W.A.Mozart_(jr.) Δημοσ. 24 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 24 Ιουλίου 2002 ..προσπαθεί ακόμη να διαβάσει τα χείλη της αλλά η ποιότητα της εικόνας δεν του το επιτρέπει. Η κοπέλα συνεχίζει τρομαγμένη να λέει κάτι στην κάμερα κοιτώντας δεξιά αριστερά και προς τον φακό. Είναι φανερά ταραγμένη και οι κινήσεις τις είναι όντως νευρικές. Οι σκηνές εξακολουθούν να μην έχουν ήχο, πράγμα που τον έχει κάνει να στέκεται ακίνητος μπροστά στην οθόνη και με όλη του την προσοχή στραμμένη σε αυτό που βλέπει. Η ταινία παίζει για άλλο λίγο μέχρι που....ένα τράνταγμα στην κάμερα, και ένας πυροβολισμός. Μόνο η λάμψη και το αποτέλεσμα! Η λάμψη του όπλου που βρίσκεται μάλλον στο άλλο χέρι αυτού που τραβάει τη σκηνή και το αποτέλεσμα. Το κεφάλι της κοπέλας με ένα τραύμα (εντυπωσιακό)! Το μισό κεφάλι βρίσκεται σε κατάσταση μπροστά στην οποία ακόμη και αυτός δεν μπορεί να μήνει ατάραχος. Η ταινία εξακολουθεί να δήχνει το «φρικιαστικο» θέαμα χωρίς να κουνιέται. Ίσω κάτι να λεέι κάποιος αλλά δεν υπάρχει ήχος. Μετά από λίγο η ταινία σταματάει. Έχει φτάσει στο τέλος. Η τηλεόραση κάνει «χίονια» αλλά αυτός εξακολουθεί αν την κοιτά σαν μαρμαρωμένος. Τα μάτια κολλημένα στην οθόνη ενώ ο τοίχος εξακολουθεί να κινήται περίεργα!!!!!! <small>[ 24-07-2002, 15:30: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: W.A.Mozart (jr.) ]</small>
Ν._Βοναπάρτης Δημοσ. 24 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 24 Ιουλίου 2002 Έναs δρόμοs να ξανοίγετε μπροστά του. Μπροστά από το πέρασμα. Ένας δρόμος που στρίβει απότομα δεξιά. Ο Edgar μπαίνει στον δρόμο και προχωρά ώσπου η άσφαλτος σταματά και τώρα γίνεται χωματόδρομος. Υπάρχουν γκρεμισμένα σπίτια δεξιά. Ακολούθησε αυτό που τώρα είχε γίνει μονοπάτι και παραξενεύτηκε από την απόλυτη ησυχία που έπεσε ξαφνικά. Τώρα δεν υπήρχαν καθόλου σπίτια. Το μονοπάτι είχε γίνει λίγο ανηφορικό. Στην κορυφή του λόφου που φαινόταν ότι κατέληγε είδε ένα δένδρο χωρίς φύλλα. ʼρχισε να πέφτει ομίχλη και κρύο. Λες και είχε μεταφερθεί σε ένα άλλο κόσμο. Όταν έφτασε στην κορυφή σταμάτησε. Η ομίχλη δεν τον άφηνε τώρα να δει καθαρά, αλλά του φάνηκε ότι διέκρινε ένα σπίτι λίγα μέτρα από εκεί που βρισκόταν. Πλησίασε. Το σπίτι ήταν μεγάλο, πέτρινο με πολλές καπνοδόχους. Τα παράθυρα είχαν όλα κάγκελα και πίσω από τα κάγκελα διέκρινε ερμητικά κλειστά παντζούρια. Το σπίτι το έκλεινε ένας μαντρότοιχος και κάγκελα. Ήταν ψηλός και ακόμα ψηλότερα εξείχαν τα κάγκελα που ήταν μυτερά και μαύρα. Το σπίτι του φάνηκε ότι ήταν έτοιμο να πέσει. Φαινόταν τόσο παλιό και γέρικο ! Έμοιαζε η οροφή να στέκεται με το ζόρι πάνω στους τοίχους. Αλλά του έδινε την εντύπωση ότι είχε πάνω του μια καρτερικότητα . Σαν να περίμενε κάτι. Έφτασε στην εξώπορτα. Δυο ψηλοί πύργοι στήριζαν δυο σιδερόφραχτα φύλλα. Δυο μαύρα φανάρια κρέμονταν από κάθε πύργο. Ταυτόχρονα παρατήρησε δυο σιδερένιες μορφές χτισμένες πάνω στις πέτρινες κολώνες. Πλησίασε και κοίταξε καλύτερα. Έμοιαζαν με πρόσωπα λύκων ή σκυλιών που είχαν το στόμα ορθάνοιχτο. Ξαφνικά αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα να ηλεκτρίζεται. Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό. Η ομίχλη είχε τραβηχτεί κι είδε τα σύννεφα να μαζεύονται γρήγορα. ʼκουσε ένα μπουμπουνητό και έπειτα ένα κεραυνός έπεσε κοντά. Η βροχή ήλθε απίστευτα γρήγορα. Έτρεξε να κρυφτεί στο μόνο μέρος που έβλεπε μπροστά του. Στο σπίτι. ʼρχισε να περπατά προς τα εκεί, αλλά ένας θόρυβος τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι προς τα πίσω. Είδε ένα κύμα από βροχή, σαν κουρτίνα να ξεχύνεται προς το μέρος του. ʼρχισε να τρέχει λες και η βροχή επρόκειτο να τον σκοτώσει. Η απόσταση προς το σπίτι δεν λιγόστευε. Έβαλε περισσότερη δύναμη και τελικά έφτασε στην πόρτα πριν τον φτάσει η βροχή. Η πόρτα που συνάντησε άνοιξε πιο εύκολα από όσο περίμενε. Μπήκε και κοίταξε γύρω του. Υπήρχε ένα δωμάτιο πάνω από 100 τ.μ. Είδε πόρτες να στέκονται κλειστές. Μέτρησε πάνω από δώδεκα. Μια σκάλα οδηγούσε στον επάνω όροφο. Καθώς σήκωσε το κεφάλι, είδε ότι υπήρχε άλλη μια σκάλα που οδηγούσε από τον δεύτερο όροφο στον τρίτο. Έξω άκουσε την βροχή να χτυπά το σπίτι. Πλησίασε σε ένα παράθυρο και κοίταξε. Πρέπει να έβλεπε στον κήπο. Τότε σε ένα παγκάκι είδε ένα μικρό κορίτσι ντυμένο με ανοιξιάτικα ροζ ρούχα να κάθεται μέσα στην βροχή. Τα μαλλιά του ήταν δεμένα σε κότσο και είχαν μουσκέψει. Δεν έβλεπε το πρόσωπό του. Της φωνάζει, αλλά εκείνο δεν ακούει. Αποφασίζει να βγει έξω. Ανοίγει μια πόρτα που βλέπει εκεί κοντά και πετάγεται. Στέκεται κάτω από το μισοχαλασμένο υπόστεγο και κοιτάζει στον κήπο. Το παγκάκι που πριν από λίγο έβλεπε το κορίτσι είναι τώρα άδειο. Δίπλα από το παγκάκι υπάρχει ένα άγαλμα που δεν το είχε δεί μέχρι εκείνη την στιγμή. Νομίζει ότι η βροχή τον ξεγέλασε και μπέρδεψε το άγαλμα με την κοριτσίστικη φυγούρα. Αλλά το ροζ φόρεμα; <small>[ 24-07-2002, 15:18: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: Ν. Βοναπάρτης ]</small>
W.A.Mozart_(jr.) Δημοσ. 24 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 24 Ιουλίου 2002 Το τοπίο αρχίζει να παραμορφώνεται πάλι. Ακουει τη βοή του αέρα αλλά δεν νιώθει αέρα. Η βροχή έχει σταματήσει. Κοιτά τον ουρανό και τα σύννεφα το φαίνονται να κινούνται φοβερά γρήγορα. Νιώθει περίεργα. Δεν σκέφτεται τίποτα. Κοιτά το άπειρα σαν χαμένος όλα γίνονται με τόση ταχύτητα που δεν του επιτρέπουν να σκεφτεί. Εξακολουθεί να αισθάνεται περίεργα. Το μέρος αρχίζει να παραμορφώνεται όλο και περισσότερο. Αισθάνεται ότι περιστρέφεται σα να έχει μπει σε ένα λούκι που τραβάει το νερό της μπανιέρας. Αισθάνεται να στροβιλίζεται. Κοιτά τα χέρια του, τα πόδια του και ενώ νιώθει ότι κινείται αυτός είναι ακίνητος. Μια αστραπιαία λάμψη και ........