Προς το περιεχόμενο

Διδακτικές Ιστορίες


pesis

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • Απαντ. 41
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση

Συχνή συμμετοχή στο θέμα

Συχνή συμμετοχή στο θέμα

Δημοσιευμένες Εικόνες

Ήταν άνθρωπος

(της Ξένιας Σώντερς)

Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.

Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια της γριούλας, δεν μίλησε.


Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.

Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.

Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.

Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».

Στην επόμενη στάση ένα παλληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παλληκάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.

Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

  • Like 1
Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Γίνεται και λούπα αυτό. Η συνέχεια της από πάνω ιστορίας:

 

"Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς ένα παλικάρι. Έσερνε τα βήματά του στο χιόνι, ... Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι το παλικάρι δεν φορούσε παπούτσια..."

 

Ad infinitum.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Γίνεται και λούπα αυτό. Η συνέχεια της από πάνω ιστορίας:

 

 

με αυτην την ιστορια μου ηρθε απορρια και ανοιξα νεο θεμα χαχαχα http://www.insomnia.gr/topic/522533-%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CE%B3%CF%85%CE%B7/

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

brothers-grimm-cat.jpg?resize=500%2C169


ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήτανε μια γάτα, που έπιασε φιλίες μ' έναν ποντικό. Και τού 'δωσε τόσες υποσχέσεις και τού 'ταξε τόσα ωραία πράγματα, που με τα πολλά ο ποντικός συμφώνησε και δέχτηκε να ζήσουνε μαζί στο ίδιο σπίτι, μοιράζοντας σαν καλοί φίλοι τα υπάρχοντα τους.


« Αλλά θα πρέπει να φροντίσουμε για το χειμώνα, ειδάλλως θα πεινάσουμε ", είπε η γάτα. « Εσύ, ποντικέ, να προσέχεις πού πατάς και να μη χώνεσαι όπου βρεις, γιατί στο τέλος θα πιαστείς σε καμιά φάκα και θα σε χάσω ». Η ιδέα της γάτας ήταν καλή και πράγματι αγόρασαν ένα βαρελάκι βούτυρο, να τό 'χουν για το χειμώνα. Μόνο που δεν ήξεραν πού να το κρύψουν, για να μην τους το κλέψει κανείς. Αφού  έσπασαν τα κεφάλια τους, η γάτα μίλησε και είπε :


« Δεν μπορώ να βρω καλύτερη κρυψώνα απ την εκκλησία. Εκεί δεν τολμάει κανείς ν απλώσει το χέρι του και να κλέψει το παραμικρό. Πάμε να τ αφήσουμε κάτω από την Αγία Τράπεζα. Και δεν θα τ' ανοίξουμε παρά μόνον όταν θα το χρειαστούμε ».


Cat-and-Mouse-001.jpg?resize=695%2C546


Έκρυψαν λοιπόν κι ασφάλισαν το βούτυρο για το χειμώνα. Αλλά πριν περάσει πολύς καιρός, τη γάτα την έπιασε λιγούρα για τη νόστιμη λιχουδιά. Και λέει στον ποντικό :


— "Ποντικέ, η ξαδέρφη μου γέννησε κι έφερε στον κόσμο ένα γατάκι καστανόξανθο. Σήμερα θα γίνει η βάφτιση κι εγώ θα είμαι νονά. Άσε με να πάω και φρόντισε μόνος σου το σπιτικό μας".


— « Εντάξει, εντάξει », αποκρίθηκε το ποντίκι. " Πήγαινε στο καλό του Θεού. Κι αν σας τρατάρουν τίποτα καλό, μη με ξεχάσεις. Μ' αρέσουν και μένα τα κουφέτα ».


Αλλά ήταν όλα ψέματα. Η γάτα ούτε ξαδέρφη είχε, ούτε ανιψάκι είχε αποκτήσει. Παρά μια και δυο τραβάει για την εκκλησία, τρυπώνει κάτω απ' την Αγία Τράπεζα κι ανοίγει το βαρελάκι με το βούτυρο. Αφού έφαγε το πάνω πάνω, το καϊμάκι, έκανε μια βόλτα πάνω απ' τις στέγες των κοντινών σπιτιών, λιάστηκε καλά καλά, σκούπισε τα μουστάκια της και ξερογλειφότανε κάθε που θυμότανε το βούτυρο. Κατά το βραδάκι γύρισε σπίτι.


—" Επιτέλους ήρθες ! », την υποδέχτηκε ο ποντικός. " Τα πέρασες ωραία; »


— " Καλά ήτανε ».


