Προς το περιεχόμενο

που με "βία" ή που με "βιά"?


insomnian

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

Επειδη μεθαυριο συμβαινει να ειναι εθνικη εορτη και θα ακουστει πολλες φορες ο Εθνικος Υμνος, μηπως μπορει να ξεκαθαριστει τι ακριβως λεει ο στιχος?

"που με βία μετραει τη γη" ή

"που με βιά μετραει τη γη" ?

  • Απαντ. 71
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση
Δημοσ.

GreekFlag-3.jpg

 

Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές· από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Από αυτές μόνο οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».

 

Μονοτονικό σύστημα

 

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.

 

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

Εκεί μέσα εκατοικούσες

πικραμένη, εντροπαλή,

κι ένα στόμα ακαρτερούσες,

«έλα πάλι», να σου πει.

 

Άργειε νάλθει εκείνη η μέρα,

κι ήταν όλα σιωπηλά,

γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα

και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

 

Πολυτονικό σύστημα (Όπως έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός)

 

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι

τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,

σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,

ποῦ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.

 

Ἀπ' τὰ κόκκαλα βγαλμένη

τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,

καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,

χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

 

Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες

πικραμένη, ἐντροπαλή,

κ' ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,

ἔλα πάλι, νὰ σοῦ πῇ.

 

Ἄργιε νὰ 'λθῃ ἐκείνη ἡ 'μέρα,

καὶ ἦταν ὅλα σιωπηλά,

γιατὶ τἄσκιαζε ἡ φοβέρα

καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

 

Και εδώ είναι ολόκληρος (και οι 158 τετράστιχες στροφές!)

 

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.

 

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

Εκεί μέσα εκατοικούσες

πικραμένη, εντροπαλή,

κι ένα στόμα ακαρτερούσες,

«έλα πάλι», να σου πεί.

 

'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα,

κι ήταν όλα σιωπηλά,

γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα

και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

 

Δυστυχής! Παρηγορία

μόνη σού έμενε να λές

περασμένα μεγαλεία

και διηγώντας τα να κλαις.

 

Και ακαρτέρει και ακαρτέρει

φιλελεύθερη λαλιά,

ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι

από την απελπισιά,

 

Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω

το κεφάλι από τσ' ερμιές;».

Και αποκρίνοντο από πάνω

κλάψες, άλυσες, φωνές.

 

Τότε εσήκωνες το βλέμμα

μες στα κλάιματα θολό,

και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,

πλήθος αίμα ελληνικό.

 

Με τα ρούχα αιματωμένα

ξέρω ότι έβγαινες κρυφά

να γυρεύεις εις τα ξένα

άλλα χέρια δυνατά.

 

Μοναχή το δρόμο επήρες,

εξανάλθες μοναχή·

δεν είν' εύκολες οι θύρες

εάν η χρεία τες κουρταλεί.

 

'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,

αλλ' ανάσαση καμμιά·

άλλος σου έταξε βοήθεια

και σε γέλασε φρικτά.

 

΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου

οπού εχαίροντο πολύ,

«σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου,

σύρε», έλεγαν οι σκληροί.

 

Φεύγει οπίσω το ποδάρι

και ολογλήγορο πατεί

ή την πέτρα ή το χορτάρι

που τη δόξα σού ενθυμεί.

 

Ταπεινότατη σου γέρνει

η τρισάθλια κεφαλή,

σαν πτωχού που θυροδέρνει

κι είναι βάρος του η ζωή.

 

Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει

κάθε τέκνο σου με ορμή,

πού ακατάπαυστα γυρεύει

ή τη νίκη ή τη θανή.

 

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

Μόλις είδε την ορμή σου

ο ουρανός που για τσ' εχθρούς

εις τη γη τη μητρική σου

έτρεφ' άνθια και καρπούς,

 

εγαλήνεψε· και εχύθει

καταχθόνια μια βοή,

και του Ρήγα σού απεκρίθη

πολεμόκραχτη η φωνή.

 

΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν

χαιρετώντας σε θερμά,

και τα στόματα εφωνάξαν

όσα αισθάνετο η καρδιά.

 

Εφωνάξανε ως τ' αστέρια

του Ιονίου και τα νησιά,

κι εσηκώσανε τα χέρια

για να δείξουνε χαρά,

 

μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο

το καθένα τεχνικά,

και εις το μέτωπο γραμμένο

έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».

 

Γκαρδιακά χαροποιήθει

και του Βάσιγκτον η γη,

και τα σίδερα ενθυμήθει

που την έδεναν κι αυτή.

 

Απ' τον πύργο του φωνάζει,

σα να λέει σε χαιρετώ,

και τη χήτη του τινάζει

το λιοντάρι το Ισπανό.

 

Ελαφιάσθη της Αγγλίας

το θηρίο, και σέρνει ευθύς

κατά τ' άκρα της Ρουσίας

τα μουγκρίσματα τσ' οργής.

 

Εις το κίνημα του δείχνει,

πως τα μέλη ειν' δυνατά·

και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει

μια σπιθόβολη ματιά.

 

Σε ξανοίγει από τα νέφη

και το μάτι του Αετού,

που φτερά και νύχια θρέφει

με τα σπλάχνα του Ιταλού·

 

και σ' εσέ καταγυρμένος,

γιατί πάντα σε μισεί,

έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος,

να σε βλάψει, αν ημπορεί.

 

΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι

πάρεξ που θα πρωτοπάς·

δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι

στες βρισιές οπού αγρικάς·

 

σαν το βράχο οπού αφήνει

κάθε ακάθαρτο νερό

εις τα πόδια του να χύνει

ευκολόσβηστον αφρό·

 

οπού αφήνει ανεμοζάλη

και χαλάζι και βροχή

να του δέρνουν τη μεγάλη,

την αιώνιαν κορυφή.

 

Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του,

οποιανού θέλει βρεθεί

στο μαχαίρι σου αποκάτου

και σ' εκείνο αντισταθεί.

 

Το θηρίο π' ανανογιέται

πως του λείπουν τα μικρά,

περιορίζεται, πετιέται,

αίμα ανθρώπινο διψά·

 

τρέχει, τρέχει όλα τα δάση,

τα λαγκάδια, τα βουνά,

κι όπου φθάσει, όπου περάσει,

φρίκη, θάνατος, ερμιά·

 

Ερμιά, θάνατος και φρίκη

όπου επέρασες κι εσύ·

ξίφος έξω από τη θήκη

πλέον ανδρείαν σου προξενεί.

 

Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει

της αθλίας Τριπολιτσάς·

τώρα τρόμου αστροπελέκι

να της ρίψεις πιθυμάς.

 

Μεγαλόψυχο το μάτι

δείχνει πάντα οπώς νικεί,

κι ας ειν' άρματα γεμάτη

και πολέμιαν χλαλοή.

 

Σου προβαίνουνε και τρίζουν

για να ιδείς πως ειν' πολλά·

δεν ακούς που φοβερίζουν

άνδρες μύριοι και παιδιά;

 

Λίγα μάτια, λίγα στόματα

θα σας μείνουνε ανοιχτά.

για να κλαύσετε τα σώματα

που θε νά 'βρει η συμφορά!

 

Κατεβαίνουνε, και ανάφτει

του πολέμου αναλαμπή·

το τουφέκι ανάβει, αστράφτει,

λάμπει, κόφτει το σπαθί.

 

Γιατί η μάχη εστάθει ολίγη;

Λίγα τα αίματα γιατί;

Τον εχθρό θωρώ να φύγει

και στο κάστρο ν' ανεβεί.

 

Μέτρα! Ειν' άπειροι οι φευγάτοι,

οπού φεύγοντας δειλιούν·

τα λαβώματα στην πλάτη

δέχοντ', ώστε ν' ανεβούν.

 

Εκεί μέσα ακαρτερείτε

την αφεύγατη φθορά·

να, σας φθάνει· αποκριθείτε

στης νυκτός τη σκοτεινιά!

 

Αποκρίνονται και η μάχη

έτσι αρχίζει, οπού μακριά

από ράχη εκεί σε ράχη

αντιβούιζε φοβερά.

 

Ακούω κούφια τα τουφέκια,

ακούω σμίξιμο σπαθιών,

ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,

ακούω τρίξιμο δοντιών.

 

Α, τι νύκτα ήταν εκείνη

που την τρέμει ο λογισμός!

΄Αλλος ύπνος δεν εγίνει

πάρεξ θάνατου πικρός.

 

Της σκηνής η ώρα, ο τόπος,

οι κραυγές, η ταραχή,

ο σκληρόψυχος ο τρόπος

του πολέμου, και οι καπνοί,

 

και οι βροντές και το σκοτάδι

οπού αντίσκοφτε η φωτιά,

επαράσταιναν τον ΄Αδη

που ακαρτέρειε τα σκυλιά·

 

Τ' ακαρτέρειε. Εφαίνον' ίσκιοι

αναρίθμητοι, γυμνοί,

κόρες, γέροντες, νεανίσκοι,

βρέφη ακόμη εις το βυζί.

 

'Ολη μαύρη μυρμηγκιάζει,

μαύρη η εντάφια συντροφιά,

σαν το ρούχο οπού σκεπάζει

τα κρεβάτια τα στερνά.

 

Τόσοι, τόσοι ανταμωμένοι

επετιούντο από τη γη,

όσοι ειν' άδικα σφαγμένοι

από τούρκικην οργή.

 

Τόσα πέφτουνε τα θερι-

σμένα αστάχια εις τους αγρούς·

σχεδόν όλα εκειά τα μέρη

εσκεπάζοντο απ' αυτούς.

 

Θαμποφέγγει κανέν' άστρο,

και αναδεύοντο μαζί,

ανεβαίνοντας το κάστρο

με νεκρώσιμη σιωπή.

 

'Ετσι χάμου εις την πεδιάδα,

μες στο δάσος το πυκνό,

όταν στέλνει μίαν αχνάδα

μισοφέγγαρο χλωμό,

 

Eάν οι άνεμοι μες στ' άδεια

τα κλαδιά μουγκοφυσούν,

σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,

οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.

 

Με τα μάτια τους γυρεύουν

όπου είν' αίματα πηχτά,

και μες στα αίματα χορεύουν

με βρυχίσματα βραχνά·

 

και χορεύοντας μανίζουν

εις τους ΄Ελληνες κοντά,

και τα στήθια τους εγγίζουν

με τα χέρια τα ψυχρά.

 

Εκειό το έγγισμα πηγαίνει

βαθειά μες στα σωθικά,

όθεν όλη η λύπη βγαίνει,

και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.

 

Τότε αυξαίνει του πολέμου

ο χορός τρομακτικά,

σαν το σκόρπισμα του ανέμου

στου πελάου τη μοναξιά.

 

Κτυπούν όλοι απάνου κάτου·

κάθε κτύπημα που εβγεί

είναι κτύπημα θανάτου

χώρις να δευτερωθεί.

 

Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·

λες κι εκείθενε η ψυχή

απ' το μίσος που την καίει

πολεμάει να πεταχθεί.

 

Της καρδίας κτυπίες βροντάνε

μες στα στήθια τους αργά,

και τα χέρια όπου χουμάνε

περισσότερο ειν' γοργά.

 

Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,

ουδέ πέλαγο, ουδέ γη·

γι' αυτούς όλους το παν είναι

μαζωμένο αντάμα εκεί.

 

Τόση η μάνητα κι η ζάλη,

που στοχάζεσαι μη πως

από μία μεριά και απ' άλλη

δεν είνει ένας ζωντανός.

 

Κοίτα χέρια απελπισμένα

πώς θερίζουνε ζωές!

Χάμου πέφτουνε κομμένα

χέρια, πόδια, κεφαλές,

 

και παλάσκες και σπαθία

με ολοσκόρπιστα μυαλά,

και με ολόσχιστα κρανία,

σωθικά λαχταριστά.

 

Προσοχή καμία δεν κάνει

κανείς, όχι, εις τη σφαγή·

πάνε πάντα εμπρός. Ω, φθάνει,

φθάνει· έως πότε οι σκοτωμοί;

 

Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,

πάρεξ όταν ξαπλωθεί;

Δεν αισθάνονται τον κόπο

και λες κι είναι εις την αρχή.

 

Ολιγόστευαν οι σκύλοι,

και «Αλλά», εφώναζαν, «Αλλά»,

και των Χριστιανών τα χείλη

«φωτιά», εφώναζαν, «φωτιά».

 

Λιονταρόψυχα, εκτυπιούντο,

πάντα εφώναζαν «φωτιά»,

και οι μιαροί κατασκορπιούντο,

πάντα σκούζοντας «Αλλά».

 

Παντού φόβος και τρομάρα

και φωνές και στεναγμοί·

παντού κλάψα, παντού αντάρα,

και παντού ξεψυχισμοί.

 

Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι

εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.

'Ολοι χάμου εκείτοντ' όλοι

εις την τέταρτην αυγή.

 

Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη

και κυλάει στη λαγκαδιά,

και το αθώο χόρτο πίνει

αίμα αντίς για τη δροσιά.

 

Της αυγής δροσάτο αέρι,

δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο

στων ψευδόπιστων το αστέρι·

φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ!

 

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι·

δεν λάμπ' ήλιος μοναχά

εις τους πλάτανους, δεν λάμπει

εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.

 

Εις τον ήσυχον αιθέρα

τώρα αθώα δεν αντηχεί

τα λαλήματα η φλογέρα,

τα βελάσματα το αρνί.

 

Τρέχουν άρματα χιλιάδες

σαν το κύμα εις το γιαλό,

αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες

δεν ψηφούν τον αριθμό.

 

Ω τρακόσιοι, σηκωθείτε

και ξανάλθετε σε μας·

τα παιδιά σας θελ' ιδείτε

πόσο μοιάζουνε με σας.

 

'Ολοι εκείνοι τα φοβούνται

και με πάτημα τυφλό

εις την Κόρινθο αποκλειούνται

κι όλοι χάνουνται απ' εδώ.

 

Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου

πείνα και θανατικό,

που με σχήμα ενός σκελέθρου

περπατούν αντάμα οι δυο·

 

και πεσμένα εις τα χορτάρια

απεθαίνανε παντού

τα θλιμμένα απομεινάρια

της φυγής και του χαμού.

 

Κι εσύ αθάνατη, εσύ θεία,

που ότι θέλεις ημπορείς.

εις τον κάμπο, Ελευθερία,

ματωμένη περπατείς.

 

Στη σκια χεροπιασμένες,

στη σκια βλέπω κι εγώ

κρινοδάχτυλες παρθένες

οπού κάνουνε χορό.

 

Στο χορό γλυκογυρίζουν

ωραία μάτια ερωτικά,

και εις την αύρα κυματίζουν

μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.

 

Η ψυχή μου αναγαλλιάζει

πως ο κόρφος καθεμιάς

γλυκοβύζαστο ετοιμάζει

γάλα ανδρείας κι ελευθεριάς.

 

Μες στα χόρτα, τα λουλούδια,

το ποτήρι δεν βαστώ·

φιλελεύθερα τραγούδια

σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.

 

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

Πήγες εις το Μεσολόγγι

την ημέρα του Χριστού,

μέρα που άνθισαν οι λόγγοι

για το τέκνο του Θεού.

 

Σου 'λθε εμπρός λαμποκοπώντας

η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,

και το δάκτυλο κινώντας

οπού ανεί τον ουρανό,

 

«σ' αυτό», εφώναξε, «το χώμα

στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».

Και φιλώντας σου το στόμα

μπαίνει μες στην εκκλησιά.

 

Εις την τράπεζα σιμώνει,

και το σύγνεφο το αχνό

γύρω γύρω της πυκνώνει

που σκορπάει το θυμιατό.

 

Αγρικάει την ψαλμωδία

οπού εδίδαξεν αυτή·

βλέπει τη φωταγωγία

στους Αγίους εμπρός χυτή.

 

Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν

με πολλή ποδοβολή,

κι άρματ', άρματα ταράζουν;

Επετάχτηκες εσύ!

 

Α, το φως που σε στολίζει,

σαν ηλίου φεγγοβολή,

και μακρίθεν σπινθηρίζει,

δεν είναι, όχι, από τη γη.

 

Λάμψιν έχει όλη φλογώδη

χείλος, μέτωπο, οφθαλμός·

φως το χέρι, φως το πόδι,

κι όλα γύρω σου είναι φως.

 

Το σπαθί σου αντισηκώνεις,

τρία πατήματα πατάς,

σαν τον πύργο μεγαλώνεις,

κι εις το τέταρτο κτυπάς.

 

Με φωνή που καταπείθει

προχωρώντας ομιλείς:

«Σήμερ', άπιστοι, εγεννήθη,

ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής.

 

Αυτός λέγει, αφοκρασθείτε:

"Εγώ ειμ' 'Αλφα, Ωμέγα εγώ·

πέστε, που θ' αποκρυφθείτε

εσείς όλοι, αν οργισθώ;

 

Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,

που, μ' αυτήν αν συγκριθεί

κείνη η κάτω οπού σας έχω,

σαν δροσιά θέλει βρεθεί.

 

Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα,

τόπους άμετρα υψηλούς,

χώρες, όρη από τη ρίζα,

ζώα και δέντρα και θνητούς.

 

Και το παν το κατακαίει,

και δεν σώζεται πνοή,

πάρεξ του άνεμου που πνέει

μες στη στάχτη τη λεπτή"».

 

Κάποιος ήθελε ερωτήσει:

Του θυμού Του εισ' αδελφή;

Ποιος είν' άξιος να νικήσει

ή με σε να μετρηθεί;

 

Η γη αισθάνεται την τόση

του χεριού σου ανδραγαθιά,

που όλην θέλει θανατώσει

τη μισόχριστη σπορά.

 

Την αισθάνονται και αφρίζουν

τα νερά, και τ' αγρικώ

δυνατά να μουρμουρίζουν

σαν ρυάζετο θηριό.

 

Κακορίζικοι, πού πάτε

του Αχελώου μες στη ροή

και πιδέξια πολεμάτε

από την καταδρομή

 

να αποφύγετε; Το κύμα

έγινε όλο φουσκωτό·

εκεί ευρήκατε το μνήμα

πριν να ευρείτε αφανισμό.

 

Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει

κάθε λάρυγγας εχθρού,

και το ρεύμα γαργαρίζει

τες βλασφήμιες του θυμού.

 

Σφαλερά τετραποδίζουν

πλήθος άλογα, και ορθά

τρομασμένα χλιμιντρίζουν

και πατούν εις τα κορμιά.

Ποίος στο σύντροφον απλώνει

 

χέρι, ωσάν να βοηθηθεί·

ποίος τη σάρκα του δαγκώνει

όσο που να νεκρωθεί.

Κεφαλές απελπισμένες,

 

με τα μάτια πεταχτά,

κατά τ' άστρα σηκωμένες

για την ύστερη φορά.

Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη

 

του Αχελώου νεροσυρμή-

το χλιμίντρισμα και οι κρότοι

και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.

Έτσι ν' άκουα να βουίξει

 

τον βαθύν Ωκεανό,

και στο κύμα του να πνίξει

κάθε σπέρμα αγαρηνό!

Και εκεί πού 'ναι η Αγία Σοφία

 

μες στους λόφους τους επτά,

όλα τ' άψυχα κορμία,

βραχοσύντριφτα, γυμνά,

σωριασμένα να τα σπρώξει

 

η κατάρα του Θεού,

κι απ' εκεί να τα μαζώξει

ο αδελφός του Φεγγαριού.

Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει,

 

κι η Θρησκεία κι η Ελευθεριά

μ' αργό πάτημα ας πηγαίνει

μεταξύ τους και ας μετρά.

Ένα λείψανο ανεβαίνει

τεντωτό, πιστομητό,

 

κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει

και δεν φαίνεται, και πλιο

και χειρότερα αγριεύει

και φουσκώνει ο ποταμός·

 

πάντα, πάντα περισσεύει·

πολύ φλοίσβισμα και αφρός.

Α, γιατί δεν έχω τώρα

τη φωνή του Μωυσή;

 

Μεγαλόφωνα την ώρα

οπού εσβιούντο οι μισητοί,

το Θεόν ευχαριστούσε

στου πελάου τη λύσσα εμπρός,

 

και τα λόγια ηχολογούσε

αναρίθμητος λαός.

Ακλουθάει την αρμονία

η αδελφή του Ααρών,

 

η προφήτισσα Μαρία,

μ' ένα τύμπανο τερπνόν

και πηδούν όλες οι κόρες

με τσ' αγκάλες ανοικτές,

 

τραγουδώντας, ανθοφόρες,

με τα τύμπανα κι εκειές.

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

 

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.

Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο,

δεν νικιέσαι εσύ ποτέ·

 

όμως, όχι, δεν είν' ξένο

και το πέλαγο για σε.

Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει

κύματ' άπειρα εις τη γη,

 

με τα οποία την περιζώνει,

κι είναι εικόνα σου λαμπρή.

Με βρυχίσματα σαλεύει

που τρομάζει η ακοή·

 

κάθε ξύλο κινδυνεύει

και λιμνιώνα αναζητεί.

Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη

και το λάμψιμο του ηλιού,

 

και τα χρώματα αναδίνει

του γλαυκότατου ουρανού.

Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,

στην ξηράν εσύ ποτέ·

 

όμως όχι δεν είν' ξένο

και το πέλαγο για σέ.

Περνούν άπειρα τα ξάρτια,

και σαν λόγγος στριμωχτά

 

τα τρεχούμενα κατάρτια,

τα ολοφούσκωτα πανιά.

Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις,

και αγκαλά δεν είν' πολλές,

 

πολεμώντας, άλλα διώχνεις,

άλλα παίρνεις, άλλα καις.

Μ' επιθυμία να τηράζεις

δύο μεγάλα σε θωρώ,

 

και θανάσιμον τινάζεις

εναντίον τους κεραυνό.

Πιάνει, αυξαίνει, κοκκινίζει,

και σηκώνει μια βροντή,

 

και το πέλαο χρωματίζει

με αιματόχροη βαφή.

Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι

και δεν μνέσκει ένα κορμί·

 

χαίρου, σκιά του Πατριάρχη,

που σε πέταξαν εκεί.

Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι

με τσ' εχθρούς τους τη Λαμπρή,

 

και τους έτρεμαν τα χείλη

δίνοντάς τα εις το φιλί.

Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε

τώρα πλέον δεν τες πατεί,

 

και το χέρι οπού εφιλήστε

πλέον, α, πλέον δεν ευλογεί.

'Ολοι κλαψτε· αποθαμένος

ο αρχηγός της Εκκλησιάς·

 

κλάψτε, κλάψτε· κρεμασμένος

ωσάν να 'τανε φονιάς!

'Εχει ολάνοικτο το στόμα

π' ώρες πρώτα είχε γευθεί

τ' ’γιον Αίμα, τ' ’γιον Σώμα·

 

λες πως θε να ξαναβγεί

η κατάρα που είχε αφήσει,

λίγο πριν να αδικηθεί,

εις οποίον δεν πολεμήσει

 

και ημπορεί να πολεμεί.

Την ακούω, βροντάει, δεν παύει

εις το πέλαγο, εις τη γη,

και μουγκρίζοντας ανάβει

την αιώνιαν αστραπή.

 

Η καρδιά συχνοσπαράζει.

Πλην τι βλέπω; Σοβαρά

να σωπάσω με προστάζει

με το δάκτυλο η θεά.

 

Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη

τρεις φορές μ' ανησυχιά·

προσηλώνεται κατόπι

στην Ελλάδα, και αρχινά:

 

«Παλληκάρια μου, οι πολέμοι

για σας όλοι είναι χαρά,

και το γόνα σας δεν τρέμει

στους κινδύνους εμπροστά.

 

Απ' εσάς απομακραίνει

κάθε δύναμη εχθρική,

αλλά ανίκητη μια μένει

που τες δάφνες σας μαδεί.

 

Μία, που όταν ωσάν λύκοι

ξαναρχόστενε ζεστοί,

κουρασμένοι από τη νίκη,

αχ, το νου σάς τυραννεί.

 

Η Διχόνοια που βαστάει

ένα σκήπτρο η δολερή

καθενός χαμογελάει,

"πάρ' το", λέγοντας, "και συ".

 

Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει

έχει αλήθεια ωραία θωριά·

μην το πιάστε, γιατί ρίχνει

εισέ δάκρυα θλιβερά.

 

Από στόμα οπού φθονάει,

παλληκάρια, ας μην πωθεί,

πως το χέρι σας κτυπάει

του αδελφού την κεφαλή.

 

Μην ειπούν στο στοχασμό τους

τα ξένη έθνη αληθινά:

"Εάν μισούνται ανάμεσό τους

δεν τους πρέπει ελευθεριά".

 

Τέτοια αφήστενε φροντίδα·

όλο το αίμα οπού χυθεί

για θρησκεία και για πατρίδα

όμοιαν έχει την τιμή.

 

Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε

για πατρίδα, για θρησκειά,

σας ορκίζω, αγκαλισθείτε

σαν αδέλφια γκαρδιακά.

 

Πόσο λείπει, στοχασθείτε,

πόσο ακόμη να παρθεί·

πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,

πάντα εσάς θ' ακολουθεί.

 

Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία,

καταστήστε ένα Σταυρό

και φωνάξετε με μία:

"Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ!

 

Το σημείον που προσκυνάτε

είναι τούτο, και γι' αυτό

ματωμένους μας κοιτάτε

στον αγώνα το σκληρό.

 

Ακατάπαυστα το βρίζουν

τα σκυλιά και το πατούν

και τα τέκνα του αφανίζουν,

και την πίστη αναγελούν.

 

Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη

αίμα αθώο χριστιανικό,

που φωνάζει από τα βάθη

της νυκτός: Να εκδικηθώ.

 

Δεν ακούτε, εσείς εικόνες

του Θεού, τέτοια φωνή;

Τώρα επέρασαν αιώνες

και δεν έπαυσε στιγμή.

 

Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος

σαν του ’βελ καταβοά·

δεν ειν' φύσημα του αέρος

που σφυρίζει εις τα μαλλιά.

 

Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε

να αποκτήσομεν εμείς

λευθεριάν, ή θα την λύστε

εξ αιτίας πολιτικής;

 

Τούτο ανίσως μελετάτε

ιδού εμπρός σας τον Σταυρό:

Βασιλείς, ελάτε, ελάτε,

και κτυπήσετε κι εδώ!"».

 

Δημοσ.

Νόμιζα ότι ήταν "βιά" αλλά πέτυχα κάπου online προχτές την υποτιθέμενη τυπωμένη ανάρτηση της εποχής. Τώρα σε επίσημο έγγραφο ήταν (εφημερίς της κυβερνήσεως) ή σε κάτι άλλο, μου διαφεύγει. Πάντως ο τόνος ήταν στο 'ί', βία.

 

S0 fuck1ng wh@t που θα λέγαν και οι "φίλοι" μας οι αγγλοσάξωνες.

Κάτι τέτοια κυνηγούν κάτι "ευαίσθητοι" αριστερίζοντες διεθνιστές που σιχαίνονται κάθε τι ελληνικό και είναι έτοιμοι να βάλουν το ταμπελάκι τους σε οτιδήποτε, βαφτίζοντάς το politicaly incorect και αρχίζουν τον λιθοβολισμό. Γιατί είναι "της μόδας".

 

Τέσπα, ας μην μακρυγορώ. Απλά να θυμήσω ένα τραγούδι των 60's από τους "Hermans Hermits" που ο στίχος του έλεγε

"No milk today, the company was gay".

 

Και δεν εννοούσε ότι η παρέα "έκαιγε την βάτα" ή "σωρώπωνε την τουλούμπα", εννοούσε αυτό που η λέξη σήμαινε τότε. ΧΑΡΟΥΜΕΝΗ.

 

Επειδή οι νεοέλληνες έχουμε ξεχάσει την γλώσσα μας και χρησιμοποιούμε 1000 από τα 5-6 εκατομύρια λήματα της δεν πάει να πει ότι μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς εννοούσε ένα κείμενο που γράφτηκε κάπου 170 χρόνια πριν.

Ναι, λέει βία. Τι σημαίνει βία; Βία σημαίνει δύναμη. Σημαίνει εφαρμογή αυτής της δύναμης. Σημαίνει γρήγορη εφαρμογή αυτής της δύναμης. Εξού και βια-σύνη (που δεν σημαίνει ότι βιάζω την κοπελιά από το απέναντι διαμέρισμα που την λένε Σύνη).

 

Και στο κάτω-κάτω, επανάσταση είχαμε. Πόλεμο. Πως νομίζετε ότι κερδήθηκαν (ή μάλλον επανακτήθηκαν) πίσω όλα αυτά τα εδάφη που σήμερα λέμε Ελλάδα; Μήπως με διαβήματα στον ΟΗΕ ή με κόκκινα πανό στους δρόμους και με φυλλάδια; Μήπως νομίζετε ότι τους πρήξαμε στο παρακαλητό και μας τα παραχώρησαν; Ή μήπως πιαστήκαμε όλοι μαζί, χέρι χέρι και τραγουδούσαμε Χάρε-Κρίσνα και ήρθε επιφήτηση στον Σουλτάνο και είπε 'Άιντε ώρε γκιαούρηδες, πάρτε αυτή την γη και κάντε κράτος, σας βαρέθηκα".

Όλοι εσείς οι "ευαίσθητοι" κρατηθείτε.... Θα σας πω κάτι που μπορεί να μην ξέρετε.... Η Ελλάδα απελευθερώθηκε.... με αγώνες και ... ΑΙΜΑ... Ναι, αίμα. Με τουφέκια και χατζάρια. Με έντερα απλωμένα στα πεδία της μάχης και μπαρουτοκαμένες τρύπες στο στέρνο. Με μυαλά χυμένα και με μάνες να κλαίνε που χάσαν τα παιδιά τους αλλά και συνάμα περήφανες γιατί τα παιδιά τους δεν πέθαναν άδικα.

Αν και κάτι τέτοιες φλούφλικες απόψεις που ακούω, με κάνουν να το αμφισβητώ και αυτό...

 

Αλλά είπαμε. Οι καιροί κάνουν τους ήρωες και οι καιροί κάνουν τους..........$#$%@@^^$

...Αυτούς τελος πάντων που διαμαρτύρονται για τον τόνο στο "ί".

 

Υ.Γ. Συγνώμη αν επεκτάθηκα πολύ, μου βγήκε αυθόρμητο.

Δημοσ.
Ύμνος εις την Ελευθερίαν

Το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές· από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως εθνικός ύμνος το 1865. Από αυτές μόνο οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσής του αποδίδονται ορθίως τιμές στρατιωτικού χαιρετισμού «εν ακινησία».

 

Μονοτονικό σύστημα

 

Σε γνωρίζω από την κόψη

του σπαθιού την τρομερή,

σε γνωρίζω από την όψη

που με βία μετράει τη γη.

 

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη

των Ελλήνων τα ιερά,

και σαν πρώτα ανδρειωμένη,

χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

 

Εκεί μέσα εκατοικούσες

πικραμένη, εντροπαλή,

κι ένα στόμα ακαρτερούσες,

«έλα πάλι», να σου πει.

 

Άργειε νάλθει εκείνη η μέρα,

κι ήταν όλα σιωπηλά,

γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα

και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

 

Πολυτονικό σύστημα (Όπως έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός)

 

Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψι

τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,

σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψι,

ποῦ μὲ βία μετράει τὴν γῆ.

 

Ἀπ' τὰ κόκκαλα βγαλμένη

τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,

καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,

χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!

 

Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες

πικραμένη, ἐντροπαλή,

κ' ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,

ἔλα πάλι, νὰ σοῦ πῇ.

 

Ἄργιε νὰ 'λθῃ ἐκείνη ἡ 'μέρα,

καὶ ἦταν ὅλα σιωπηλά,

γιατὶ τἄσκιαζε ἡ φοβέρα

καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.

 

Αυτο μαλλον το πηρες απ τη wiki, αλλα πως ξερουμε οτι οντως ετσι το εγραψε ο Σολωμος?

Βιά ξερεις τι θα πει?

 

 

S0 fuck1ng wh@t που θα λέγαν και οι "φίλοι" μας οι αγγλοσάξωνες.

Κάτι τέτοια κυνηγούν κάτι "ευαίσθητοι" αριστερίζοντες διεθνιστές που σιχαίνονται κάθε τι ελληνικό και είναι έτοιμοι να βάλουν το ταμπελάκι τους σε οτιδήποτε, βαφτίζοντάς το politicaly incorect και αρχίζουν τον λιθοβολισμό. Γιατί είναι "της μόδας".

 

 

Μα που τα ειδες ολα αυτα?:shock:

Το θεμα δεν εχει καμμια σχεση με ανθελληνισμο ουτε και υπαρχουν πολιτικες προεκτασεις.

Δημοσ.
Δημοσ.
Και εμεις ετσι το λεγαμε μικροι.

 

Γιατί ήμασταν πολύ μικρά να εμπεδώσουμε τη βία.

 

Πως τους διώξαμαν τους Τούρκοι;Με λουκουμόσκονη αντίς για πυτιρίδα;

Δημοσ.

Ολοι ετσι το λεγαμε και προφανως ετσι θα ειναι και το σωστο.

Αλλα εγω το "βιά" δεν το εκλαμβανα ως βιασυνη αλλα περισσοτερο ως... δυσκολια,πιεση,ζορι οτι μετραει τη γη με αυτη την εννοια.

 

Μάλλον δεν θυμάσαι το περσινό σούσουρο.

 

Βρήκα το τυπωμένο

E_Ymnos.jpg

 

Και ενδιαφέρον άρθρο

http://stavrochoros.pblogs.gr/2009/03/me-bia-metraei-th-gh-.html

 

Kαι βεβαια το θυμαμαι αλλα δεν ειχε βγει καποια ακρη, και οι 2 πλευρες εμμεναν στο δικο τους.

Το τυπωμενο αυτο που βρηκες απο πότε ειναι? απ το '21?..

 

 

Πότε τυπώθηκε αυτο το βιβλιο για πρωτη φορα?

Δημοσ.
Γιατί ήμασταν πολύ μικρά να εμπεδώσουμε τη βία.

 

Πως τους διώξαμαν τους Τούρκοι;Με λουκουμόσκονη αντίς για πυτιρίδα;

 

(?)

 

 

 

Ultrex-Cool-Sport.jpg

 

:P

  • Super Moderators
Δημοσ.

Σε (ανα)γνωρίζω, Ελευθερία, από την τρομερή κόψη του σπαθιού,

Σε (ανα)γνωρίζω, Ελευθερία, από την όψη (σου) η οποία με βιάση (δηλ. αψύτητα, ένταση και όχι "βία" με την έννοια που λένε ορισμένοι) μετράει (παρατηρεί, δηλαδή) τη γη (τον τόπο).

 

Αν θέλει κάποιος να μιλήσει για βία, αρκεί η τρομερή κόψη του σπαθιού. Το να προσπαθούμε να εντάξουμε τη βία στο βλέμμα (η βία του βλέμματος...Μη με αγριοκοιτάτε, θα πέσω ξερός κύριε επαναστάτα μου, σαν να λέμε) είναι λογικός ισορροπισμός από τους λίγους.

 

Αυτά ως προς την άποψή μου για το ερώτημα.

 

Ως συντονιστής, δε θέλω το θέμα να εξελιχτεί σε μία ακόμη άγονη κόντρα "διεθνιστών" με "πατριδολάτρες" ή ό,τι άλλο. Διαφωνήστε όσο θέλετε για την ερμηνεία των στίχων, τις πολιτικές αναλύσεις κρατήστε τις για άλλους χώρους.

 

Ευχαριστώ.

Δημοσ.
(?)

 

 

 

Ultrex-Cool-Sport.jpg

 

:P

 

Aν αποκαλυφτεί ο σαρκασμός,θα συνεχίσει να υφίσταται;:P

Κοινώς,ο θάνατος βρήκε τον εαυτό του αυτοκτονώντας.:mrgreen:

Δημοσ.

εδώ

είναι μια εμπεριστατωμένη ανάλυση πάνω στο περιεχόμενο του εθνικού μας ύμνου, μιας και αναφέρθηκε, ειδικά η λέξη βία...

 

δεν είναι τόσο μια κριτική στα γεγονότα τα οποία περιγράφει ο Σολωμός, όσο μια κριτική στο γιατί τα γράφει, ποια είναι η δύναμη της πένας και πολλά άλλα...

Δημοσ.

Πιό μεγάλο πρόβλημα είναι το κλασικό:

"χαιρώ χαίρω λευτεριά" (...κατά το καρέττα-καρέττα...)

που το ακούω και μου σηκώνεται η τρίχα, λες και αυτά τα (πολλά) παιδιά που το λένε δεν έχουν ούε δάσκαλους ούτε γονείς να τα διορθώσουν.

Αρχειοθετημένο

Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

  • Δημιουργία νέου...