βρίσκεται πάλι μπροστά την τηλεόραση. Σα να μην συμβαίνει τίποτα. Σα να μην βρέθηκε εκεί. Αισθάνεται χαμένος. Προσπαθεί να καταλάβει τι έγινε. Γυρίζει και ξανακοιτά το χώρο. Μα τι είναι αυτό; Δεν μετακινείται από τη θέση του. Πάνω στον καναπέ βλέπει αυτό το ροζ φόρεμα και μάλιστα βρεγμένο........... δεν μπορεί να καταλάβει και πολλά. Η ταινία έχει γυρίζει από την αρχή και ξαναρχίζει να παίζει, λόγο του αυτοματισμού του video......την ξανακοιτά. Το πρόσωπο της κοπέλας όμως του φαίνεται γνώριμο.....πολύ γνώριμο.......μα ναι! Είναι η κοπέλα που είδε........μοιάζει τρομακτικά αν και εκεί που βρέθηκε είδε ένα κοριτσάκι .....η γυναίκα της ταινίας δεν διαφέρει καθόλου από το κοριτσάκι. Δεν το είδε καθαρά το πρόσωπο του μικρού κοριτσιού αλλά όσο κοιτά την ταινία τα χαρακτηριστικά μοιάζουν όλο και περισσότερο.........συνεχίζει να κοιτά μαρμαρωμένος....... <small>[ 24-07-2002, 15:23: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: W.A.Mozart (jr.) ]</small>
Edgar Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Μέλος Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Gia merika deuterolepta sinerxetai apo to sok kai thimatai tin porta pou anoikse me magiko tropo. Strefei to blema tou sta deksia, ekei pou eixe anoiksei prin i porta, kai tora, to mono pou blepei, einai ena kadro. Einai makrosteno, sxedon sto ipsos tou kai fainetai na akoumaei sto dapedo. Giro giro einai skalismano me paraksena sxedia, pou thimizoun tribal. Den exei kapoio pinaka, fotografia or zografia mesa tou. Einai apolitos adeios. Mono to kafe ksilo pou einai etoimo na skasei apo tin igrasia tou domatiou. Den thimatai na itan auto edo prin. Patei to stop sto video kai proxoraei pros ton toixo sta deksia tou. Plisiazei to kadro. To akoumpaei. To xaideuei, prospathontas na katalabei ti rolo paizei ekei mesa ena adeio kardo. Prosexei oti den einai akribos kadro. Exei 2 podia sto kato meros tou pou to stirizoun orthio. Den exoun tetoia podia ta kadra. Ksafnika blepei mia amidri lampsi sto piso meros tou. Pianei to kadro me ta xeria tou kai to trabaei pros to meros tou, makria apo ton toixo. I lampsi ginetai entonoteri. Koitaei tin piso meria tou kadrou.Telika eixe dikio na parakseneuetai. Den itan ena adio kadro, itan i piso opsi enos olosomou kathrefti! Ton trabaei pio makria apo ton toixo etsi oste na xoraei na mpei mprosta tou kai na koitaksei me anesi ti itan auti i lampsi. Den mporei na pistepsei to theama pou blepei. Den einai dinato na blepei tin arxi tou dromou pou eide kai prin apo ligo. Autos o dromos eixe fanei piso apo ton toixo. Koitaei piso tou kai o tixos itan anepafos. Ksanakoitaei ton kathrefti kai paratirei oti den exei antanaklasi tou eautou tou. Apla mia anthropini siloueta pou thimizei ton eauto tou. Akoumpaei ton kathrefti na febaiothei oti den einai kapoio idos fotografias or kati allo. H afi tou epibebaionei auto pou eixe katalabei stin arxi. Einai ontos enas kathreftis. ma pos einai dinaton omos na blepei auto pou blepei? Einai kapoia paraisthisi opos proigoumenos? sinexizei na koitaei kai na akoumpaei ton kathrefti prospathontas na katalabei ti ginetai...
