Προς το περιεχόμενο

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

Η παρουσια του Μικη κοσμουσε την Ελλαδα, απο πολλες αποψεις. Πολιτισμικα κυριως, αλλα και Πολιτειακα ως ενα διαρκες συμβολο αμφισβητησης κι ανυπακοης.

Το πολυσχιδες εργο του -σιγουρα- δε θα το αξιολογησουμε οι ανωνυμοι περαστικοι του insomnia, αλλα θα το κρινουνε οι αρμοδιοι, οι ειδικοι της μουσικης τεχνης.

Παντως, το να μπλεκουμε την αξια ενος καλλιτεχνη παγκοσμιας εμβελειας και καθολικης απηχησης (διαχρονικα), με τα προσωπικα μας "πιστευω"...ειναι ανωριμο.

Δεν με ενδιαφερουν οι αντιπαραθεσεις κι ουτε προσπαθω να πεισω κανεναν, αλλα οσοι θελετε να ακουσετε μια τεκμηριωμενη αποψη απο εναν αρμοδιο και μαλιστα με εκπεφρασμενη "προτιμηση" στον ετερο Μεγαλο, τον Μάνο, ανοιξτε το spoiler και διαθεστε 10 λεπτα να διαβασετε ενα αποσπασμα απο μια ομιλια το μακρινο 2007.

Οσον αφορα τις απαξιωτικες κι αφοριστικες φωνες που με υφος ξιπασμενου δικαστη αποφαινονται περι Ποιοτητας...ισοπεδωνοντας τα παντα, πραγματικα λυπαμαι.

Spoiler

Ομιλία του Θάνου Μικρούτσικου, 25/9/2007 στο Θέατρο Παλλάς

Δε θα αναφερθώ λεπτομερειακά στα συγκεκριμένα έργα του συμφωνιστή Μίκη Θεοδωράκη καθώς στη συνέχεια θα μιλήσουν ο σπουδαίος μαέστρος Μίλτος Λογιάδης και ο ιστορικός και κριτικός της μουσικής, ο φίλος μου Γιώργος Μονεμβασίτης. Ο δικός μου ρόλος είναι άλλος. Θέλω να καταθέσω από καρδιάς πώς εγώ αλλά και η γενιά μου έχουμε εισπράξει τον θυελλώδη αυτόν μουσικό και άνθρωπο.

Καταρχήν αγαπώ πολύ τον Μίκη Θεοδωράκη. Μη σκεφτεί κανείς να πει ότι τα χαρτιά είναι «σημαδεμένα» αφού έχω προσκληθεί να μιλήσω γι’ αυτόν. Ότι δε θα είμαι δηλαδή αντικειμενικός. Έχω κυριολεκτικά βαρεθεί όσους επιχειρούν κριτική, όχι μόνο στη μουσική αλλά και στην ποίηση και στη λογοτεχνία, πλησιάζοντας ψυχρά το έργο, πλησιάζοντας ψυχρά τον δημιουργό, για δήθεν λόγους αντικειμενικότητας. Πώς να κατανοήσεις, πώς να ξεκλειδώσεις ένα έργο τέχνης αν δεν αισθανθείς τρυφερότητα, αγάπη, απόλυτο σεβασμό για τον δημιουργό του. Στην περίπτωση που πλησιάσεις ψυχρά ένα έργο, σας διαβεβαιώνω πως δε θα μιλήσει ποτέ και σε κανέναν. Μπορείς να πεις πολλά λόγια, να περιγράφεις με μύριους τρόπους το έργο, αλλά την ουσία του δε θα την αγγίξεις ποτέ.

Και έχω επίσης βαρεθεί τη φοβερή υπάρχουσα τσιγκουνιά που κυκλοφορεί τα τελευταία χρόνια για ό,τι παράγεται στις μέρες μας. Δε μιλάμε, γιατί δήθεν θα μιλήσει ο χρόνος, θα μιλήσει το μέλλον. Ποιος είπε ότι μιλάει ο χρόνος; Άνθρωποι μιλάνε μέσα στον χρόνο, με ό,τι κουβαλάει ο καθένας τους, εμμονές, φιλοδοξίες, πρόσωπα που επηρεάζονται από την εκάστοτε συγκυρία. Πρέπει να τολμήσουμε να ονοματίσουμε τους Μύθους του αύριο. Αρκετά πια με το παρελθόν και μάλιστα το απώτατο και τους μύθους του.

