Προς το περιεχόμενο

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

κοινόβιο το [kinóvio] Ο42 : μορφή οργάνωσης της μοναστικής ζωής, σύμφωνα με την οποία οι μοναχοί σιτίζονται σε κοινή τράπεζα, δεν έχουν δικά τους χρήματα, δεν πληρώνονται για τα διακονήματά τους και έχουν ηγούμενο. || μορφή κοινής συμβίωσης, συνήθ. ατόμων χωρίς συγγενικούς δεσμούς, καθώς και ο αντίστοιχος χώρος: Zουν σε ~. Kατέλαβαν ένα παλιό κτίριο και το έκαναν ~. 

[λόγ. < ελνστ. κοινόβιον]

  • Thanks 1
Επισκέπτης
Αυτό το θέμα είναι πλέον κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.
  • Δημιουργία νέου...