— α Και πώς το βγάλατε το γ α τ ά κ ι ; », ρώτησε ο ποντικός,


—"Παειτο-καϊμάκι », απάντησε ξερά η γάτα.


—" Παειτοκαϊμάκι; ", απόρησε ο ποντικός. " Παράξενο όνομα. Το συνηθίζετε στην οικογένεια σας; »


— " Μην το ψάχνεις », τον έκοψε η γάτα. " Δεν είναι δα χειρότερο απ το όνομα που έδωσες εσύ στο βαφτιστήρι σου : Ψιχουλοφάης . . . »


Δεν πέρασε πολύς καιρός και τη γάτα πάλι την έπιασε λιγούρα για το βούτυρο. Γυρνάει λοιπόν και λέει στον ποντικό :


—" Θα μου κάνεις τη χάρη και θα φροντίσεις σήμερα μόνος σου το σπιτικό μας. Γιατί θα γίνω και πάλι νονά. Το καινούργιο γατάκι είναι μαύρο με μια άσπρη γραμμούλα γύρω απ' το λαιμό. Δεν μπορώ να πω όχι ".


Ο καλός ο ποντικός συμφώνησε. Η γάτα όμως χώθηκε στα στενά και κρυφά έφτασε μέχρι την εκκλησία. Εκεί άνοιξε πάλι το βαρελάκι και κατέβασε το βούτυρο ώς τη μέση. « Τίποτα δεν είναι πιο νόστιμο », σκέφτηκε, " άπ' αυτό που τρως εσύ ο ίδιος ». Κι έμεινε πολύ ευχαριστημένη από την εκδρομή της. Όταν γύρισε σπίτι, ο ποντικός τη ρώτησε :


" Πώς το βάφτισες αυτό το γατάκι; »


— "Παειτομισό", απάντησε η γάτα.


— « Παειτομισό ! Τι λες; Σ όλη μου τη ζωή δεν έχω ξανακούσει τέτοιο όνομα. Βάζω στοίχημα ότι στο ημερολόγιο δεν έχει μέρα να γιορτάζει ! »


CatandMouse_Rackham.jpg?resize=285%2C400


Δεν πέρασε πολύς καιρός και της γάτας της τρέξανε πάλι τα σάλια για το βούτυρο. "Όλα τα καλά πράγματα τριτώνουν », είπε στον ποντικό. « Με κάλεσαν πάλι νονά σε μια βάφτιση. Το γατάκι αυτή τη φορά είναι κατάμαυρο, μόνο που έχει άσπρα ποδαράκια. Ούτε μια άσπρη τρίχα σ' όλο του το κορμάκι. Αυτό είναι πολύ σπάνιο, μια φορά στα δέκα χρόνια συμβαίνει. Θα μ' αφήσεις να πάω ; »


— « Παειτοκαϊμάκι, Παειτομισό ! Αυτά τα παράξενα ονόματα μ έχουν βάλει σε σκέψεις ».


— " Είναι επειδή κάθεσαι κλεισμένος όλη μέρα εδώ μέσα με την γκρίζα σου τη ρόμπα και με την ουρίτσα σου τυλιγμένη στην πολυθρόνα. Αυτά παθαίνει όποιος δεν βγαίνει έξω ".


Ο ποντικός έμεινε λοιπόν σπίτι και καθάρισε και σκούπισε και συγύρισε. Η λιχούδα γάτα όμως έβαλε κάτω το βαρελάκι και το τέλειωσε το βούτυρο. "Δεν ησυχάζεις παρά μονάχα όταν τον φας όλον το μεζέ", μονολόγησε. Χορτάτη και καλοφαγωμένη γύρισε σπίτι αργά το βράδυ. Ο ποντικός ρώτησε αμέσως να μάθει τι όνομα είχανε δώσει στο τρίτο γατάκι.


—« Μπα, ούτε αυτό θα σου αρέσει », του αποκρίθηκε η γάτα. « Το βγάλαμε Παει-όλο ».


— " Παειόλο ! », φώναξε ο ποντικός. « Αυτό είναι το πιο παράξενο απ όλα. Δεν τό ' χω συναντήσει πουθενά γραμμένο. Τι στην ευχή σημαίνει; " Και κουνώντας το κεφάλι του κουλουριάστηκε στη γωνιά του να κοιμηθεί.