Είμαι παιδί του Μίκη Θεοδωράκη. Μην πάει ο νους σας στο κακό — εννοώ, πνευματικό παιδί του Μίκη Θεοδωράκη. Αγαπώ και θαυμάζω τον Μίκη Θεοδωράκη. Τον περιέχω κι αυτόν και τη μουσική του. Από τα προεφηβικά μου χρόνια έπινα νερό από την πηγή της μουσικής του. Ρουφούσα τις νότες του, τις καταβρόχθιζα κι απογειωνόμουν παίζοντας στο πιάνο τα τραγούδια του. Τα ήξερα όλα απέξω. Όχι μόνο τα δημοφιλή. Όλα! Kαι έπαιζα όλα του τα τραγούδια στο πιάνο από δώδεκα δεκατριών χρονών. Τον παραμόνευα, όπως εκείνο το σούρουπο του 1965 στα γραφεία της νεολαίας Λαμπράκη, στην οδό Πειραιώς, όταν πίσω από ένα γραφείο έγραφε μια μελωδία σε μια παρτιτούρα, ήμουν σε απόσταση αναπνοής όταν έγραφε ή τον «Πέτρουλα» ή το «Χρυσοπράσινο Φύλλο» – δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς, αλλά ήμουν σε δύο μέτρα απόσταση, ήμουνα εκεί.  Kαι τον παρακολουθούσα με δέος.

Το 1967 έπαιζα πιάνο – η παρθενική μου εμφάνιση – συνοδεύοντας την Καίτη Χωματά, την πιο δημοφιλή τραγουδίστρια του Νέου Κύματος. Μαζί με τον Διονύση Σαββόπουλο ήμασταν τρεις νέοι άνθρωποι σε μια μπουάτ της εποχής, την «Παράγκα». Μια μέρα μάς ζήτησαν να προετοιμάσουμε κάποια τραγούδια του Μίκη γιατί θα έρθει να μας ακούσει. Είχαν μόλις κυκλοφορήσει τα τραγούδια του «Μαουτχάουζεν», με τη νεαρότατη τότε Μαρία Φαραντούρη, που είναι σήμερα μαζί μας. Έγιναν οι πρόβες και με πολλή αγωνία και τρακ τα παίξαμε παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη. Ο Μίκης, μετά το τέλος της παράστασης ήρθε σ’ ένα είδος καμαρινιού που ήμασταν όλοι μαζί, με κοίταξε, με αγκάλιασε απ’ τους ώμους και μου είπε: «Βρε παιδί μου, εσύ πολύ ωραία τα έπαιξες στο πιάνο, είσαι καταπληκτικός πιανίστας». Έκανα να κοιμηθώ τρεις μέρες. Γιατί εμείς τότε ονοματίζαμε τους Μύθους μας.

Eίμαι ένας ωφελημένος άνθρωπος από τη Δικτατορία. Η Χούντα με ωφέλησε. Γιατί με ωφέλησε; Γιατί από το ’65 μέχρι το ’69 όλα μου τα τραγούδια ήταν επηρεασμένα σε μεγάλο βαθμό από τα τραγούδια του Θεοδωράκη, ήσαν Θεοδωρακικά σε βαθμό κακουργήματος. Ευτυχώς η λογοκρισία τα έκοβε λόγω των κειμένων Ρίτσου, Βάρναλη, Χικμέτ και άλλων, κι έτσι μου δόθηκε το περιθώριο να αποχτήσω έναν προσωπικό ήχο αφού οι πόρτες άνοιξαν με τη μεταπολίτευση του 1974 και οι μουσικές μου εργασίες άρχισαν να εκδίδονται.

Η σύνδεσή μας έγινε στενότερη όταν αυτός ήταν εξόριστος κι εγώ του έκανα τις πρώτες εκτελέσεις αρκετών τραγουδιών του στην Αθήνα. Μιλάω για τραγούδια όπως οι «Δρόμοι παλιοί» σε ποίηση Αναγνωστάκη, η «Αδελφή μας Αθηνά» σε ποίηση Φωτεινού, μιλάω για τον «Επιζώντα» σε ποίηση Σινόπουλου, τραγούδια που η πρώτη εκτέλεση έγινε από μένα με τη Μαρία Δημητριάδη και την Αφροδίτη Μάνου. Και ίσως κάτι που δεν το ξέρει και του το λέω τώρα, ότι με τη Μαρία παρουσιάσαμε σε πρώτη εκτέλεση το «Raven» σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, που έγραψες, Μίκη, στον Ωρωπό το 1970 και το αφιέρωσες στη μνήμη του Γιάννη Χρήστου. Μας στέλνατε τις παρτιτούρες από το εξωτερικό κι εμείς, νέοι μουσικοί τότε, αμέσως παρουσιάζαμε τα τραγούδια σου στον κόσμο.

