά δε διπλώνουν κάτι που ξεχώριζε την προηγούμενη γενιά από τον ανταγωνισμό ενώ τώρα θα λέγαμε η Sony εμπνέεται σε πολλά σημεία από αυτόν.
Το λεπτότερο στεφάνι είναι πολύ άνετο στο κεφάλι, ακόμη και μετά από πολύωρη χρήση, ενώ υπάρχει βελτίωση και στα μαξιλαράκια σε σχέση με την προηγούμενη γενιά κατά την οποία η χρήση των ακουστικών για 2-3 ώρες, έβαζε φωτιά στα αυτιά μας. Η κατάσταση είναι σίγουρα καλύτερη με τα 1000XM5, όμως θα θέλαμε μεγαλύτερη βελτίωση στο συγκεκριμένο τομέα. Κατά τα άλλα, το υλικό είναι αναμφίβολα ποιοτικό -ένα είδος δερματίνης- και πολύ μαλακό, ενώ το memory foam από το οποίο αποτελούνται τα μαξιλαράκια βοηθάει τα ακουστικά να εφαρμόζουν καλά. Πράγματι, οι εξωτερικοί θόρυβοι (ακόμη κι ο άνεμος) δύσκολα γίνονταν αντιληπτοί.
Συγκριτικά με το προηγούμενο μοντέλο, τα cups είναι περίπου στο ίδιο μέγεθος και το βάρος των ακουστικών φτάνει περίπου στα 250 γραμμάρια – πιο ελαφριά από πολλά στην αγορά, αποτέλεσμα και της αποκλειστικής χρήσης πλαστικού, κάτι που καθόλου δεν μας πείραξε. Το βασικό υλικό κατασκευής είναι ABS, μεγάλο μέρος του οποίου αποτελεί ανακυκλωμένο πλαστικό και με τη σειρά του, το ABS μπορεί επίσης να ανακυκλωθεί. Επιπλέον, η συσκευασία των ακουστικών δεν περιλαμβάνει πλαστικά κι είναι ανακυκλώσιμη.
Βέβαια, τα Sony WH-1000XM5 δεν είναι φθηνά ακουστικά, οπότε παρότι η κατασκευή δε δίνει την εντύπωση του φθηνού, δεν διαθέτει στοιχεία που αρμόζουν σε τέτοιας κατηγορίας τιμής ακουστικά. Στο αισθητικό κομμάτι τουλάχιστον, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, αφού το λογότυπο της Sony βρίσκεται μόνο σε λίγα σημεία (στην ένωση στεφανιού-ακουστικού) και τα δύο χρώματα (μαύρο και εκρού) είναι αρκετά ήπια στο μάτι. Είναι ακουστικά που περνούν απαρατήρητα μέσω της απλότητάς τους, για καλό ή κακό, ανάλογα τις προτιμήσεις του καθενός.
Η εξωτερική επιφάνεια του δεξιού cup είναι επιφάνεια αφής, από όπου γίνεται ο χειρισμός του ήχου απευθείας από τα ακουστικά. Όπως και στα XM4, έτσι κι εδώ η επιφάνεια δεν είναι μικρή, είναι άνετη και ο χειρισμός ποτέ δεν αποτέλεσε πρόβλημα. Στο ίδιο ακουστικό θα βρούμε τη θύρα φόρτισης USB-C και μακρόστενες οπές για τα τέσσερα από τα οκτώ συνολικά μικρόφωνα της συσκευής, ενώ στο άλλο ακουστικό βρίσκεται μια θύρα βύσματος 3.5mm, πλήκτρο ενεργοποίησης (και σύζευξης μέσω Bluetooth) κι ένα ακόμη πλήκτρο για επιλογή προφίλ noise cancellation. Αυτό που λείπει είναι το πλήκτρο ρύθμισης της ακύρωσης θορύβου με βάση το μέγεθος του αυτιού, το αν φοράτε γυαλιά ή όχι αλλά τους εξωτερικούς θορύβους, μια διαδικασία η οποία πλέον γίνεται αυτόματα. Κάτι άλλο που παρατηρήσαμε είναι ότι κατά το πάτημα, δεν υπάρχει κάποια αναγγελία με μια γυναικεία φωνή να σας ενημερώνει ποια ρύθμιση ενεργοποιήσατε, τη θέση της οποίας έχουν πάρει μικροί επεξηγηματικοί ήχοι.