Από τότε κι ύστερα κανείς δεν ξανακάλεσε τη γάτα να βαφτίσει. Ό τ α ν όμως χειμώνιασε κι έξω δεν έβρισκαν π ι α τίποτα να φάνε, ο ποντικός θυμήθηκε το βούτυρο και είπε :


—« Έλα , γάτα, πάμε στην εκκλησία να πάρουμε το βούτυρο, που είχαμε φυλάξει για το χειμώνα. Θα είναι ό,τι πρέπει».


— « Μάλιστα », αποκρίθηκε η γάτα. " Γ ι α σένα προπάντον θα είναι ό,τι πρέπει. Και δεν θα σου πέσει βαρύ στο στομάχι. Είναι ελαφρύ, σαν να τρως αέρα κοπανιστό ». Μια και δυο, ξεκινάνε γ ι α την εκκλησία. Κι όταν έφτασαν, βρήκαν το βαρελάκι στη θέση του. Αλλά ήταν άδειο.


—" Τώρα καταλαβαίνω », είπε ο ποντικός. " Ωραία φίλη είσαι! Αντί να βαφτίζεις γατάκια, ερχόσουνα εδώ και έτρωγες το βούτυρο. Πρώτα πρώτα Παειτοκαϊμάκι, μετά Παειτομισό, κι ύστερα . . . »


mouse-cat.jpg?resize=236%2C296


— " Σταμάτα ! » τον έκοψε η γάτα. " Άλλη μια λέξη και θα σε φάω κι εσένα! »


— " . . . Παειό-όλο! », ξεστόμισε ο καημένος ο ποντικός. Και πριν προλάβει ν' αποσώσει το λόγο του, τον αρπάζει η γάτα και τον κάνει μια χαψιά.


Τι να κάνουμε; Έτσι είναι ο κόσμος.


__


    ~Από το βιβλίο "Τα Παραμύθια Των Αδερφών Γκρίμμ"


Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

 
δουλεια σπιτι δουλεια σπιτι ,το ωραριο του μια εναλλασομενη ρουτινα ωρων για να βγαζει ενα μεροκαματο και να περνα την ζωη του,στη δουλεια δεν μιλαγε πολυ αναλωνονταν στις αναλυσεις πραξεων λογαριασμων και στο διπλο ελεγχο των βιβλιων για λαθη.
ηταν ελευθερος η τελευταια του μεγαλη σχεση ειχε ξεχαστει προ ανειπωτου χρονου που ο ιδιος ειχε καταχωνιασει σε μια ιδιαιτερη γωνια του μυαλου για να θυμαται παντα οταν τον επιαναν οι μεγαλες μοναξιες στα μεσα του χειμωνα.
επαφη με τους δικους του δεν ειχε ,προτιμησε να απαγκιστρωθει πολυ νωρις και με την πρωτη ευκαιρια εφυγε εκτος της πατρικης του πολης ,στη μεγαλουπολη βρηκε μια μικρη γκαρσονιερα και δουλεια για να ζει,βαλθηκε να στοιβαξει ολα του τα ονειρα ,εκαδρωσε στο τοιχο το απολυτηριο πανεπιστημιου με αριστα. και ξεκινησε την ζωη του .
στο γυραδικο πιο κατω τον ξεραν με το μικρο του ονομα ετρωγε εκει καθε πεμπτη και παρασκευη,λιγο πιο κατω στο τσιπουραδικο και κει τον ξερανε πηγαινε με δυο τρεις γνωστους και πινανε κανα ξυδι το σαβατοκυριακο.
η πολη εμοιαζε ως παντα τσιμεντουπολη ,τα περιστερια σεριανιζαν στο πεζοδρομιο και οι ανθρωποι βουβοι με βημα γρηγορο εβαδιζαν για ενα αγνωστο προορισμο .
μερικοι μοιραζανε φειγ βολαν με διαφημισεις ,αλλαξε την ζωη σου αγορασε την νεα tv με 3d τον πηρε το γελιο ,η ζωη ηταν τρισδιαστατη και αυτοι επεμεναν να αναγκασουν τον κοσμο να βλεπει 3d σε ενα κουτι μακρυα απο ολους και μαλιστα σε μια τιμη που θα θελε 6 μισθους για να γινει δικη του.τρισδιαστατη tv και μαυροασπρα ονειρα.
στο γραφειο ολοι ειχαν παρει αδεια ηταν αλλωστε μεσα ιουλη ,ζεστη αφορητη και αποπνικτικη ζεστη και αυτος εκοιταζε διπλοτυπα και εκτιμουσε λογαριασμους χρεων,στο γραφειο του διευθντη που ταν απεναντι απο το δικο του εκαναν παρελαση πρωτα η κορη του η μικρη που ζητησε το μισο μισθο του απο τον πατερα της για να παει για ψωνια,ο γιος που ζητησε τον αλλο μισο μισθο του για να παει για μπουζουκια και αυτος να εχει κολησει στον ιδιο μισθο εδω και 5 χρονια.
καμια φορα οταν εβρισκε το θαρος να ζητησει μια αυξηση ξεκιναγε το εχουμε κριση ,που να βρω λεφτα,μπορει να γινουν περικοπες υπαλληλων κλπ.
αυτη την μερα ειτε γιατι τον χτυπησε ο ηλιος περισοτερο απο ολες τις αλλες μερες ειτε γιατι εξοργιστηκε οταν ειδε πως καποιοι τρωγανε ενα μηνιατικο επηγε μετα τις 12 στο γραφειο.
εκτυπησε την πορτα και μπηκε μεσα ,ο διευθυντης τον εκοιταξε βλοσυρα ,τι ειναι χαραλαμπε τρεχει τπτ.
- ναι θελω αυξηση και μαλιστα γεναιοδωρη ειναι καιρος αλλωστε.
-κοιτα χαραλαμε ειναι κριση το γραφειο αδυνατει,ολοι πρεπει να κανουμε θυσιες.
-το ξερω κυριε διευθυντα ,και δεν πρεπει να κλεβουμε το κρατος κυριε διευθυντα ετσι?
-τι θελεις να πεις χαραλαμπε
-οτι αν δεν παρω αυξηση μπορει να μου ξεφυγει κανα νουμερο ,η κανα δεδομενο απο τα διπλα βιβλια
-με εκβιαζεις λοιπον χαραλαμπε
-μπα μπα η την αυξηση που δικαιουμαι η κελαηδαω σαν πουλακι .
-ωραια θα την εχεις και επειδη ειμαι καλος ανθρωπος θα ναι γυρω στο 500ευρω επιπλεον αλλα σιγη προς ολους τους αλλους
βγηκε εξω ανασανε γρηγορα ,σχεδον κοφτα,οταν ολοι γυρω λυκοι πρεπει αναποφευκτα να γινεις και συ λυκος για να επιβιωσεις ,μεχρι τα προβατα να γενουν ολοι λυκοι διοτι δεν υπαρχει σωτηρια στο συστημα ουτε ιδανικη ελευθερια ,εχουμε καιρο να γινουμε ανθρωποι παρα πολυ καιρο

 

απο τα πρωτα μου αφηγηματα σε προχειρη μορφη ;)

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Α, αφου αρχίσαμε τα δικά μας, έχω κι εγώ ένα.

Tιτλοφορείται ''Μια ήδη χαμένη ζωή''. Πολύ νόημα, και ηθικό δίδαγμα.

 

 

Πανεπιστήμιο. Χώρος Πειραματικής Έρευνας. Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Ψυχιατρικής. Διάλεξη.

Πολύωρη αναμονή. Πολυάριθμο πλήθος. Μπλοκ σημειώσεων. Επίτιμος Καθηγητής του πανεπιστήμιου της C.

 

‘‘Καλησπέρα σας.’’

 

Πλήθος όρθιο. Χειροκροτήματα. Επευφημισμοί. Fade Out. Ησυχία.

 

‘‘Ο ασθενής της σημερινής συνεδρίας ονομάζεται Φ.Κ. Το πρόβλημα του τον έχει απομονώσει  κοινωνικά και του έχει δημιουργήσει προβλήματα, τόσο προσωπικής φύσης όσο και προβλήματα με το γύρω περιβάλλον του, όπως οικογένεια, σπίτι και δουλειά.

Ο Φ.Κ είναι ένας μεσήλικας άνδρας, ο οποίο διανύει την 4η δεκαετία της ζωής του,  δουλεύει σε μια εταιρία παραγωγής χαρτικών ειδών κατέχοντας μια αρκετά υψηλόβαθμη θέση, έχει στην κατοχή του πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης και μεταπτυχιακό, έχει 3 παιδιά, μια γυναίκα άνεργη κατ’ επιλογήν ενώ κανένας από τους 2 γονείς του δεν ζει.’’

 

Μικρή παύση. Ξερός Βήχας. Απολογίες. Νερό. Επιστροφή.