Η προσφορά του Μίκη Θεοδωράκη στην ελληνική μουσική είναι τεράστια. Μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι δημιούργησαν έναν σοβαρότατο χώρο μουσικής βασισμένο στο τραγούδι και στην ποίηση. Μοναδικό φαινόμενο αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, με την εξαίρεση της μεσοπολεμικής Γερμανίας, όπου (μόνο για οχτώ χρόνια γύρω από τον Μπρεχτ) ο Άισλερ, ο Βάιλ και ο Ντεσάου δημιούργησαν ένα αντίστοιχο κίνημα. Αυτό όμως που ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις ξεκίνησαν κρατάει εξήντα ολόκληρα χρόνια! Άνοιξαν «αυτές οι δύο κολόνες της ελληνικής μουσικής» τον δρόμο, ώστε τρεις γενιές Ελλήνων συνθετών και τραγουδοποιών να γράψουν τραγούδια και μουσικές, τα οποία θα μείνουν χαραγμένα διά παντός στη συλλογική μνήμη των νεοελλήνων.

Ο Μίκης έγραψε –περισσότερο στη δεκαετία του 1960– εκατοντάδες απλά τραγούδια που τραγουδήθηκαν από την πλειοψηφία του κόσμου και πέρασαν από γενιά σε γενιά. Εξαιρετικές μελωδίες πάνω σε στίχους σπουδαίων ποιητών και στιχουργών εξέφραζαν τις καθημερινές στιγμές των λαϊκών ανθρώπων αλλά και τη δραματική συγκυρία. Ό,τι έκαιγε τον Έλληνα πολίτη βρισκόταν στο τραγούδι του Θεοδωράκη. Ο έρωτας, αλλά και ο αγώνας, ο απόηχος της ήττας, αλλά και η ελπίδα για το μέλλον που όλοι ονειρευόμασταν ότι θα έρθει, η μοναξιά εντός ή εκτός της φυλακής. Τα πάθη όλων μας παρόντα στη μουσική του. Λαϊκοί ρυθμοί και «δυτικές» αρμονίες σε ένα ιδιοφυές μπλέξιμο που αισθανόσουνα ότι προκύπτει με φυσικό τρόπο από μεγάλο συνθέτη..

Ειδικά ο Μίκης, περισσότερο απ’ όλους, προχώρησε από τα απλά τραγούδια στους θεματικούς κύκλους τραγουδιών που λειτουργούσαν με συνταρακτικό τρόπο. Ο Επιτάφιος, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Ένας Όμηρος, Μαουτχάουζεν και τόσοι άλλοι. Ο Μίκης λειτουργούσε σαν τεράστιος ποταμός που ήθελες δεν ήθελες σε παρέσυρε στα νερά του. Και κάποια στιγμή ήρθαν τα τραγούδια – ποταμοί.

 

Μια δική του ανακάλυψη που εγώ θεωρώ ότι μετά από σαράντα και πλέον χρόνια δεν έχει προηγούμενο στην ευρωπαϊκή μουσική. Η αδελφή μας Αθηνά, Ο Επιζών, το Raven και προπαντός η περίφημη Κατάσταση Πολιορκίας. Παραληρηματικά κομμάτια μεγάλης διάρκειας που σκίζουν οριζοντίως τον χρόνο. Ρυθμικές ακολουθίες συλλαβών, λέξεων και φράσεων που δεν θέλεις να σταματήσουν ποτέ. Πολυρυθμία δύσκολη για τους εκτελεστές, εύκολη για το κοινό. Έργα που θα παίζονται στους επόμενους αιώνες και θα σηματοδοτούν τα χαρακτηριστικά αλλά και τα πάθη της εποχής μας.

