Προς το περιεχόμενο

The [Old] Official Off Topic Thread V


Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

Αναρωτιόμουν αν κανει ζέστη ή αν ψηνομαι απο τον πυρετό.

 

Δόξα τον θεό ειναι το δευτερο.

 

Σπερες

Περαστικά ρε βάιπερ. αλλά γιατί, ήθελες να αρρωστήσεις; 

  • Απαντ. 38,5k
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση

Συχνή συμμετοχή στο θέμα

  • nicoc89

    2558

  • viper2005

    2348

  • leftermann

    1563

  • athlios

    1526

Δημοσ.

Can't touch dis

Τουρουρουρου τουρουρουρου

 

 

Επίσης

Παίρνουμε τα πόστ του νικοτς with a grain of salt.

  • Like 1
Δημοσ.

ε τι να σχολιάσουμε,καύλες είχε ο άνθρωπος και τώρα λόγω εγχείρισης όλο εκεί έχει το μυαλό του επειδή του είπαν όχι.

  • Like 1
Δημοσ.

έγραψα ενα ερωτικό 4στοιχο να το στείλω στο γκομενάκι μπας κ κανονίσω για την άλλη εβδομαδα 
 

αν έρθει η ώρα κ χαθώ θα θελα πάντα να θυμάσαι
ένα πράγμα αγαπώ αυτό είσαι εσύ όπου κ νασε 
απ τον τάφο θα σηκώνομαι το βραδυ όταν κοιμάσαι 
στο σεντόνι σου θα χώνομαι γιαυτο να μη φοβάσαι 

9-cat-love.jpg
  • Like 6
Δημοσ.

 

έγραψα ενα ερωτικό 4στοιχο να το στείλω στο γκομενάκι μπας κ κανονίσω για την άλλη εβδομαδα 

 

αν έρθει η ώρα κ χαθώ θα θελα πάντα να θυμάσαι
ένα πράγμα αγαπώ αυτό είσαι εσύ όπου κ νασε 
απ τον τάφο θα σηκώνομαι το βραδυ όταν κοιμάσαι 
στο σεντόνι σου θα χώνομαι γιαυτο να μη φοβάσαι 

 

 

 

Its-so-beautiful.gif

  • Like 3
Δημοσ.

Ρε άσε τα μακάβρια στιχάκια και τα γκομενάκια και παίξε Diablo καμάρι μου!

τι ειν μακάβριο ? οτι θα σηκωθώ απ τον τάφο κ θα πάω στον ύπνο της να τσι κάνω γουτου γουτου ,α ?  :-( 

 

Δημοσ.

Ποσο τραγικα ειναι κατι ατομα που οταν ησουν ελλαδα σε ειχαν κλασμενο, να σου στελνουν fb  μου λειπεις, μας λειπεις, ποτε θα ερθεις κλπ...

  • Like 1
Δημοσ.

τι ειν μακάβριο ? οτι θα σηκωθώ απ τον τάφο κ θα πάω στον ύπνο της να τσι κάνω γουτου γουτου ,α ?  :-( 

 

Νίκο,πάρε να ξεπατικώνεις:

 

Του νεκρού αδελφού

 

 

 

 

 

5

 

 

 

 

10

 

 

 

 

15

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,

την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,

την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!

Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,

στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.

Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,

να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.

Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.

«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,

στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,

αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.

- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.

Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,

κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;

- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,

αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».

 

 

 

20

 

 

 

 

25

 

 

 

 

30

 

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,

κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι

κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,

βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.

Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,

στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.

«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,

οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!

το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;

Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».

Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,

η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.

Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,

και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

 

 

 

35

 

 

 

 

40

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.

Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.

Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:

«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.

- Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;

Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,

κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.

- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».

- Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

 

 

 

 

45

 

 

 

 

50

 

 

 

 

55

 

 

 

 

60

 

 

 

 

65

 

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,

δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,

μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:

«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!

- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

- Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».

Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:

«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,

να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!

- Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;

πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.

- Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.

- Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.

- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,

κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».

Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:

«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,

τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»

Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.

«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;

- Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.

- Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,

και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;

- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».

 

 

 

 

 

70

 

 

 

 

75

 

 

 

 

80

 

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.

Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.

Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.

Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.

Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα

βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,

βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.

Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,

και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.

Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.

«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,

κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,

κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.

- Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.

- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;

- Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

 

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

 

 

  • Like 1
Επισκέπτης
Αυτό το θέμα είναι πλέον κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.
  • Δημιουργία νέου...