 

‘‘Το κύριο πρόβλημα του Φ.Κ είναι ότι ποτέ στην ζωή του δεν έχει κάνει χρήση του Υπερσυντέλικου. Όχι επειδή δεν γνωρίζει πώς να τον συντάξει, ούτε επειδή έχει το οποιοδήποτε γλωσσολογικής φύσεως πρόβλημα, αλλά επειδή τα γεγονότα της μέχρι τώρα ζωής του έχουν εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο που δεν επέτρεψαν στον Φ.Κ την χρήση του συγκεκριμένου χρόνου. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μας μιλήσει για το πρόβλημα του.’’ 

 

 

Είσοδος. Ψίθυροι. Μικρόφωνο. Άγχος. Εξομολόγηση.

 

‘‘ Καλησπέρα. Το όνομα μου είναι Φ.Κ, είμαι 43 χρονών και από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, δεν έχω κάνει ποτέ χρήση του Υπερσυντέλικου. Ξεκίνησα να μιλάω απο πολύ μικρή ηλικία, ήδη στα 2 μιλούσα αρκετά καλά για ένα παιδί τέτοιας ηλικίας, οπότε οι δικοί μου είχαν στην διάθεση τους αρκετό χρόνο να παρατηρήσουν το πρόβλημα μου, όπως και έγινε.

Πρώτη φορα το παρατήρησε η μητέρα μου, όταν ήμουν 5 ετών, το είπε στον πατέρα μου, και μαζί προσπάθησαν για μερικούς μήνες να μου κάνουν μια ερώτηση που η απαντηση να χρίζει υπερσυντέλικου και να συνδέεται με την μέχρι τότε ζωή μου, αλλά μετά απο πολλές προσπάθεις δεν το κατάφεραν. Τότε ήταν που απευθύνθηκαν σε ειδικό, και απο εκείνη την ηλικία μέχρι και σήμερα  βρίσκομαι σε συνεχή παρακολούθηση χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα.’’

 

Ερωτήσεις. Φοιτήτρια. Υψωμένο Χέρι. Ανταπόκριση. Ερώτηση.

 

‘‘ Υπάρχει περίπτωση να έχετε χρησιμοποιήσει κάποια στιγμή στην ζωή σας τον Υπερσυντέλικο και να μην το θυμόσαστε; Έχετε ρωτήσει κοντινά πρόσωπα σας για κάποιες ιστορίες της ζωής σας που πιθανώς να μην θυμάστε σαν παιδί; ’’

 

Ησυχία. Σκέψη. Κόμπιασμα. Απάντηση.

 

‘‘ Θυμάμαι ότι ο πατέρας μου, μέχρι και την ηλικία των 18 υποστήριζε με θέρμη το εξής περιστατικό: Όταν ήμουν 6 χρονών η μητέρα μου, μου ανέθεσε μια δουλειά την οποία και δεν κατάφερα να τελειώσω. Όταν η ίδια με ρώτησε για ποιον λόγο δεν την τελείωσα εγώ της απάντησα ότι πίστευα πως θα προλάβαινα να την τελειώσω μέχρι το χρονικό όριο που μου έδωσε αλλά δεν υπολόγισα καλά τα πράγματα και δεν τα κατάφερα. Σε ακριβώς αυτό το σημείο, ο πατέρας μου ορκιζόταν ότι έκανα χρήση του Υπερσυντέλικου για να δικαιολογηθώ στην μητέρα μου. Ωστόσο ο ειδικός που με εξέταζε εκείνη την εποχή ανακάλυψε ότι ο χρόνος δεν ήταν Υπερσυντέλικος αλλά κάποιο είδος ειδικού Παρακείμενου, οπότε και όλες οι ελπίδες του πατέρα μου και της μητέρας μου εξανεμίστηκαν σαν να μην υπήρξαν πότε.’’

 

Ξανά ησυχία. Περισσότερες σκέψεις. Δύσκολο Τοπίο. Επόμενη ερώτηση. Παρακαλώ.

 

‘‘ Ποια είναι η στάση της οικογένεια σας απέναντι στο πρόβλημα που αντιμετωπίζεται; ’’

 

Μορφασμός λύπης. Μικρή συγκίνηση. Άμεση απάντηση.

 

‘‘ Η οικογένεια μου έχει ανεχτεί πολλά. Δεν έχω κανένα παράπονο από αυτούς. Ειναι εκει για εμένα, και γνωρίζω πόσο δύσκολο είναι για αυτούς να συμβιώνουν με έναν τέτοιο άνθρωπο. Κάνουν ότι είναι δυνατόν για να με βοηθήσουν, και με την σειρά μου προσπαθώ για το καλύτερο.’’