Και πέρα απ’ όλα τα προηγούμενα, μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ελληνικό και διεθνή. Περίοπτη θέση στη δημιουργία του κατέχουν τα μεικτά έργα – μετασυμφωνικά τα ονομάζει ο ίδιος – όπως είναι "Το Άξιον Εστί" και το "Canto General", έργα που εκτελέστηκαν εκατοντάδες φορές σε ολόκληρο τον κόσμο, συγκινώντας μεγάλα ακροατήρια σε όλες τις γωνιές της γης και βεβαίως τα συμφωνικά έργα αρκετά από τα οποία εκδίδονται σήμερα.

Ξέρουν αρκετοί ότι ο Μίκης έκανε όχι απλώς σοβαρές σπουδές αλλά ειδικές σπουδές στο Παρίσι. Είχε έναν δάσκαλο, μύθο της μουσικής του 20ού αιώνα. Αναφέρομαι στον Ολιβιέ Μεσιάν. Ακόμα και οι βασικοί εκπρόσωποι της σχολής του Ντάρμσταντ (Μπουλέζ, Νόνο, Μπέριο, Στοκχάουζεν κ.ά.) είχαν ως μέντορά τους τον Ολιβιέ Μεσιάν. Λίγοι όμως γνωρίζουν πόσο ο Ολιβιέ Μεσιάν εκτιμούσε τον Μίκη Θεοδωράκη. Πίστευε ότι ο Μίκης ήταν ένα από τα μεγάλα ταλέντα στη δεκαετία του ’50, μια εποχή κοσμογονικών αλλαγών στη μουσική

Το λάθος που κάνουν αρκετοί μουσικολόγοι και κριτικοί είναι το εξής: Λένε «Ο Μίκης είναι μέγας τραγουδοποιός, που μέχρι το ’60 κι απ’ το ’80 και μετά έγραψε και κάποια συμφωνικά έργα. Κι επειδή είχε αυτή τη διακοπή των είκοσι χρόνων, δεν υπάρχει μια συνθετική συνέχεια, όπως για παράδειγμα στον Στραβίνσκυ ή στον Σοστακόβιτς». Υπονοούν επίσης ότι ο συμφωνικός Μίκης είναι συντηρητικός αφού ποτέ δεν αποδέχτηκε τον μοντερνισμό ή τον μεταμοντερνισμό. Είναι μέγα λάθος στη μουσική να βάζεις πρόσωπα και πράγματα σε προϋπάρχοντα κουτάκια. Οι μεγάλες προσωπικότητες ανοίγουν καινούριες σελίδες και καινούριους δρόμους. Τα βολικά κουτάκια δε χωράνε πρόσωπα όπως ο Μίκης Θεοδωράκης κι έτσι δεν μπορείς να μιλήσεις με σιγουριά ότι εδώ έχουμε τραγούδι, εκεί συμφωνία, από δω όπερα κι από κει μπαλέτο. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι απ’ το «Δυο γιους είχες μανούλα μου» μέχρι την περίφημη «Αντιγόνη» που παίχτηκε στο Κόβεν Γκάρντεν το 1959, ή απ’ το «Άνοιξε λίγο το παράθυρο» -ένα από τα αριστουργηματικότερα τραγούδια της ελληνικής μουσικής- μέχρι την 3η Συμφωνία ή τις όπερές του υπάρχει μια αδιάσπαστη ενότητα. Και μόνο έτσι πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα έργα του.

Θα ήθελα να επιχειρηματολογήσω λίγο περισσότερο σ’ αυτό, γιατί είναι κομβικό στοιχείο. Εάν ακούσετε την 3η Συμφωνία, στην εκδοχή του 1992, θα ανακαλύψετε στοιχεία που υπάρχουν, ως σχεδιάσματα του 1941. Παρατηρείς στον Θεοδωράκη το εξής: Η ίδια ιδέα μέσα από μια αλληλουχία σχεδιασμάτων που αναπτύσσεται στον χρόνο μπορεί να βρεθεί σε τραγούδια, σε κύκλους τραγουδιών, σε μετασυμφωνικά έργα, σε μουσική δωματίου, σε μπαλέτα, σε συμφωνικά έργα, σε όπερες. Ο Μίκης δε λειτουργεί όπως εγώ που είμαι ένα είδος Δρ. Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ. Δε συνθέτει τραγούδια και μετά από τρεις μήνες ένα συμφωνικό έργο, το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με αυτά. Πρέπει να αντιμετωπίζουμε το έργο του Μίκη ως μια πλήρως αδιάσπαστη ενότητα.

Στην 3η Συμφωνία (Τρίτο Μέρος) έχει έξοχα μελοποιήσει την «Πόλη» του Καβάφη. Εάν το παρακολουθήσετε απομονωμένα αυτό το κομμάτι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην πάει το μυαλό σας στις έξοχες μελοποιήσεις που μας έδωσε στη δεκαετία του ’60. Είναι ίδιας υφής, ίδιας λογικής, ίδιας φόρμας. Η άρια της Μήδειας από την ομώνυμη όπερα είναι βασισμένη στο παιδικό του τραγούδι «Το φθινόπωρο». Το πολυπαιγμένο μπαλέτο του «Ζορμπάς» βασίζεται σε μελωδικά και ρυθμικά θέματα που διατρέχουν όλο το προγενέστερο έργο του. Και αυτό συμβαίνει σε όλα τα συμφωνικά του έργα, πλην ίσως της 1ης Συμφωνίας του 1954. Και μάλιστα όλα τα συμφωνικά του έργα περιέχουν και μια άλλη εμμονή του Θεοδωράκη. Ποια είναι αυτή η εμμονή; Ο μελοποιημένος λόγος, που βασίζεται στις διαμορφωμένες ιδέες του Μίκη απ’ τη δεκαετία του ’60.

Συμβουλή μου στους μουσικολόγους, στους κριτικούς και στους ιστορικούς της μουσικής: Απαγορεύεται να κατακερματίζετε τον Μίκη Θεοδωράκη ως Μίκη τραγουδοποιό, ως Μίκη κλασικό, ως Μίκη θεατρικό συνθέτη, ως Μίκη συνθέτη όπερας. Γιατί ο Μίκης Θεοδωράκης έψαχνε σ’ όλη του τη ζωή με πάθος και εμμονή να βρει τον ήχο αυτής της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Έχουμε ακούσει πολλές φορές να μιλούν με πολύ καλά λόγια για τον Μίκη Θεοδωράκη. Εγώ μάλιστα δημοσίως τον αναφέρω «κολόνα της νεοελληνικής τέχνης». Περιέργως δεν μου αρκεί. Αλλά λόγω σοβαρότητας δεν πήρα κάποιους φιλολόγους να μου βρουν άλλον υπερθετικό. Έψαξα να δω, γιατί δεν μου αρκεί το «μεγάλος συνθέτης» και το «κολόνα του νεοελληνικού πολιτισμού». Και κατέληξα στο εξής: υπάρχουν πολλοί μεγάλοι συνθέτες στην Ελλάδα και βεβαίως και στην Ευρώπη. Αλλά υπάρχουν ορισμένοι εξ αυτών που έχουν το εξής χαρακτηριστικό: Αναφέρω και μη φοβηθείτε από τα ονόματα: Μπαχ. Χωρίς τον Μπαχ η μουσική θα ήταν άλλη∙ δεν θα μπορούσαμε να περάσουμε από τον 16ο στον 17ο και στον 18ο αι. Χωρίς τον Μότσαρτ ήταν αδύνατο να πάμε στον Μπετόβεν από τον Μπαχ. Αν επικρατούσε ο Σαλιέρι, η μουσική θα ήταν αλλιώς. Χωρίς τον Μπετόβεν ήταν αδύνατον να φτάσουμε στον Σούμαν και στον Μπραμς. Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν είναι τα κλειδιά. Ο Σοστακόβιτς είναι η προσωπική μου αγάπη. Πολύ μεγάλος συνθέτης. Τον λατρεύω. Χωρίς τον Σοστακόβιτς θα υπήρχε κενό, η μουσική όμως δεν θα ήταν άλλη.

Στην Ελλάδα τώρα, υποκλίνομαι βαθύτατα στον Νίκο Σκαλκώτα. Πολύ μεγάλος συνθέτης και απίστευτα αδικημένος από τις συνθήκες που επικρατούσανε στον τόπο μας όσο ζούσε. Χωρίς τον Σκαλκώτα θα υπήρχε μεγάλο κενό, αλλά η ελληνική μουσική δεν θα ήταν άλλη. Χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη η ελληνική μουσική θα ήταν άλλη. Και αυτό, νομίζω, καθιστά τον Μίκη μοναδική περίπτωση στην ελληνική τέχνη και στον πολιτισμό μας.