Επισκέπτης Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 ...Παίρνει την απόφαση να ξανακάνει το απίθανο ταξίδι. Προσπαθεί να περάσει ανάμεσα από το κάδρο, - ο Θεός να το κάνει κάδρο!! Βάζοντας το δείχτη του μέσα από το κάδρο, βλέπει την μορφή που φαινόταν μέσα σε αυτό, να αρχίζει να τρέχει προς το εγκατατελλημένο σπίτι που είχε δει. Δεν του άρεσε να γυμνάζετε, αλλά η περιέργεια είναι κακός σύμβουλος. Πέρνει την απόφαση και "περνάει" μέσα από το κάδρο ώστε να λύσει το μυστήριο μία και καλή και αρχίζει να κυνηγάει την "μορφή" βάζοντας τα πόδια στους ώμους... <small>[ 25-07-2002, 09:11: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: timiman ]</small>
Ν._Βοναπάρτης Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Καθώς ο Edgar στεκόταν ξανά με αυτό τον τόσο περίεργο τρόπο μπροστά στο σπίτι, μια άλλη φιγούρα κοιτούσε και εκείνη προς το μέρος του σπιτιού. Ήταν η γριά Ισμήνη, από το γειτωνικό χωριό, που ξεπρόβαλε μέσα στην ομίχλη μπροστά στα έκπληκτα του Edgar μάτια. Η γριά Ισμήνη ήταν ή μόνη που την είχε δει την κοριτσίστικη παρουσία με το ροζ φόρεμα και που πίστευε ότι επρόκειτο για κάποια νεράιδα. Ποτέ κανείς από το χωρίο δεν πίστεψε την γριά Ισμήνη. Οι γεροντότεροι του χωριού έλεγαν ότι δεν μπορεί να δει κανείς νεράιδα δίχως να χάσει την μιλιά του, τα μάτια του μαζί με τα λογικά του. Οι νεότεροι, δεν πίστευαν σε νεράιδες και ξωτικά. Η γριά Ισμήνη όμως την είχε δει πολλές φορές να έρχεται στο ξέφωτο ελαφροπατώντας σαν το άνεμο πάνω στο χορταριασμένο μονοπάτι και να τραβά κατά το σπίτι. Δεν έδειχναν να την πειράζουν τα αγκάθια, ούτε κι οι πέτρες. Απλά έτρεχε σαν αερικό μέσα στα δένδρα και εξαφανιζόταν πέρα στο σύδενδρο με τις ακακίες περνώντας με ευκολία το ποτάμι. Αυτό το γκρίζο πρωινό η γριά Ισμήνη την είδε πάλι. Φορούσε το ίδιο ροζ φόρεμα, μέχρι το αστράγαλο, όλο πτυχές και δίπλες. Τα μαλλιά της ήταν μακριά και δεμένα όπως πάντα σε κότσο. Το πρόσωπο δεν φαινόταν. Η αλήθεια ήταν ότι η γριά Ισμήνη δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπό της. Το κοριτσάκι εμφανίστηκε λάμποντας. Πέρασε όπως όλες τις άλλες φορές το ποτάμι με τα γυμνά της πόδια κι ήταν έτοιμη να χαθεί μέσα στο σύδενδρο κατά το σπίτι όταν έξαφνα στάθηκε και αφουγκράστηκε. Η γριά Ισμήνη τρόμαξε. Πίστεψε ότι το ξωτικό την είχε δει. Οτι τώρα θα ερχόταν και θα της έπαιρνε την μιλιά, τα λογικά, τα μάτια, την φωνή, όλα. Έτσι κράτησε την ανάσα της. Ήξερε ότι ξωτικά σαν κι εκείνη μπορούσαν να ακούσουν πολύ εύκολα την ανάσα του άλλου, όπως κάνει ο λύκος, όπως κάνουν τα άγρια ζώα. Αλλά η κοπέλα δεν κοίταξε προς το μέρος της. Απλά έμεινε ακίνητη σαν ζώο που αισθάνθηκε κίνδυνο... <small>[ 25-07-2002, 09:56: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: Ν. Βοναπάρτης ]</small>