 

Συγκίνηση. Δάκρυα.

 

 

‘‘Με συγχωρείτε, δεν μπορώ να συνεχίσω...’’

 

Χειροκρότημα. Αποχώρηση. Συνέχεια διάλεξης. Μελέτη. Συζήτηση.

 

---

 

Ο Φ.Κ πέθανε από καρκίνο του προστάτη ο οποίος έκανε μετάσταση στο πάγκρεας, σε ηλικία 72 χρόνων, μόνος και εγκαταλελειμμένος από όλους. Η οικογένεια του δεν άντεξε το πρόβλημα του το οποίο συνεχίστηκε για χρόνια και όσο και αν προσπαθούσαν όλοι να μην το δίνουν σημασία αυτό στεκόταν εκεί και τους κοιτούσε σαν ακούνητος βράχος. Έτσι αναγκάστηκαν και τον εγκατέλειψαν.

 

Η γυναίκα την οποία πλήρωνε ο Φ.Κ για να τον προσέχει, στάθηκε δίπλα του σε όλες τις δύσκολες από τον καρκίνο στιγμές καθώς ήταν παρούσα και στις τελευταίες ώρες του. Στον ιατροδικαστικό φάκελο του αποθανόντος, μετά από δήλωση αυτής της γυναίκας, γράφτηκε ότι τα τελευταία λόγια του ήταν: ‘‘Τι να πω… Πίστευα ότι μέχρι να πεθάνω, θα τον είχα χρησιμοποιήσει.’’

 

  • Like 2
Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Οι ιστορίες σας με άγγιξαν και με παρακίνησαν να μοιραστώ μια δίκη μου προσωπική ιστορία. Είναι γραμμένη στα τούρκικα και αποτελεί έναν ύμνο στην αγάπη. 

 

 

Το ερωτικό τηλεγράφημα του Χασάν

 

 

Μπουρέκλι [Μπουρεκάκι μου],

 

Αλ Φραγκομαχαλά  τζουρ μπερντέ βε απσονοτού μπιρ τσοπ φελντέ [Στον Φραγκομαχαλά οι μέρες περνούν και η απουσία σου είναι αισθητή]. Χερ τζουρ ντουσουνμεκ γκιουζελ μεμε [Κάθε μέρα σκέφτομαι το όμορφα βυζάκια σου]. Τσουτσου φουφου τσολντε ντεμεκ μπιρ πετρογκαζ; [Η ψωλί μου φλόγες βγάζει, λες να είναι πετρογκάζι;] Ουμιτ μπανιστιρ φοτογκραφ αλ παρντα μεμε γιαλαντζί [Ο Ουμίτ είδε τη φωτογραφία σου και πίστεύει ότι τα βυζάκια σου είναι ψεύτικα]. Μπεν τοκ τοκ γιοκ, μπουνταλα [Εγω του λέω να μη μιλάει και ότι είναι μπουνταλάς] . Αρ μπουμπουν παρντα φελντε αχταρμά [Έπειτα ο μπουμπούνας μου είπε ότι θέλει να κάνουμε παρτούζα]. Αχταρμά γιοκ βε βερζλι ινσιντ μπεϊ τσουτσου νταχντιρντι [Εγώ του ξεκαθάρισα ότι δεν ενδιαφερόμαστε για παρτούζα και να πάει στο μέρος (σ.σ. τουαλέτα) να βαρέσει καμιά μαλακία]. Τσουτσου κελέμπ μπιρ ταμάμ [Τα σώβρακα που μου έστειλες μου ταιριάζουν τέλεια]. Απσονοτου μπιτ τσοπ φελντε, μπακλαβά [Μου λείπεις πολύ, μπακλαβαδάκι μου] μπιρ τουλουμπ κοτλέ κασέρ αλ γιοκ τζερτζελέ [και το πουλί μου έχει βγάλει τυρί από την αγαμία].

 

 

Μουτς μουτς, Χασάν [Σε φιλώ, Μάριος]

  • Like 1
Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε ένα λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργία λογαριασμού

Εγγραφείτε με νέο λογαριασμό στην κοινότητα μας. Είναι πανεύκολο!

Δημιουργία νέου λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Συνδεθείτε τώρα

  • Δημιουργία νέου...