Μίκη, η μουσική είναι η ζωή μου. Τα ’χουμε συζητήσει αυτά. Η αγάπη μου για τα παιδιά μου, για τη γυναίκα μου, για τους φίλους μου περνάει μέσα απ’ αυτήν. Και το σημαντικότερο στοιχείο της μουσικής μου, έτσι όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι, είναι η αίσθηση της δραματικής συγκυρίας. Γιατί, νομίζω, θα συμφωνήσεις ότι σ’ αυτή τη χώρα που κι εσύ λατρεύεις κι εγώ λατρεύω και όλοι μας αγαπάμε, ακόμα κι ένα ανέκδοτο, ακόμα κι ένα χαμόγελο, σου αφήνει πικρή γεύση. Κι αυτή την αίσθηση της δραματικής συγκυρίας μου τη μάθατε δύο: ο Γιάννης Ρίτσος κι εσύ. Και γι’ αυτό, Μίκη, σου χρωστώ την ολοκλήρωσή μου στη μουσική. Και θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι θα σε περιέχω μέχρι το τέλος της ζωής μου. Και θα σε αγαπώ για πάνια.   Να ’σαι πάντα καλά.

 

 

  • Like 3
  • Thanks 1
Δημοσ. (επεξεργασμένο)

Να προσθέσουμε εδώ ότι υπήρχαν και Έλληνες μουσικοί που εκδιώχθηκαν ως κομμουνιστές , έφαγαν σφαίρες, έχασαν μάτια, από σφαίρες, θήτευσαν και μεγαλούργησαν δίπλα σε τεράστιους επιστήμονες , έγιναν διάσημοι σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα δεν τους έδωσαν ούτε μια αράδα…….Γιάννης Ξενακης.

Μακρινο πλέον 1995 , σε φοιτητική εστία  στο πανέμορφο βροχερό Λονδίνο , Σεπτέμβριος….συνάντηση με τους αγνώστους  έτους συγκάτοικους . Ο καλός φίλος Gregg φοιτητής μουσικής , μου λέει….”Greece….oh my God…..Yiannis Xenakis”. 
Σαφεστατα και ήταν ένα τεράστιο κεφάλαιο ο Μίκης αλλά δυστυχώς μετέτρεψε τον εαυτό του σε πολιτικό αντικείμενο εκμετάλλευσης . Ως καλλιτέχνη δεν μπορώ να τον κρίνω επιστημονικά δεν έχω τις γνώσεις , σίγουρα υπήρχαν έργα του που με άγγιξαν , αλλά σε καμία περίπτωση ο θάνατος ενός ανθρώπου 96 ετών δεν θα μου φέρει δάκρυα θλίψης στα μάτια. 
ενας μεγάλος καλλιτέχνης σίγουρα, αλλά ως εκεί…..

Επεξ/σία από dasimo
  • Like 2
Δημοσ.
Στις 2/9/2021 στις 11:45 ΜΜ, V.I.Smirnov είπε

Σκέφτομαι πόσο διανοητικά φτωχός και μικρός είναι ο Θεοδωράκης μπροστά του.

Πρεπει να καταλάβεις πως ο Θεοδωράκης έγινε μια παγκόσμιας εμβέλειας προσωπικότητα και μια από τις μεγαλύτερες Ελληνικές, από τη γενική δράση του.

Τι σχέση έχει ένας βιρτουόζος πιανίστας όπως ο Κάτσαρης, όσο καλός και άξιος και αν ειναι με το έργο και τη δράση του Μίκη? Συγκρίνεις ανόμοια πράγματα. Τον Κάτσαρη τον ξέρεις μονο εσυ και όσοι ειναι ειδικοί στο συγκεκριμένο ειδος...Δηλαδή πολύ συγκεκριμένοι άνθρωποι. 

Ο Θεοδωράκης δεν ηταν απλά ένας μουσικός. Συγκρίνεται με τεράστιες προσωπικότητες. Καλλιτεχνης, ενωτικός πολιτικός, ειρηνιστής. Δεν ειναι τυχαίο οτι τον σεβοντουσαν όλοι.

Επισκέπτης
Αυτό το θέμα είναι πλέον κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.
  • Δημιουργία νέου...