Τέλος, η θήκη η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος κάθε on-ear ακουστικών. Όπως και η εμφάνιση των ακουστικών έτσι και η θήκη τους διακρίνεται από ένα νέο σχεδιασμό που θυμίζει μίνι backpack. Το αρνητικό σημείο της είναι και το μέγεθός της το οποίο είναι σημαντικά μεγαλύτερο από την προηγούμενη υλοποίηση, κάτι που μας προκάλεσε πρόβλημα στην τοποθέτησή της στην τσάντα όπου χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε το μέρος με το μεγαλύτερο χώρο. Η Sony αναφέρει -και έχει δίκιο- ότι η νέα θήκη των WH-1000XM5 μπορεί να πιεστεί πολύ εύκολα όταν τα ακουστικά δεν είναι μέσα, προκειμένου να μειωθεί ο όγκος της και να μπορούμε να την τοποθετήσουμε εύκολα σε διάφορα μέρη όπως στο χώρο που έχουμε μπροστά μας στο αεροπλάνο. Όμως στην πράξη και με βάση εμπειρία ετών με ακουστικά, αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν είχαμε ποτέ αφού η θήκη παρέμενε στην τσάντα καθόλη τη διάρκεια της πτήσης και θα προτιμούσαμε να την τοποθετούμε σε πιο περιορισμένα μέρη του backpack μας.
Διαθέτει επίσης ειδικό χώρο για την τοποθέτηση του καλωδίου φόρτισης USB-C καθώς και του καλωδίου σύνδεσης με θύρα ακουστικών 3.5 χιλιοστών, η οποία κλείνει μαγνητικά. Λείπει το ειδικό ανταπτοράκι για σύνδεση με τη θύρα ακουστικών που διαθέτουν αρκετά αεροπλάνα, μια απουσία που δεν κάνει κάποια διαφορά αφού ποτέ δεν το χρησιμοποιήσαμε.
Λειτουργίες
Από τις πρώτες κινήσεις που θα πρέπει να κάνει κάποιος όταν πάρει τα ακουστικά, είναι να κατεβάσει την εφαρμογή Headphones Connect της Sony, για Android και iOS. Χωρίς αυτή, τα ακουστικά είναι περιορισμένα σε πολλαπλά επίπεδα. Χρησιμοποιώντας την εφαρμογή, οι χρήστες θα μπορέσουν να ρυθμίσουν τις ενέργειες με τις οποίες συνδέονται τα gestures που μπορούν να κάνουν στην επιφάνεια αφής (μονό, διπλό, τριπλό ή παρατεταμένο άγγιγμα), με τις διαθέσιμες ενέργειες να περιλαμβάνουν το χειρισμό μουσικής (π.χ. αλλαγή τραγουδιού), τη ρύθμιση έντασης, τη διαχείριση κλήσεων ή την ενεργοποίηση μιας ψηφιακής βοηθού. Φυσικά μέσω της εφαρμογής γίνεται και η αναβάθμιση με τυχόν νέο λογισμικό, με τη Sony να μας έχει συνηθίσει σε πολλαπλά firmware updates που διορθώνουν τα κακώς κείμενα.
Τα ακουστικά συνδέονται ασύρματα μέσω Bluetooth 5.2 και jack 3.5mm, με τη διαδικασία ασύρματης σύνδεσης να είναι εξαιρετικά εύκολη. Μπορούν επίσης να συνδεθούν σε δύο πηγές ταυτόχρονα, με το πιο σύνηθες σενάριο στην περίπτωσή μας (και μάλλον για τους περισσότερους) να είναι η σύνδεση στο laptop και το κινητό για να απαντάμε σε κλήσεις ενόσω το laptop παραμένει η βασική πηγή ήχου. Όπως και στα XM4 έτσι και τώρα, η λειτουργία δουλεύει αρκετά καλά αν και πολλές φορές υπάρχει κάποια μικροκαθυστέρηση στην ενεργοποίηση.
Μετά, μια χρήσιμη λειτουργία είναι το Speak to Chat που έχουμε ξαναδεί σε ακουστικά Sony, το οποίο χαμηλώνει την ένταση των ακουστικών όταν ο χρήστης μιλάει, ώστε να συνομιλεί με άλλους χωρίς να αφαιρεί τα ακουστικά. Δοκιμάζοντάς το σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, ήταν σαφέστατα ευκολότερο να ακούσουμε τον συνομιλητή σε εσωτερικό χώρο αλλά σε γενικές γραμμές, δούλεψε αρκετά αξιόπιστα για να φανεί χρήσιμο στην πράξη. Αυτό δεν ίσχυε με την προηγούμενη γενιά οπότε μπορούμε ότι το Speak to Chat αποτελεί πλέον μια αξιόπιστη λειτουργία.
Η Sony υπόσχεται ακόμη καλύτερες επιδόσεις όσον αφορά στο noise cancelling, οπότε ενσωματώνει όχι έναν, αλλά δύο επεξεργαστές για να το πετύχει. Από τη μία, ο QN1 που είχαμε συναντήσει στο προηγούμενο μοντέλο κι από την άλλη, ο V1 που συμπληρώνει το ζευγάρι. Σε συνεργασία με τα οκτώ μικρόφωνα της συσκευής, το Active Noise Cancellation λειτουργεί άψογα σε κάθε περίπτωση που μας χρειάστηκε, πάντοτε για τα δεδομένα μιας πόλης. Μάλιστα, μέσω της εφαρμογής, το ANC μπορεί να ρυθμιστεί σε επίπεδα φιλτραρίσματος ανάλογα το πόσο θέλει κάποιος να φιλτράρει το θόρυβο.
Από τα ΜΜΜ έως το περπάτημα σε πολυσύχναστους δρόμους, δε μας απογοήτευσε στο ελάχιστο, πέρα από πολύ λίγες στιγμές όπου ακανόνιστοι και έντονοι ήχοι διαπέρασαν το «φράγμα» και χάλασαν την ησυχία. Ενα πιο συγκεκριμένο παράδειγμα μπορέσαμε να δούμε σε εργασιακό χώρο όπου ο συνεχόμενος θόρυβος ενός κλιματιστικού, «ακυρώνονταν» πολύ καλύτερα, με τα 1000-XM5 στις χαμηλές και κάποιες μεσαίες συχνότητες. Στον ίδιο χώρο διαπιστώσαμε και πολύ καλύτερα αποτελέσματα στην ακύρωση της εξωτερικής ομιλίας, κάτι απαραίτητο για την κατηγορία. Οπότε σημειώστε ότι όσον αφορά το noise cancelling σε ακουστικά τέτοιου τύπου, δύσκολα θα βρει κάποιος κάτι καλύτερο ακόμη και σε αυτή την τιμή. Υπάρχει πάντα και το Ambient Mode που δίνει τη δυνατότητα σε κάποιους ήχους του εξωτερικού περιβάλλοντος να περνάνε, προκειμένου να αποφύγουμε τυχόν κίνδυνο με την έλλειψη προσοχής.
Τα μικρόφωνα χρησιμοποιούνται επίσης για να δίνονται φωνητικές εντολές στις ψηφιακές βοηθούς Alexa και Google Assistant, κάτι που επίσης δούλεψε αξιόπιστα και οι εντολές καταγράφονταν άμεσα. Η ενεργοποίηση του ψηφιακού βοηθού γίνεται πλέον με τις γνωστές εκφράσεις ενεργοποίησης και όχι με το πάτημα κάποιου πλήκτρου.
Απόδοση ήχου
Περνάμε στο κομμάτι του ήχου, με τα ακουστικά να υποστηρίζουν τα πρότυπα LDAC, AAC και SBC. Επιπλέον, υποστηρίζουν Hi-Res Audio, 360 Reality Audio και η τεχνολογία DSEE Extreme επιστρέφει. Πρακτικά, καλύπτονται όλα τα μέτωπα για υψηλής ποιότητας αρχεία, από υπηρεσίες streaming όπου υποστηρίζονται (Tidal, Deezer, Amazon Music HD κλπ) αλλά και κομμάτια που μπορεί να διαθέτει ο χρήστης στην πηγή του.
Το DSEE Extreme αναλαμβάνει να βελτιώσει την ποιότητα σε συμπιεσμένα και κακής ποιότητας κομμάτια, συνεχίζοντας τη -σε γενικές γραμμές- καλή δουλειά που κάνει έως τώρα σε όσα ακουστικά έχει συμπεριληφθεί. Στο εσωτερικό των cups βρίσκονται οδηγοί ακουστικών μεγέθους 30mm, μικρότεροι από το συνηθισμένο μέγεθος των 40mm που βρίσκουμε στα περισσότερα μοντέλα. Όμως η ποιότητα των υλικών (είναι κατασκευασμένοι από ανθρακόνημα) σε συνδυασμό με την τεχνογνωσία της Sony, συνεπάγεται επιδόσεις που δεν περιμέναμε. Δυνατό μπάσο, υψηλή ένταση, πεντακάθαρη ποιότητα θα λέγαμε ότι βρίσκεται ένα σκαλοπάτι επάνω από τα ήδη εξαιρετικά WH-1000XM4.
WH-1000XM4 (αριστερά) - WH-1000XM5 (δεξιά)
Έχοντας δοκιμάσει να ακούσουμε διάφορα είδη, από rock (Royal Blood, Queens of the Stone Age, Pearl Jam, Rory Gallagher κ.ά.) μέχρι hip hop (Beastie Boys, Run The Jewels, Kendrick Lamar κ.ά.) αλλά και διάφορα κομμάτια pop, εκτιμήσαμε το βάθος του ήχου και ειδικά στην πρώτη κατηγορία. Οι λεπτομέρειες και τα πολλά όργανα σε ορισμένα τραγούδια του Gallagher, για παράδειγμα, γίνονταν πολύ εύκολα αντιληπτά και με φοβερή καθαρότητα, ενώ στα κομμάτια hip hop το μπάσο ήταν πολύ έντονο – σε σημείο που αν δεν γνωρίζαμε για το μέγεθος των ηχείων, δε θα καταλαβαίναμε διαφορά.
Αντίστοιχα, και σε ταινίες/σειρές είχαμε άριστη εμπειρία, από τις εκρήξεις έως τους διαλόγους και τα εφέ, όλα αποτυπώνονταν με ποιότητα που μας έκανε να χρησιμοποιούμε τα ακουστικά ακόμη κι όταν ο ήχος από τα ηχεία δε θα ενοχλούσε κάποιον άλλο.
Μέσα από την εφαρμογή, το equalizer μπορεί να ρυθμιστεί και να προσαρμοστεί στα γούστα του καθενός, αλλά ακόμη και με τις αρχικές ρυθμίσεις ο ήχος ήταν ποιοτικός, αν όχι λίγο flat για τα δικά μας γούστα.
Ειδική μνεία πρέπει να κάνουμε για τη λειτουργία που διαθέτουν τα ακουστικά προκειμένου μόλις τα βγάλουμε να σταματά άμεσα η αναπαραγωγή της μουσικής ή του βίντεο, και η οποία δουλεύει αρκετά καλύτερα από τα XM4. Αρχικά ο σχετικός αισθητήρας είναι κρυμένος πίσω από το ακουστικό χωρίς να έχετε πλέον οπτική επαφή ενώ η ευαισθησία του το βοηθά να εντοπίζει το ανθρώπινο αυτί έναντι κάποιου υλικού, χωρίς να μπορέσαμε να το μπερδέψουμε.
Όσον αφορά στις κλήσεις, τα πολλαπλά μικρόφωνα (εκ των οποίων τα 4 είναι τύπου beamforming και εστιάζουν στο στόμα) κάνουν άριστα τη δουλειά τους και παρότι headphones με χωνευτά μικρόφωνα, η ποιότητα ήχου ακόμη και σε εξωτερικό χώρο δεν πρόδιδε τον τύπο ακουστικών. Οι συνομιλητές μας σημείωσαν πως δεν υπήρχαν διακοπές, ο άνεμος δεν έγινε εμπόδιο, ούτε υπήρχαν παραμορφώσεις.
Μπαταρία
Για το τέλος, το κομμάτι της αυτονομίας και της φόρτισης. Θα ξεκινήσουμε με το ξεκάθαρα καλό, που είναι η φόρτιση, καθώς χάρη στην τεχνολογία USB-PD τα ακουστικά φορτίζουν πλήρως σε 3.5 ώρες και μέσα σε τρία λεπτά φόρτισης μπορούν να πάρουν ζωή για τρεις ώρες Αντίστοιχα, με 10 λεπτά φόρτισης κερδίζουν πέντε ώρες λειτουργίας κάτι ευπρόσδεκτο. Δεδομένων των όσων προσφέρουν, είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα μπορεί κάποιος να τα ξαναχρησιμοποιήσει για π.χ. μισή βάρδια αν έχει εξαντλήσει τη μπαταρία τους.
Η γενικότερη αυτονομία, με ενεργοποιημένο το ANC, φτάνει τις 30 ώρες και μπορεί να φτάσει περίπου τις 40 με απενεργοποιημένο το ANC. Εδώ θα θέλαμε κάτι περισσότερο, καθώς δεν υπάρχει καμία βελτίωση συγκριτικά με τον προκάτοχο, παρά τα εντυπωσιακά νούμερα που βλέπουμε στη φόρτιση.
Αν ξεφύγουμε από τη σύγκριση βέβαια, δεν πρόκειται για αμελητέο νούμερο, καθώς με βάση τη δική μας χρήση, χρειαζόταν να φορτίσουμε πλήρως τα ακουστικά περίπου δυο φορές ανά εβδομάδα παρότι κάναμε καθημερινή χρήση, οπότε δε δημιουργήθηκε πρόβλημα από την αυτονομία. Απλώς, κυρίως λόγω της τιμής τους, περιμέναμε κάτι περισσότερο εδώ.
Συμπέρασμα
Με τα Sony WH-1000XM5, η ιαπωνική εταιρεία κατάφερε να δημιουργήσει πάλι ένα αξιομνημόνευτο ζευγάρι ακουστικών που αναμένεται να γίνει πολύ δημοφιλές. Παίρνει άριστα στην ποιότητα ήχου, στην απόδοση του ANC, για τις χρήσιμες λειτουργίες αλλά και τη φόρτιση που με λίγα λεπτά προσφέρει ώρες λειτουργίας. Μας άφησε ένα μικρό «κενό» η θήκη, η απουσία αδιαβροχοποίησης και κυρίως, το κόστος αν και γνωρίζουμε καλά ότι η Sony προχωρά σε πολύ καλές προσφορές συχνά πυκνά. Για όποιον αποφασίσει να επενδύσει το ποσό που κοστίζουν, ωστόσο, θα μπορεί να περιμένει μια φανταστικά ποιοτική εμπειρία ενώ όσοι διαθέτουν το προηγούμενο μοντέλο, δεν νομίζουμε ότι το κόστος δικαιολογεί την αναβάθμιση.
- 1
- 1