W.A.Mozart_(jr.) Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 O Edgar ακίνητος μπροστά στο σπίτι και η γριά Ισμήνη μαρμαρωμένη με κομμένη την ανάσα. Και οι δυο περίμεναν την επόμενη κίνηση της κοπέλας η οποία και αυτή στέκεται. Το αίσθημα του φόβου στον Edgar δεν είναι και τόσο γνωστό. ʼλλωστε μέσα σε μια τέτοια δουλειά είχε καταφέρει να το ξεπεράσει από πολύ νωρίς. Αυτό που τον κυριαρχούσε ήταν η περιέργεια και η έκπληξη. Η κοπέλα γύρισε. Κοίταξε τον Edgar. Αυτός εξακολουθούσε να μην βλέπει καθαρά το πρόσωπό της. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Αντίθετα τα αντικείμενα και ότι βρισκόταν στην ίδια απόσταση με την κοπέλα μπορούσε να το διακρίνει πάρα πολύ καλά. Δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Η κοπέλα άρχισε με αργό ρυθμό να κινείτε προς το μέρος του! Η γριά Ισμήνη σχεδόν παγωμένη παρατηρούσε τη σκηνή. Η μικρή ήταν σα να μην περπατούσε. Οι κινήσεις ήταν σα να περπατάει. Κουνούσε τα πόδια της και έκανε απόλυτα φυσιολογικές κινήσεις μόνο που....αυτά τα πόδια βρισκόταν περίπου 5 εκατοστά πάνω από τη γη. Η μικρή πλησίασε τον Edgar σιγά σιγά σα να προσπαθεί να τον εξετάσει. Η μορφή της άρχισε να γίνεται πιο ξεκάθαρη. Έφτασε πολύ κοντά του. Καθώς τον πλησίαζε αυτός ένιωσε μια ανεξήγητη δροσιά να τον περιτυλίγει σα να τον κυκλώνει η αύρα της μικρής. Έφτασε κοντά του. Σταμάτησε και τον κοίταξε στα μάτια. Το ίδιο και αυτός! Χωρίς καμία αμφιβολία η μορφή ήταν ίδια με αυτή της κοπέλα στο Video! Εκείνος έμεινε ακίνητος. Η μικρή άπλωσε το χέρι της και έπιασε τον τελείως λευκό φάκελο που ο Edgar είχε κρατήσει. Σα να του τον δείχνει. Η γριά Ισμήνη δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Σαν μια συνομιλία που κανείς όμως δεν έλεγε τίποτα. Τρόμαξε τόσο. Περίμενε τον Edgar παλαβό και χωρίς μάτια μετά από αυτό και όταν είδε ότι αυτό στέκονταν εκεί ατάραχος ένα ουρλιαχτό της ξέφυγε και άρχισε να τρέχει πίσω από τα δέντρα! Ώσπου εξαφανίστηκε. Το βλέμμα του την ακολούθησε αλλά η κοπέλα δεν έδωσε καμία απολύτως σημασία. Γύρισε στην κοπέλα. Αισθάνθηκε σα να ακούει τη φωνή της αλλά το στόμα της ήταν ακίνητο. Δεν ασχολήθηκε με τέτοιου είδους «λεπτομέρειες». Τίποτε δεν του φαινόταν πια τόσο παράξενο. Είχε αρχίσει να μην αναλύει και πολλά. ʼκουσε τη φωνή της να του λεει............ <small>[ 25-07-2002, 10:17: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: W.A.Mozart (jr.) ]</small>
Ν._Βοναπάρτης Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 «Πρέπει να μου βρείτε το βιβλίο» είπε η κοπέλα με παιδική φωνή. Ο Edgar δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Μόνο κοιτούσε την κοπέλα στο πρόσωπο. Τόσο παιδικό, τόσο αθώο, με τέτοιο παράπονο στα μάτια. «Πρέπει να μου βρείτε το βιβλίο» είπε ξανά το κοριτσάκι. Εκείνος για άλλη μια φορά δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Τότε το αθώο πρόσωπο άλλαξε. Συσπάστηκε σαν από δυνατό πόνο. «Πρέπει να μου βρείτε το βιβλίο» αλλά αυτή την φορά η φωνή ήταν τρομερή. «Το βιβλίο;» είπε εκείνος «Βρέστε το βιβλίο. Πρέπει να μου δώσετε το βιβλίο. Υπάρχει θάνατος. Θάνατος!» και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι. Ο Edgar, την είδε να εξαφανίζεται μέσα στο ερειπωμένο οίκημα κι έπειτα τα μάτια του έπεσαν στο χωριό που ξεθώριαζε στο βάθος. Η πρώτη σκέψη που έκανε ήταν να ανοίξει τον φάκελο <small>[ 25-07-2002, 10:36: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: Ν. Βοναπάρτης ]</small>
Επισκέπτης Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 ..Χωρίς να το σκεφτεί αρκετά ανοίγει τον φάκελο. Ο φάκελος περιείχε ένα χαρτί διπλομένο στα τέσσερα. Η μοναδική φράση που ήταν γραμμένη με...τον γνωστό γραφικό χαρακτήρα, έλεγε ,"Πανδοχείο Το κόκκινο Φεγγάρι" και από κάτω, το όνομα Εκάτη. Αποφάσισε να πάρει τον δρόμο για το χωριό που έβλεπε, ελπίζοντας να βρει την αρχή του νήματος.. Η φράση της μικρής "Το βιβλίο! Βρείτε το βιβλίο", ακούγονταν στο μυαλό του συνέχεια, όπως άρχιζε να κατηφορίζει το έρημο δρομάκι... <small>[ 25-07-2002, 10:39: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: timiman ]</small>
Ν._Βοναπάρτης Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 ʼναψε τσιγάρο και άρχισε να βήχει μέχρι που τα μάτια του δάκρυσαν και ένας πόνος μούδιασε το στήθος του. Κατά ένα παράξενο τρόπο, έτσι όπως κατηφόριζε το μονοπάτι, θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε βήξει τόσο πολύ. Τον πόνο που είχε απλωθεί τότε στο στήθος του και την αιμόπτυση, και τότε ο Edgar για πρώτη φορά στην ζωή του αισθάνθηκε ένα φευγαλέο φόβο να τον διαπερνά σαν ψίθυρος. Την επόμενη στιγμή το ξέχασε. Θα το θυμόταν στην επόμενη αιμόπτυση. Χωματόδρομος και χαμηλά σπίτια και από τις δυο μεριές του δρόμου. Στάθηκε και κοίταξε. Ένα γαύγισμα ακούστηκε από μακριά και μετά άλλο ένα σαν απάντηση. Ένα άλογο φουμάρισε κάπου κοντά και ο Edgar άκουσε το θόρυβο που κάνουν τα ξύλα που κόβονται. Ένας άλλος κόσμος, ίσως και μια άλλη εποχή. Για δεύτερη φορά αισθάνθηκε αβέβαιος. Προχώρησε στον χωμάτινο δρόμο θέλοντας να βρει το Πανδοχείο...
Επισκέπτης Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Καθώς προχώραγε, καταλάβαινε ότι κάποια μάτια παρακολουθούσαν κάθε του κίνηση. Μη δίνοντας και τρομερή σημασία προχώρησε παρακάτω για να βρει το Πανδοχείο. "Εκάτη-κόκκινο φεγγάρι", τα δυο τους έχουν αρκετά ίδια σημεία. Και οι δύο είναι θεότητες, και μάλιστα της νύχτας. Δεν ήταν και δύσκολο να το βρει. Μία παλιά ξύλινη πινακίδα είχε πάνω της γραμμένη το "Κόκκινο Φεγγάρι", με ξεθωριασμένα κόκκινα γράμματα. Η πόρτα δεν φαινόταν να αντέχει το βάρος της. Την χτύπησε τρεις φορές όταν... <small>[ 29-07-2002, 22:03: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: timiman ]</small>
Ν._Βοναπάρτης Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Από την πίσω μεριά του πανδοχείου ακούστηκε ένας θόρυβος. Περίμενε να τον ακούσει ξανά αλλά δεν έγινε τίποτα. Ο Edgar είχε νοιώσει συχνά αυτό το συναίσθημα. Κάποιος ή κάποιοι τον παρακολουθούσαν δίχως να μπορεί να τους δει και ήταν σίγουρος για αυτό, αλλά όπως άλλοτε έτσι και τώρα, όσο η παρουσία αυτή έμενε άγνωστη, ο Edgar ένοιωθε τις αισθήσεις του σε εγρήγορση. Περπάτησε προσεχτικά στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Καμιά κίνηση, καμιά φανερή ανθρώπινη παρουσία. Μόνο οι μακρινοί ήχοι. Ο ήχος από τα ξύλα που έκοβε κάποιος ακουγόταν ακόμα, αλλά τώρα περισσότερο απόμακρος. ʼναψε ένα δεύτερο τσιγάρο αλλά δίχως τον σπασμωδικό βήχα αυτή την φορά. Κοίταζε τώρα το διώροφο κτίριο με την ταμπέλα «Κόκκινο Φεγγάρι ». Δεν φαινόταν καμιά κίνηση στα παράθυρα, μέσα στο πρωινό που εξακολουθούσε να είναι γκρίζο, αλλά να φεύγει απόκοσμα γρήγορα. Πίσω του κάτι έτριξε και ο Edgar γύρισε απότομα. