Προς το περιεχόμενο

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

Είναι λοιπόν ο κόσμος σε μια κηδεία, βάζουν το φέρετρο στο λάκκο, και αρχίζουν κάποιοι καλεσμένοι να λένε:



-Πολύ μαλάκας ο νεκρός!



-Ναι, παπάρας ήταν σε όλη του τη ζωή.



-Και μουνόδουλος. Μεγάλος μαλάκας.



 



Οπότε ρωτάει κάποιος:



-Καλά, τι κάνουν αυτοί τώρα; Οι φίλοι του δεν ήταν;



-Ναι, δεν κατάλαβες; Ρωτάει ο διπλανός του.



-Όχι, τι γίνεται;



-Τον θάβουν..

  • Like 21
  • Απαντ. 17k
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση

Συχνή συμμετοχή στο θέμα

Συχνή συμμετοχή στο θέμα

Δημοσιευμένες Εικόνες

Δημοσ.
- Ενα ζευγαρι πεφτει στο κρεβατι, και ο αντρας αρχιζει να την χαιδευει και να την φιλαει.

 

- Συγγνωμη μωρο μου του λεει αυτη, αλλα αυριο εχω ραντεβου με τον γυναικολογο και θελω να ειμαι καθαρη.

 

- Απογοητευμενος γυριζει απο την αλλη πλευρα, αλλα μετα απο λιγο αρχιζει να την ξαναχαιδευει και τη ρωταει.

 

- Με τον οδοντιατρο εχεις ραντεβου.
  • Like 3
Δημοσ.

Λέει ανέκδοτο το αφεντικό δεν γελάει κανείς, καπάκι σκεφτόμαστε την ουρά στον ΟΑΕΔ και δώσ'του χαχαχα και λολ και ομιτζι.

  • Like 24
Δημοσ.

Πως λέγεται ο μπάτσος στα ινδιάνικα;;;

 

 

βάρα τάκα τάκα

yxxxARC.gif

 

 

 

 

Ο Έλληνας στην Κόλαση

 

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης. Ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική:

- «Οργανωμένη χώρα», λέει, «τόσα χρόνια στην Ελλάδα, τι κατάλαβα από οργάνωση και υπηρεσίες; Mου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση».

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κόλασης. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη, και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει. Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

- «Να δω πώς είναι», του απαντά εκείνος.

- «Ούτε να το σκέφτεστε κύριε!», του απαντά ο υπάλληλος! «Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!!! Φρίκη! Φρίκη! Εγώ σας λέω να μη μείνετε».

Όπου φύγει-φύγει ο Έλληνας.

Στη συνέχεια δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση! Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη, όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ μάλιστα, δεν ανάβουν γιατί έχουν καεί τα λαμπάκια. Έτσι η επιγραφή γράφει ΟΑΣΗ.

- «Ελληνική ανοργανωσιά...», μουρμουρίζει.

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους... Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, τύφλα στο μεθύσι, και τον ρωτά τι θέλει.

- «Ήρθα να δω πώς είναι», του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα.

Τραπέζια, πολύ κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος:

- «Καλά ρε φίλε, τι γίνεται εδώ;»

- «Aσε φίλε, χάλια!», του λέει ο μεθυσμένος. «Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

- «Πλάκα μου κάνεις;;;», απαντάει ο πεθαμένος. «Εδώ πίνετε και γλεντάτε!»

- «Εεε, ξέρεις πώς είναι μωρέ εδώ στην Ελλάδα... Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια...

Δημοσ.

Πάει ένας γέρος 97 χρονών στο ασφαλιστήριο και λέει στον ασφαλιστή:
– «Καλημέρα παιδί μου. Θα ήθελα να κάνω μια ασφάλεια ζωής.»
Γελώντας ο ασφαλιστής, ρωτάει:
– «Συγγνώμη για την αδιακρισία, αλλά την θα την κάνετε την ασφάλεια ζωής;»
– «Ξέρεις παιδί μου, θα ταξιδέψω με τον πατέρα μου στην Ευρώπη.»
 Ο ασφαλιστής,νομίζοντας ότι τον κοροιδεύει, ρωτάει ειρωνικά:
– «Καλά, πόσο χρονών είναι ο πατέρας σας;»
– «127.»
– `127; Και τι θα κάνετε στην Ευρώπη;»
Απαντάει ο παππούς:
– «Θα πάμε στον γάμο του παππού μου.»
 Ο ασφαλιστής έχει αρχίσει να τρώει τα ρούχα του:
– «Και πόσο χρονών είναι ο παππούς σας;»
– «Είναι…μιά στιγμή...Α! 150.»
Ο ασφαλιστής, έτοιμος να πηδήξει απο το ανοιχτό παράθυρο:
– «Μα καλά, του παππού σας σ`αυτήν την ηλικία του ήρθε να παντρευτεί;»
– «Να μωρέ ο ίδιος δεν θελει, αλλα τον πιέζουν οι γονείς του!»

  • Like 1
Δημοσ.

Πιάσαμε τα αρχαία;;;

Ηταν μια φορά ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας.

