Προς το περιεχόμενο

Our own story...


Edgar

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Επισκέπτης
Δημοσ.

Δεν προλαβαίνει να κάνει λίγα βήματα και νιώθει μία αύρα να τον περνάει από μέσα του.

"Που πας Edgar;", μία γνωστή φωνή του λέει

"ΕΚΑΤΗ!", φώναξε δυνατά, "Εσύ είσαι;"

Κοίταξε γύρω του αλλά δεν κατάφερε να την εντοπίσει. Ξαφνικά, βλέπει στο βάθος μπροστά του , κάτι σαν σύννεφο να έρχετε, και να διαταράσσει την ησυχία. Το σύννεφο πλησίαζε απειλητικά. Στο περασμά του δεν άφηνε τίποτα όρθιο. Όχι, δεν ήταν φαινόμενο της φύσης. Ήταν σίγουρος ότι κάτι τέτοιο δεν το είχε ξαναζήσει κανένας. Ή μήπως ο φίλος του ο Bill...

 

<small>[ 25-07-2002, 14:54: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: timiman ]</small>

  • Απαντ. 64
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση
Δημοσ.

Μήπως ο φίλος του ο Bill υπήρξε θύμα του σύννεφου που έμοιαζε με ανεμοστρόβιλο;

Ο Edgar στράφηκε ενστικτωδώς περισσότερο προς το πανδοχείο, νοιώθοντας πως ήταν το μοναδικό μέρος που θα μπορούσε να του δώσει την ασφάλεια που έψαχνε απεγνωσμένα.

Με το σύννεφο να πλησιάζει και πρωτόγνωρα συναισθήματα να τον κατακλύζουν, έτρεξε και μπήκε ξανά στο πανδοχείο.

Επισκέπτης
Δημοσ.

Τρέχει προς το πανδοχείο και μόλις που κλείνει την πόρτα. Ένα τρομακτικός θόρυβος ακούστηκε καθώς το σύννεφο πέρναγε άπ' έξω από πανδοχείο. Σαν τον θόρυβο 2 ντουζίνων αρμάτων που προελαύνουν σε ένα λόφο, κατατροπώνοντας τα πάντα στο περασμά τους...Χωρίς έλεος..Χωρίς δισταγμό..

Αφού απομακρύνθηκε το σύννεφο, έριξε μία ματιά από το παράθυρο. Τα ΠΑΝΤΑ γύρω του είχαν χαθεί! Ούτε δέντρα, ούτε φύλλα, ούτε τίποτα. Το πανδοχείο είχε μείνει σαν την καλαμιά στο κάμπο!

"Όντως ξεχωρίζεις...", είπε μία γνωστή φωνή από πίσω του

"Γιατί με παιδεύεις Εκάτη;"

"Μην χαλάς τον χρόνο σου, Edgar",είπε εκείνη, δείχνοντας ότι κάτι είχε στο μυαλό της...

O Edgar έδειχνε σαστιμένος σαν κάποιες σκηνές να περνούσαν μέσα στο κεφάλι του. Σαν κάποτε που γύριζε μία διαφήμιση. Όλα μπλεγμένα στο κεφάλι του. Το τώρα και το τότε, μαζί σε μία σκηνή...

 

<small>[ 25-07-2002, 18:12: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: timiman ]</small>

Δημοσ.

-Mallon kati den paei kala edo pera kai einai ora na teliosei,eipe gematos thimo.

Kai bgazontas to pistoli tou simadepse tin Ekath.

-I tha matho ti ginete edo pera i kapoios tha exi enan oxi kai toso iremo thanato.

H Ekath ton koitakse tromagmeni.

-Mh!anafonise kai ebgale apo ton pago tou pandoxiou kai tou edose ena kouti enos anapsiktikou.

-Ti einai afto?

-Pies tokai tha niosis oli tin alithia mesa sou,tou eipe.

-Cut! Cut! akousthke mia fonh kai emfanistike apo to pouthena mia periergi siloueta.

O Edgar tin anagnorise.Htan o Teri Garr.

-Teri! Pos vrethikes edo?

-Edgar,edgar ta piges mia xara mexri edo,to pistoli ti to itheles?

-Ma,den katalaveno,ti ginete edo pera?

-Tipota aplos simfona me aftin edo tin eteria na girisoume mia kainourgia diafimisi giafto to anapsiktiko kai skeftika oti tha eisai o kaliteros gia ton rolo!

-Xoris na to ksero?o edgar eixe gini eksallos apo thimo.

-Tha plirothis iremise!Xrisimopiithikan eidika effe kai pampolla skinika alla to apotelesma ine telio!Vevea tha kopoun kapoies skines sto montaz alla ime sigouros oti tha bgei poli kalo!

O Edgar vlepontas oti den sinenoite me ton Teri,apofasise na telioni mia kai kali,kai simadevontas ton ton estile ston allo kosmo.

Tha ekremi allo ena tora entalma silipsis skeftike alla ligo me endiaferei.Eksallou koitontas to roloi tou htan ora na anaxorisi gia tin ptisi pou eixe gia Aigipto.

Επισκέπτης
Δημοσ.

...κάπως έτσι τα σκέφτηκε, αλλά αμέσως συνήρθε στην πραγματικότητα...

Δημοσ.

Pali to mialo tou Edgar tou epaikse ena parakseno paixnidi. Tou edeikse ti pithanos tha ithele na ginotan. Enan "eukolo" tropo na teleiosoun ola auta ta paraksena pou ginontai tis teleutaies ores stin zoi tou. H apla, mia pithani eksigisi gia ola auta.

 

Girise piso tou kai antikrise tin Ekati. Ena xamogelo fainotan na fegei to prosopo tis.

 

"Na min xalao ton xrono mou?" rotise irema.

"Exeis kati ipopsin?"

 

H Ekati kounise apala to kefali tis gneuontas tou katafatika. Ta matia tis fanikan gia mia stigmi na lampoun. Ekane metaboli kai tou eipe na tin akolouthisei...

 

<small>[ 25-07-2002, 18:17: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: Edgar ]</small>

Δημοσ.

Χωρίς να έχει καταλάβει πολλά ο Edgar απλά άρχισε να τρέχει απο πίσω της. Απλά ακολούθησε την εντολή της..κάτι που είχε συνηθήσει να κάνει..να εκτελεί διαταγές. Ήταν όλα τόσο απλά όσο ο Edgar ήταν στρατιώτης..χωρίς μεγάλες ευθύνες..το μόνο που έπρεπε να κάνει είναι αυτό που του έλεγαν. Κάτι στο οποίο ήταν καλός..ίσως υπερβολίκα καλός. Τώρα είχαν αλλάξει οι ρόλοι. Ο Edgar δεν ήταν άλλο ένα πιόνι του κράτους ούτε μισθοφόρος κάποιας μυστικής υπηρεσίας. Ήταν ολομόναχος..τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Συνέχισε να ακολουθεί την Εκάτη. Ώσπου βρέθηκαν σε μια τεράστια καγκελόπορτα. Ο Edgar κοίταξε μέσα αλλά δεν ήταν δυνατό να δεί και πολλά πράγματα λόγο της ομίχλης. Μόνο μερικές πέτρες, λόφους ενώ φύσαγε ένα δροσερό αεράκι το οποίο αγκάλιαζε το σώμα σαν να είχε ζωή μέσα του. Και αυτή η μυρωδιά..κάπου την ήξερε αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί για να θυμηθεί. ʼλλωστε ήταν τόσα τα ερωτηματικά που γύρναγαν στο μυαλό του που η μυρωδιά ήταν απλά άλλο ένα άλυτο, προς το παρόν, μυστήριο. "Εδώ είναι" του είπε ψιθυριστά η Εκάτη. "Τί είναι εδώ;" ρωτάει γεμάτος περιέργεια ο Edgar ενώ ψάχνει να βρεί στις τσέπες του άλλο ένα τσιγάρο. "Εδώ βρίσκεται η απάντηση που ψάχνεις" του είπε. "Η απάντηση σε ποιά ερώτηση; Ποιά ερώτηση απ'όλες; Τί είναι εδώ; Πού με έφερες;" ρωτούσε με εμμονή ο Edgar προσπαθόντας για ακόμη μια φορά να καταλάβει τί και γιατί του συμβαίνου όλα αυτά. Γυρίζει και τον κοιτάει στα μάτια η Εκάτη. Τα μάτια της έλαμπαν στο σκοτάδι καθώς το χέρι της έπιασε το δικό του. "Το μόνο που μπορώ να σου δείξω είναι αυτή η πόρτα. Τα υπόλοιπα θα πρέπει να τα βρείς μόνος σου. Σε αφήνω για τώρα. Δεν με χρειάζεσαι. Πιστεύω πως έχεις το κουράγιο να αντιμετωπίσεις αυτό που θα βρείς πίσω απο αυτήν την πόρτα. Πιστεύω σε εσένα" του είπε και χάθηκε μέσα στην ομίχλη. Ο Edgar ήταν τόσο μπερδεμένος όσο ποτέ. Σκέφτηκε όμως πως δεν είχε χρόνο για χάσιμο και πήγε να ανοίξει την πόρτα. Ήταν βαριά και δύσκολα κατάφερε να την ανοίξει.. όπως βαριά και δύσκολη ήταν η ζωή του εδώ και πολλά χρόνια. Μπήκε μέσα στο χώρο και άρχισε να εξερευνεί.

 

<small>[ 26-07-2002, 21:44: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: panagos ]</small>

Δημοσ.

Kathos periplaniotan mesa stin omixli antilifthike ena mikro monopati mprosta tou. Giro tou ipirxan thamnoi. Kapote itan peripoiimenoi kai komenoi se diafora sximata, alla tora itan apla thamnoi.

Proxorise kata mikos tou monopatiou kai eftase se mia petrini skala, pou odigouse se mia megali porta. Prepei na itan i eisodos kapoias epablis. Den mporouse na dei kai polla pragmata logo tis omixlis. Oi toixoi dipla apo tin porta itan petrinoi kai i porta megali kai ksilini. Anebike kai stamatise mprosta tis. Fainotan baria kai akouniti, alla otan tin esprokse elaxista, auti anoikse.

Brethike se ena mikro domatio to opoio eixe 3 portes. Mono i porta akribos apenanti apo tin eisodo itan anoixti kai etsi proxorise mesa apo auti. Brethike na diasxizei enan diadromo kapos skoteino. Mporese na diakrinei paraksena sxedia stous toixous deksia kai aristera tou. Den mporouse na katalabei ti akribos itan auta. Paratirise oti ta sxedia sta deksia itan aparamilis omorfias, se antithesi me auta sta aristera pou tou proksenousan kati san tromo.

O diadromos teleiose. To domatio pou ton diadexotan itan skoteino. Pio skoteino apo ton diadromo. Den mporouse na diakrinei tipota ekei mesa. Proxorise merika bimata kai stamatise. Ekeini akribos tin stigmi anapsan fota stous toixous giro tou kai fanikan arketes figoures mprosta po kathe fos. Me tin proti matia, tou fanikan gia agalmata. Eixan ola tin idia somatiki diaplasi kai paremenan akinita. Meta apo ligo, ena fos anapse ekei pou stekotan o Edgar kai parakseneutike otan eide akribos mprosta tou mia polithrona. Htan to poli ena-dio ekatosta apo auton. An eixe kanei ena bima akoma prin stamatisei, sigoura tha eixe skontapsei kai tha katelige ne to kefali sto patoma.

"Kathise..." akoustike mia antriki foni, iperbolika iremi, statheri kai apali. Eide tin figoura apenanti apo tin porta pou mpike na tou dixnei tin polithrona. Etsi kai ekane. Amesos aisthanthike apoliti iremia kai asfalia otan kathise. Tote, mia akoma foni akoustike, auti tin fora pio epiblitiki, alla eksisou statheri me tin proigoumeni...

 

<small>[ 25-07-2002, 22:52: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: Edgar ]</small>

Δημοσ.

«Κάθισε, αρκετό δρόμο έκανες μέχρι εδώ. », ξανακούστηκε η φωνή !

 

Ο Edgar προσπαθούσε να συνθέσει το puzzle όλης αυτή της περιπλάνησης στο μυαλό του. Από που ξεκίνησε και που έφτασε. Ήλπιζε πως η φωνή αυτή θα του έλυνε πια τις απορίες που κουβαλούσε.

Για έναν περίεργο λόγο όμως δεν άρχισε να ρωτά. Περίμενε την επόμενη κίνηση και την επόμενη φράση.

Η φιγούρα προχώρησε προς το μέρος του. ʼρχισε να φωτίζεται αλλά όχι όσο θα έπρεπε για να ξεχωρίσει λεπτομέρειες. Έφταιγε το φως που ήταν σχεδόν πίσω από αυτήν και σχεδόν τον τύφλωνε!

Σταμάτησε απέναντί του και έκανε την κίνηση να καθίσει. Που να καθίσει; Αφού δεν υπήρχε άλλη καρέκλα, σκέφτηκε ο Edgar. Η σκέψη του δεν πρόλαβε να τελειώσει και μια καρέκλα άρχισε να εμφανίζεται από το πουθενά. Η φιγούρα κάθισε.

 

«Λοιπόν, επειδή σίγουρα δεν έχεις καταλάβει τι έχει συμβεί, πρέπει να σου πω δύο πράγματα. Κατ αρχήν να σε πληροφορήσω για το που βρίσκεσαι! Ξέρω ότι εσύ δεν πιστεύεις σε αυτά αλλά βρίσκεσαι στον παράλληλο κόσμο.»

 

Το μυαλό του Edgar άρχισε να κάνει ένα μικρό flash back. Παράλληλος κόσμος. Α! Ναι. Τον θυμόταν τον όρο. Τον είχε ξανασυναντήσει σε κάποια βιβλία παραψυχολογίας που είχε διαβάσει.

 

Η φωνή συνέχισε να μιλά.

«Ο κόσμος μας βρίσκεται και υπάρχει παράλληλα με τον δικό σας. Ο ένας δεν βλέπει τον άλλον αλλά πολλές φορές πράγματα που συμβαίνουν στον έναν επηρεάζουν τον άλλον. Εδώ, μπλέκεται η φαντασία με την πραγματικότητα. Όσοι βρίσκονται εδώ δεν μπορεί κανείς από τον κόσμο σας να τους δει και να τους αντιληφθεί. Είναι μια διαφορετική διάσταση.

«Πολλές φορές όταν γεγονότα του ενός επηρεάζουν τον άλλον διαπιστώνεται μια ταραχή και στους δύο. Εδώ δεν υπάρχει χρόνος γι αυτό και αν κοιτάξεις το ρολόι σου δεν θα δεις τους δείκτες να κινούνται.»

Ο Edgar άκουγε τις απορίες να λύνονται η μια μετά την άλλη. Σαν αυτός ο άγνωστος να διάβαζε το μυαλό του και να απαντούσε.

«Το θέμα τώρα είναι γιατί βρίσκεσαι εσύ εδώ. Για μένα είναι πολύ απλό αλλά δεν ξέρω εσύ πόσο απλό θα το βρεις. Βρίσκεσαι εδώ πολύ απλά για να διορθώσεις ένα....πρόβλημα ας πούμε.»

Η φωνή σταμάτησε για λίγο. ....

«Την θυμάσαι τη μικρή;». εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η μικρή νεραϊδούλα μπροστά του!

Ο Edgar δεν πρόλαβε να απαντήσει.

«Φυσικά και τη θυμάσαι», συμπλήρωσε η φωνή.

«Λοιπόν αυτή η παρουσία σου ζήτησε να βρεις ένα βιβλίο. Το βιβλίο αυτό όμως δεν βρίσκεται στον δικό μας κόσμο αλλά στον δικό σας. Για να γίνω πιο σαφής, το βιβλίο αυτό το οποίο δεν μπορώ να σου περιγράψω τι είναι ακριβώς εκλάπη από εμάς.»

Από ποιόν, ετοιμάστηκε να ρωτήσει ο Edgar αλλά δεν πρόλαβε. Τον διέκοψε η φωνή.

«Μερικοί από σας έχουν τη δυνατότητα να έρχονται εδώ. Είναι θέμα χαρίσματος που τους δίνει ο Θεός αλλά και θέμα γνώσεων που αποκτούν. Δεν το κάνει ο καθένας. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να βρίσκονται και στους δύο κόσμους για να βοηθούν εσάς και εμάς όταν οι δύο κόσμοι αυτοί αρχίζουν να πλησιάζουν επικίνδυνα ο ένας τον άλλον. Αυτό δεν πρέπει ΠΟΤΕ να συμβεί......»

Η φωνή σταμάτησε για λίγο και μετά συνέχισε.

«....το βιβλίο αυτό είναι που δίνει όλες τις γνώσεις ώστε οι δύο αυτοί κόσμοι να μπορούν να συναντηθούν και τότε αυτό σημαίνει .............»

«ΘΑΝΑΤΟΣ» ακούστηκε το κοριτσάκι που παρακολουθούσε τη συζήτηση.

«Γι αυτό βρίσκεσαι εδώ. Για να μην συμβεί αυτό. Πήγαινε στον κόσμο σου πίσω. ʼρχισε να ψάχνεις....στοιχεία θα βρίσκεις πάντα και θα σε καθοδηγούμε εμείς....πολλές φορές θα ξαναέρθεις εδώ....πρόσεξε.....αυτοί που πήραν το βιβλίου δεν είναι τυχαίοι. Κάποιοι που έχουν την ικανότητα να βρίσκονται και στους δύο κόσμους δεν είναι τυχαίοι. Πολύ προσοχή! Να θυμάσαι ότι εμείς δεν μπορούμε να επέμβουμε στον κόσμο σας. Είσαι σχεδόν μόνος σου με καθοδήγηση από εμάς. Τώρα αναρωτιέσαι, γιατί εγώ; Θα το δεις στην πορεία......»

Καθώς η φωνή έλεγε αυτά, ο χώρος άρχιζε να αλλάζει να πέρνει άλλη μορφή και να μεταμορφώνεται. Ο Edgar μεταφέρεται στο σπίτι που ήταν πριν ταξιδέψει σε αυτό το μέρος και η πολυθρόνα μετασχηματίζεται στον καναπέ. Όλα γυρίζουν γύρω του και εκείνος το τελευταίο πράγμα που άκουει από τη φωνή να χάνεται είναι ....

«O Bill πέθανε σε αυτή την προσπάθεια......πρόσεχε....»

 

O Edgar βρίσκεται καθισμένος σε αυτόν τον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Το video έχει σταματήσει να παίζει. Κοιτάει γύρω. Αυτή η μυρωδιά αποσύνθεσης έχει αρχίσει να πλημμυρίζει το χώρο!

Δημοσ.

Εκείνη τη στιγμή άρχισε να αναρωτιέται. Τί του έφερνε περισσότερη αναγούλα; Η απαίσια μυρωδιά της αποσύνθεσης ή όλα αυτά που είχε περάσει τα τελευταία λεπτά; "Συμβαίνουν στα αλήθεια όλα αυτά;" σκέφτεται "Μήπως έχω χάσει τα λογικά μου; Σε όποιον και να διηγηθώ την περιπέτεια μου θα με περάσει για τρελό! Μήπως φταίνε εκείνα τα πειράματα που έκαναν πάνω μας στον πόλεμο;" Σηκώθηκε να φύγει αλλά σταμάτησε. "Δεν μπορώ να αφήσω έτσι το φίλο μου τον Bill." Κατέβηκε προσεκτικά τα σάπια σκαλοπάτια για να βρεί το πτώμα του φίλου του. Κάτι ήθελε να του πει αλλά δεν του έβγαινε λέξη. Το μόνο που μπόρεσε να ψιθυρήσει ήταν "συγγνώμη...". Κάτι όμως του τράβηξε την προσοχή. Είδε πως στο χέρι του κράταγε ένα χαρτί! "Τί να έιναι πάλι αυτό;" Το πήρε μα αυτή τη φορά το χέρι του Bill αποκολήθηκε και έγινε κομμάτια σαν έπεσε κάτω. Ανατρίχιασε για μια στιγμή ο Edgar μα έφυγε μόλις θυμήθηκε πόσα χειρότερα είχε δεί στο παρελθόν. Βγήκε έξω απο το σπίτι κρατώντας ακόμα το χαρτί στα χέρια του. Δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να το διαβάσει. Πιο εύκολη λύση θα ήταν να το πέταγε και να πήγαινε σπίτι του να κοιμηθεί. Ήταν σίγουρος πως το πρωί θα τα είχε ξεχάσει όλα..σαν να ήταν απλά ένα όνειρο ή ένας εφιάλτης. O Edgar όμως δεν είχε μάθει στις εύκολες λύσεις. Με μια απλή κίνηση σήκωσε το χαρτί κοντά στο πρόσωπό του. '12 MERLIN STREET' . "Τί να υπάρχει σε αυτόν τον κακόφημο δρόμο;" Ήταν σχετικά κοντά η οδός αυτή αλλά θέλοντας να κρατήσει τις δυνάμεις του πήρε ταξί να πάει. Φτάνοντας εκεί είδε πως το νούμερο 12 ήταν ένα υπόγειο μαγαζάκι. "BOOKS" έγραφε. "Ένα βιβλιοπωλείο;" αναρωτήθηκε. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια και βρέθηκε μπροστά σε μια πόρτα. "Ανοιχτά είναι..έλα μέσα" ακούστηκε μια φωνή και ο Edgar την έσπρωξε διστακτικά. Ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλία και κεριά. ʼρωμα λιβανιού παντού. Ένας γέρος με μακριά γεννιάδα κάπνιζε ήσυχος την πίπα του. "Καιρός ήταν" είπε και συνέχισε "σε περιμένω χρόνια τώρα. Τόση κίνηση είχε;" είπε γελώντας ο γέρος. Εκείνη τη στιγμή ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Edgar. Είχε τόσο καιρό να χαμογελάσει που ούτε θυμόταν πως ήταν. Απο την άλλη ίσως να είχε χάσει το χιούμορ του. Ηρέμησε αρκετά. "Κάθησε" του είπε ο γέρος δείχνοντάς του την καρέκλα. O Edgar έβγαλε το παλτό του και έκατσε κοιτάζοντας το χώρο και τις πανύψηλες βιβλιοθήκες. "Δικό σου είναι το μέρος; Όλα αυτά τα βιβλία..μόνος σου τα έχεις βάλει;" "Ναι. Έχει λίγη ψυχή ακόμα μέσα του αυτό το γέρικο κορμί" απάντησε ο γέρος. "Σε λίγο θα μου πείς πως τα έχεις αρχειοθετήσει κιόλας" είπε ο Edgar κάνοντας μια μάλλον αποτυχημένη προσπάθεια να αστειευτεί. Στο κάτω κάτω στο πώς να σκοτώνει είχε εκπαιδευτεί...όχι να λέει ανέκδοτα. "Έχουμε πολλά να κάνουμε και λίγο χρόνο για να τα κάνουμε" του είπε με σοβαρό ύφος ο γέρος και αμέσως μπήκε στο θέμα...

 

<small>[ 26-07-2002, 22:56: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: panagos ]</small>

Δημοσ.

«Το πρόβλήμα δεν είναι το βιβλίο. Το ζήτημα είναι πώς χάθηκε το βιβλίο και γιατί. Αν βρούμε απαντήσεις σ αυτό, τότε μπορεί και να προλάβουμε να το βρούμε» είπε ο γέρος.

«Ξέρετε τι βιβλίο είναι αυτό;» ρώτησε ο Edgar. ʼναψε τσιγάρο και κοίταξε τις ατέλειωτες σειρές βιβλίων.

«Ξέρω ποιοι το ψάχνουν αγαπητέ» είπε ο γέρος δυσοίωνα. Ο Edgar τον κοίταξε που προσπαθούσε να ανάψει ξανά την πίπα του με ένα μακρύ σπίρτο.

Ο γέρος δεν απάντησε ακόμα κι όταν η πίπα άναψε και ο Edgar, άλλαξε θέση πάνω στην καρέκλα του.

«Ποιοι το ψάχνουν;» ρώτησε.

«Κάποιοι που δεν πρέπει να το βρουν»

«Φοβάμαι πως δεν βοηθάτε» είπε με το τσιγάρο στο στόμα. Πήγε να βήξει αλλά συγκρατήθηκε.

«Ω μα όχι! Κάθε άλλο. Να σε βοηθήσω θέλω αγαπητέ. Αν μάθεις ποιοι το ζητούν ίσως δυσκολέψεις τα πράγματα»

Ο Edgar σκέφτηκε για λίγο.

«Τα πράγματα δυσκολεύουν αν δεν μάθωτον περιβάλλοντα χώρο γύρω από το βιβλίο»

Ο γέρος χτύπησε την πίπα του πάνω σε ένα βαθύ σταχτοδοχείο.

«Μπορώ να σου πω, ποιος το έψαχνε για τελευταία φορά»

O Edgar ήταν σίγουρος ποιος ήταν αυτός.

«Ο Bill» ρώτησε.

«Ο Bill, πράγματιΑλλά για λογαριασμό ποιου;»

«Τις υπηρεσίας;»

«Δυστυχώς όχι αγαπητέ. Όχι»

«Γιατί θα πρέπει να βρω εγώ το βιβλίο;»

«Γιατί βρήκες εσύ τον Bill, γιατί βρήκες εσύ τον φάκελο, γιατί πέρασες στην άλλη διάσταση, επειδή μπορείς να ξαναπάς, είδες το απόκοσμο χωρίο» στα τελευταία λόγια έπιασε ένα βιβλίο από το ράφι πίσω του. Ένα μεγάλο βιβλίο με χοντρά εξώφυλλα. Το έτεινε προς την πλευρά του Edgar.

«Το λεύκωμα της Νύχτας» έγραφε πάνω στο εξώφυλο.

Καθώς ξεφύλλιζε τις σελίδες, είδε ότι ήταν ο κόσμος που είχε επισκεφτεί πριν από μερικές ώρες, στο παράξενο ταξίδι του.

Το σχεδόν ερειπωμένο σπίτι, εκεί που είδε και το κορίτσι με τα ροζ, το χωριό, το πανδοχείο της Εκάτης. Όλα βρίσκονταν σε παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες.

«Το χωριό είναι αέναο Edgar»

Μια φωτογραφία έδειχνε το Πανδοχείο: Κόκκινο Φεγγάρι και μπροστά στέκονταν άνδρες και γυναίκες με παλιομοδίτικα καπέλα. Ανάμεσά τους διέκρινε την Εκάτη. Χαμογελαστή με τα ίδια μαύρα γυαλιστερά μαλλιά.

«Ένα λεύκωμα από τον καιρό των πρώτων φωτογραφιών Edgar. Δαγεροτυπίες τις έλεγαν τότε.

Ο Edgar για άλλη μια φορά κοίταξε τις ατέλειωτες σειρές από τα ράφια της βιβλιοθήκης του γέρου και έπειτα γύρισε στο παράξενο λεύκωμα.

Μια άλλη φωτογραφία ήταν τραβηγμένη από ύψωμα. Έδειχνε ένα χαμηλό σπίτι και μια γριά γυναίκα να στέκεται ακουμπισμένη πάνω σε μια σκούπα. Ήταν η γριά που είχε δει δυο φορές ο Edgar.

 

<small>[ 27-07-2002, 12:48: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: Ν. Βοναπάρτης ]</small>

Δημοσ.

«Την γνωρίζω αυτή τη γυναίκα» είπε και κοίταξε το γέρο στα μάτια.

«Το ξέρω αγαπητέ Edgar. Ξέρω περισσότερα από όσα νομίζεις»

Στον Edgar δεν άρεσε όταν ήξεραν άλλοι για αυτόν περισσότερο από ότι ο ίδιος. «Αφού ξέρεις τόσα πολλά, γιατί δεν μου λες και μένα να μάθω και να λυθεί πιο γρήγορα αυτό το μυστήριο;»

«Δεν είσαι έτοιμος ακόμα. Θα έρθει και αυτή η ώρα»

«Μπορείς τουλάχιστον να μου πεις πότε θα έρθει η ώρα αυτή;»

«..όταν θα είσαι έτοιμος» του είπε με φυσικότητα ο γέρος.

O Edgar φανερά εκνευρισμένος πήρε το παλτό του και έκανε να φύγει.

«Σας βαρέθηκα όλους. Ποιοι νομίζετε πως είστε και παίζετε με τη ζωή μου;»

Αμέσως ο γέρος σηκώθηκε από την καρέκλα του, άνοιξε τα χέρια του και με βροντερή φωνή είπε «ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΕΙ EDGAR.» και σηκώθηκε ένα αεράκι μέσα στο δωμάτιο που παραλίγο να σβήσουν τα κεριά ενώ η πόρτα έκλεισε μπροστά στο Edgar.

«Πώς το έκανες αυτό; Τι είσαι;»

«Είμαι το φώς και το σκοτάδι. Και είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Διότι είσαι η μόνη μας ελπίδα»

«Τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε ο Edgar. Επιτέλους μπήκε στο στοιχείο του. Κατάλαβε πως άσκοπα έψαχνε να βρεί απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν είχαν προς το παρόν απάντηση. Στον Edgar είχε ανατεθεί μια αποστολή για ακόμη μια φορά. Μια αποστολή διαφορετική από τις άλλες.

 

Ο γέρος έκατσε πάλι στην καρέκλα του, έβαλε καπνό στην πίπα του και άρχισε να την απολαμβάνει. «Δεν θα μου πεις τι πρέπει να κάνω;» ρώτησε ο Edgar μα δεν έλαβε απάντηση. Μη θέλοντας να φύγει αυτή τη φορά άρχισε να κοιτάζει πάλι τις βιβλιοθήκες και τα βιβλία. Παρατήρησε πως δεν είχε συνηθισμένα βιβλία αυτό το βιβλιοπωλείο. Διάβαζε περίεργους τίτλους στα ράφια. Το δόντι του διαβόλου, Το 8ο επίπεδο της κόλασης, ώσπου το μάτι του έπεσε σε ένα άλλο βιβλίο. Το μυστικό πέρασμα στον άλλο κόσμο. Το βιβλίο αυτό ήταν μεγάλο και παλιό. Η χρυσή του επένδυση φάνηκε αφού ο Edgar φύσηξε δυνατά για να φύγει η σκόνη. Το άνοιξε κοιτάζοντας τις περίεργες εικόνες του. Μερικές του φάνηκαν γνώριμες. Δεν θυμόταν όμως που τις είχε δει. Ξαφνικά το χέρι του γέρου του έκλεισε το βιβλίο.

«Αυτά δεν είναι για σένα» και συνέχισε «το βιβλίο λέγεται πως εκλάπη και πως το έχει το Σύρουμ, ένα πλάσμα που ζεί στο δάσος του φόβου. Πρέπει να πάς γρήγορα να το πάρεις πριν μας το πάρουν οι άλλοι. Πήγαινε στο σταθμό του τρένου. Εκεί θα σε περιμένει κάποιος που θα σε καθοδηγήσει.»

«Δάσος του φόβου; Σύρουμ; Τι είναι όλα αυτά; Και πως θα γνωρίζω αυτόν που θα είναι στο σταθμό;»

«Θα σε γνωρίσει αυτός. Εσύ απλά πήγαινε εκεί.»

O Edgar δεν είχε όρεξη για πολλές ερωτήσεις οπότε ξεκίνησε να πάει. Στην πόρτα σταμάτησε και γύρισε προς το γέρο.

«Δεν μου είπες ποτέ το όνομά σου. Ή μηπως θα το μάθω και αυτό όταν έρθει η ώρα;»

«Όχι αγαπητέ μου» είπε γελώντας «Με φωνάζουν Morthak»

«Μάλιστα. Morthak λοιπόν. Εγώ να φεύγω..»

«Περίμενε» του λέει ο Morthak και βγάζει από την τσέπη του μια αλυσίδα με ένα γυαλί σε σχήμα κώνου «να το φοράς πάντα αυτό και θα σε προστατεύει». Ο Edgar με όλα αυτά που είχε περάσει και με αυτά που τον περίμεναν δεν θα έλεγε όχι σε καμία μορφή προστασίας. Φορώντας το, είπε «θα σε ξαναδώ ποτέ;»

«Θα είμαι μαζί σου σε αυτό το ταξίδι.» είπε και ο Edgar ανέβηκε τις σκάλες για να αντικρίσει τον ερημικό δρόμο της Merlin street. Τουλάχιστον τώρα ένοιωθε ποιο έτοιμος από πριν. Και το σημαντικότερο, δεν ένοιωθε μόνος..

 

<small>[ 28-07-2002, 15:15: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: panagos ]</small>

Δημοσ.

Ο Edgar περπατούσε στον έρημο δρόμο πηγαίνοντας προς τον σταθμό. Έπρεπε να είχε βρέξει όση ώρα βρισκόταν με τον Morthak.

Περπατούσε και σκεφτόταν όσα είχαν συμβεί. Έπρεπε να βάλει σε τάξη τα δεδομένα, που έλεγαν στην υπηρεσία.

Όλα ξεκίνησαν όταν έφτασε στα χέρια του ο παράξενος μαύρος φάκελος με την διεύθυνση της Main street. Εκεί που είχε βρει τον φίλο του τον Bill σε κατάσταση αποσύνθεσης, και ο Edgar για άλλη μια φορά αναρωτήθηκε πως είχε φτάσει αυτός φάκελος στα χέρια του. Αναρωτήθηκε για τον άγνωστο αποστολέα. Αναρωτήθηκε για πολλά πράγματα ακόμα.

Έπειτα πέρασε στην «άλλη πλευρά», στο απόκοσμο χωριό. Το μεγάλο σπίτι, το κορίτσι με τα ροζ και μετά το Πανδοχείο της Εκάτης.

Εκείνη την στιγμή η θύμηση άστραψε στο μυαλό του. Το Δάσος του Φόβου!

Καθώς η εικόνα από το ερειπωμένο σπίτι σχηματιζόταν ξανά στο μυαλό του, θυμήθηκε αυτό που βρισκόταν πίσω από το σπίτι. Θυμήθηκε οτι υπήρχε ένα δάσος, ένα δάσος από ακακίες αλλά η εικόνα ήταν τόσο θολή στην θύμηση ώστε ο Edgar δυσκολευόταν να την φέρει στο μυαλό του.

Αλλά το παζλ, ίσως άρχιζε να σχηματίζει τις πρώτες εικόνες.

Υπήρχε η γριά γυναίκα που την είχε δει δυο φορές. Μια κοντά στο δάσος και μια έξω από το Κόκκινο Φεγγάρι.

Έπειτα ήταν η Εκάτη. Η Εκάτη του Πανδοχείου, η Εκάτη που τον είχε οδηγήσει στην φιγούρα του παράλληλου κόσμου, η Εκάτη των ασπρόμαυρων φωτογραφιών.

 

Έφτασε στον σταθμό και κατέβηκε τι έρημες σκάλες. Έριξε το κέρμα στο αυτόματο μηχάνημα και πήρε το εισιτήριο.

Κατέβηκε στην έρημη πλατφόρμα και στάθηκε να περιμένει, τον άγνωστο. Αισθάνθηκε τον κώνο στην τσέπη του καθώς έβαλε το χέρι για να πάρει τα τσιγάρα του και ασυναίσθητα τον έσφιξε φευγαλέα.

Φύσηξε τον καπνό. O Edgar, δεν έβηξε και για άλλη μια φορά δεν θυμήθηκε τις προηγούμενες αιμοπτύσεις και τον ακατάσχετο μέχρι λιποθυμίας βήχα του.

Ένας μεταλλικός ήχος ακούστηκε. Σαν μέταλλο να έπεσε πάνω σε μέταλλο και ο Edgar, κρύφτηκε πίσω ένα μηχάνημα αναψυκτικών. Ο ήχος δεν ακούστηκε ξανά αλλά εκείνος παρέμεινε τραβηγμένος στην σκιά.

Ήταν έτοιμος να βγει από την θέση του, όταν ένας διαφορετικός ήχος τον έκανε να τραβηχτεί ξανά στην σκιά.

Έπειτα κάτι κατρακύλησε τις σκάλες και ο Edgar βρέθηκε να κοιτάζει ένα πεσμένο αντρικό σώμα. Από διαίσθηση περισσότερο κατάλαβε οι επρόκειτο για τον άνθρωπο που περίμενε.

Έσκυψε από πάνω του.

Δεν υπήρχαν σημάδια τραύματος αλλά ο άνθρωπος ανάσαινε με δυσκολία. Ο Edgar πλησίασε στο πρόσωπό του.

«Ο Bill...» είπε ο άγνωστος με δυσκολία. Τα μάτια του ήταν κλειστά και η ανάσα του βαριά. Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο και μελανό.

Πλησίασε περισσότερο.

«Ο Bill...ο Bill το έχει...»

Ο Edgar, ξεκούμπωσε την γραβάτα του άγνωστου και άνοιξε το πουκάμισο σε μια προσπάθεια να τον κάνει να αναπνεύσει καλύτερα.

«Τι είχε ο Bill;» τον ρώτησε

«Το κλειδί...»

Πλησίασε περισσότερο το πρόσωπό του στο στόμα του άγνωστου. Η ανάσα του μύριζε πικραμύγδαλο. «Αρσενικό!» σκέφτηκε ο Edgar.

«Ποιο κλειδί;»

«Για το σπίτι...»

«Ποιο σπίτι;»

«Στο δάσος...ο φόβος...η γριά...» είπε ο άνδρας και δεν ξαναμίλησε.

Έπειτα ο Edgar άκουσε τον θόρυβο. Το μέταλλο που χτυπά πάνω σε μέταλλο.

 

<small>[ 29-07-2002, 11:17: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: Ν. Βοναπάρτης ]</small>

Δημοσ.

Με το άκουσμα του θορύβου έκανε να κρυφτεί πίσω από το μηχάνημα των αναψυκτικών. Μετά από λίγο βήματα ακούστηκαν από το βάθος. Κάποιες φωνές. Δυό άντρες σα να συζητούσαν. Προσπάθησε να καταλάβει τι λέγανε. Δεν άκουγε καλά. Τα μόνο λόγια που άκουσε:

«Εντάξει. Τέλειωσε», είπε η μια φωνή.

«Καλά αυτός. Ας ευχηθούμε ότι τελειώσαμε εδω με αυτούς....» η δεύτερη φωνή μαζί με τους ήχους από τα βήματα χάθηκαν μέσα στη σιωπή του σταθμού. Μετά 2 πόρτες αυτοκινήτου που έκλεισαν και η μηχανή που πήρε μπρος. Μετά το ξεκίνημα και μετά ...η σιωπή!

 

Κάθισε για λίγο εκεί μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν υπάρχει κανείς. Πίσω από το μηχάνημα τα μάτια του είχαν κολλήσει στον πεσμένο άνθρωπο μπροστά του. Έπρεπε να φύγει από κει. Όποιος και να τον έβλεπε σίγουρα δεν θα σκεφτόταν και το καλύτερο ενδεχόμενο. Το πιο πιθανόν να ήταν ο πρώτος ύποπτος για φόνο. Ξεκίνησε να φύγει γρήγορα. Στάθηκε όμως πριν ξεκινήσει. Δεν έπρεπε να κινήσει υποψίες φεύγοντας από το σταθμό. Σηκώθηκε στάθηκε όρθιος. Φτιάχτηκε. Γύρισε και άρχισε να περπατά προς την έξοδο του σταθμού! Περπατούσε σιγά σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Ανέβηκε τις έρημες σκάλες και βγήκε από το σταθμό. Το μοναδικό πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί. Ο Bill. Ήταν το κλειδί για τις περισσότερες απαντήσεις. ʼρχισε να ψάχνει για ΤΑΧΙ για να γυρίσει εκεί που ήταν ο φίλος του. ʼραγε θα ήταν ακόμη εκεί. Έπρεπε να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το αυτοκίνητο το είχε αφήσει έξω από το σπίτι που ήταν ο Bill. Μα γιατί να μετακινείται με ΤΑΧΙ αφού είχε το αυτοκίνητο. Προσπάθησε να καταλάβει γιατί επέλεξε το ΤΑΧΙ. Προσπάθησε να θυμηθεί γιατί πήρε ΤΑΧΙ ......αλλά το πιο περίεργο είναι ότι θυμάται πως όταν βγήκε από το σπίτι δεν υπήρχε το αυτοκίνητό του απ έξω εκεί που το είχε αφήσει. Ήταν τόσο σαστισμένος που ούτε καν ασχολήθηκε με αυτό. Πήγε κατ ευθείαν στο βιβλιοπωλείο. Ναι, έτσι είχε γίνει!

 

Δεν προβληματίστηκε περισσότερο. Τώρα θα έπαιρνε ΤΑΧΙ και θα πήγαινε ξανά πίσω. Αν το αυτοκίνητο ήταν εκεί και από τη σαστιμάρα του δεν το έβλεπε θα το έβλεπε τώρα. Από το βάθος του δρόμου ένα ΤΑΧΙ φάνηκε να πλησιάζει. Σήκωσε το χέρι του το ΤΑΧΙ σταμάτησε. ʼνοιξε την πίσω πόρτα και μπήκε μέσα. Κάθισε. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε και πριν προλάβει να πει που πηγαίνει άκουσε τη φωνή του οδηγού:

 

«Main Street 68. Εκεί δεν πάμε;!»

Δημοσ.

Δεν περίμενε να το ακούσει αυτό. Μα καλά πως ο οδηγός ήξερε τον προορισμό. Ο Edgar. Με σταθερή φωνή του απάντησε. «Main Street 68» σα να μην το είχε ακούσει. Οι απορία όμως περιπλανιόταν μέσα στο μυαλό του. Μα καλά! Πως είναι δυνατόν να ξέρει........

 

Προχώρησαν λίγο μέχρι που ο οδηγός του ξαναμίλησε.

«Δεν έπρεπε να είχες κατεβεί κάτω. Έπρεπε να περιμένεις πάνω από τον σταθμό».

«Δεν μου το είπε κανείς» απάντησε ο Edgar

«Πέρασα και δεν σε είδα. Δεν σταμάτησα καθόλου και μετά έκανα τρεις κύκλους. Ο Morthak μου είχε πει ότι σίγουρα θα είσαι εδώ και να μην φύγω αν δεν σε βρω. Έτσι αποφάσισα να κάνω κύκλους. Ο Morthak πάντα ξέρει τι λεει.»

Ο οδηγός γύρισε και κοίταξε τον Edgar.

 

Ήταν ένας μαύρος με γυαλιά και τραγιάσκα. Γύρω στα 50. λίγο παχουλός φαινόταν. Η φωνή του ήταν βαριά. Μίλαγε όχι πολύ καθαρά σα να ψέυδιζε λίγο. Αυτό τον έκανε να ακούγεται λίγο περίεργα, λίγο αστεία.

 

Ο Edgar έκανε την πρώτη του ερώτηση:

«Μα καλά, αφού μετά από τον Morthak έπρεπε να πάω πίσω στο σπίτι που βρήκα τον Bill γιατί με έστειλε στον σταθμό;»

«Πολύ απλά. Γιατί όση ώρα εσύ καθυστέρησες για να έρθεις εδώ εγώ έπρεπε να μεταφέρω τον Bill στο νεκροτομείο της πόλης.»

Ο οδηγός συνέχησε.

«Μήπως άκουσες κάτι περίεργο μέσα στο σταθμό. Μήπως είδες κάτι; Πρέπει να ξέρω!»

Ο Edgar του διηγήθηκε ότι έγινε στο σταθμό.

 

Ο οδηγός παρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη διήγηση και είχαν φτάσει κοντά στη γωνία που θα έστρηβαν για την Main Street. Το ΤΑΧΙ έστριψε και ο οδηγός του είπε χαμογελόντας.

«Ta DA aaaa!»

Αυτό που έβλεπε ο Edgar ήταν κατι τελείως διαφορετικό από αυτό που είχε αφήσει όταν έφυγε από εδώ.

 

Πυροσβεστικη, αστυνομία και ένα ασθενοφόρο. Πολύ κόσμο έξα από το σπίτι. Το ΤΑΧΙ πέρασε από μπροστά από το σπίτι και ο οδηγός έκοψε ταχύτητα για να μπορεί ο Edgar να παρατηρήσει καλύτερα. Περνούσαν από μπροστά από το σπίτι το οποίο είχε πάρει φωτιά. Όχι όμως μόνο το σπίτι. Λίγο πιο δίπλα το αυτοκίνητο του Edgar έχει γίνει κάτι χειρότερο από στάχτη.....

 

«Σταμάτα» φώναξε ο Edgar και έκανε να βγει.

Με μια απότομη κίνηση ο οδηγός κλείδωσε τις ασφάλειες πατώντας έναν διακόπτη στο τιμόνι

«ΟΧΙ» είπε αποφασιστικά. «Γιατί νομίζεις ότι μετέφερα το πτώμα; Από στιγμή σε στιγμή θα γινόταν αυτο! Και που πρόλαβα πάλι καλά!»

«Που πάμε» ξαναρώτησε o Edar

«Που αλλού φίλε μου! Στο νεκροτομείο!»

 

<small>[ 29-07-2002, 16:28: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: W.A.Mozart (jr.) ]</small>

Αρχειοθετημένο

Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

  • Δημιουργία νέου...