Πηγαίνουν και οι τρεις σε ένα ξενοδοχείο, αλλά δεν είχαν πολλά λεφτά και νοικιάζουν όλοι μαζί ένα δωμάτιο για να κοιμηθούν με βάρδιες.

Πηγαίνει ο Γερμανός πρώτος να κοιμηθεί και την ώρα που πέφτει στο κρεβάτι για ύπνο βγαίνει από την ντουλάπα ένα φάντασμα και λέει στον Γερμανό:

"Είμαι το φάντασμα με το μαυρισμένο μάτι."

Αυτός από τον φόβο του τρέχει και πέφτει από το παράθυρο και πεθαίνει.

Πηγαίνει αργότερα ο Ιταλός να κοιμηθεί, το ίδιο πράγμα γίνεται.

Τέλος πηγαίνει και ο Έλληνας, πέφτει να κοιμηθεί, βγαίνει το φάντασμα και του λέει:

"Είμαι το φάντασμα με το μαυρισμένο μάτι!"

Και του απαντάει ο Έλληνας:

- Ρε, φύγε από δω μη σου μαυρίσω και το άλλο μάτι!

  • Like 4
Δημοσ.

Ηταν μια φορά ένας Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Έλληνας.

Πηγαίνουν και οι τρεις σε ένα ξενοδοχείο, αλλά δεν είχαν πολλά λεφτά και νοικιάζουν όλοι μαζί ένα δωμάτιο για να κοιμηθούν με βάρδιες.

Πηγαίνει ο Γερμανός πρώτος να κοιμηθεί και την ώρα που πέφτει στο κρεβάτι για ύπνο βγαίνει από την ντουλάπα ένα φάντασμα και λέει στον Γερμανό:

"Είμαι το φάντασμα με το μαυρισμένο μάτι."

Αυτός από τον φόβο του τρέχει και πέφτει από το παράθυρο και πεθαίνει.

Πηγαίνει αργότερα ο Ιταλός να κοιμηθεί, το ίδιο πράγμα γίνεται.

Τέλος πηγαίνει και ο Έλληνας, πέφτει να κοιμηθεί, βγαίνει το φάντασμα και του λέει:

"Είμαι το φάντασμα με το μαυρισμένο μάτι!"

Και του απαντάει ο Έλληνας:

- Ρε, φύγε από δω μη σου μαυρίσω και το άλλο μάτι!

 

Πρεπει να ημουν 8 χρονών, δηλαδη πριν περιπου .....34 χρονια .....

  • Like 9
Δημοσ.

Σε μια ερημο υπήρχε ένα φτωχό αλλά καλό μικρό κορίτσι που ζούσε με τη μητέρα της.  Ήταν πολύ φτωχές και δεν είχαν τίποτα να φάνε. Μια μέρα, το κοριτσάκι πήγε  στο  δάσος, και συνάντησε εκεί μια γριούλα η οποία γνώριζε τη θλίψη της. Εκείνη λοιπόν της χάρισε ένα μικρό κατσαρολάκι, το οποίο όταν του έλεγε,

"μαγείρεψε μικρό κατσαρολάκι", εκείνο μαγείρευε μόνο του μία πεντανόστιμη  γλυκιά κρέμα, και όταν του έλεγε "σταμάτα μικρό κατσαρολάκι" εκείνο σταματούσε να μαγειρεύει.  

Το κοριτσάκι ευχαρίστησε την καλή γριούλα και γύρισε στο σπίτι της μαζί με την μικρή κατσαρόλα.  Σύντομα, εκείνη και η μητέρα της σώθηκαν από τη φτώχεια και την πείνα τους, αφού έτρωγαν όση γλυκιά κρέμα ήθελαν και όποτε πεινούσαν.

Μια μέρα που το κοριτσάκι είχε πάει βόλτα στο δάσος, η μητέρα της είπε στο κατσαρολάκι:  "μαγείρεψε μικρό κατσαρολάκι" και το κατσαρολάκι μαγείρεψε κι εκείνη έφαγε μέχρι που χόρτασε. Τότε θέλησε να σταματήσει το κατσαρολάκι να μαγειρεύει μόνο που δε θυμόταν τη μαγική φράση. Συνέχισε έτσι το κατσαρολάκι να μαγειρεύει και να μαγειρεύει μέχρι που γέμισε κρέμα όλη η κουζίνα και το σπίτι ολόκληρο, και μετά το διπλανό σπίτι και μετά ο δρόμος, λες και ήθελε να χορτάσει την πείνα όλου του κόσμου.  Μα κανείς δεν ήξερε πώς να το σταματήσει!

Στο τέλος, κι όταν μόνο ένα σπίτι είχε γλιτώσει κι είχε μείνει καθαρό,  το κοριτσάκι γύρισε στο σπίτι.  Μόλις αντίκρυσε την πόλη γεμάτη γλυκιά κρέμα είπε στο κατσαρολάκι, "σταμάτα μικρό κατσαρολάκι" εκείνο σταμάτησε το  μαγείρεμα.

 Όμως όποιος επιθυμούσε να επιστρέψει στην πόλη  έπρεπε να φάει το  δρόμο της επιστροφής!

  • Like 1
Επισκέπτης
Αυτό το θέμα είναι πλέον κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

  • Δημιουργία νέου...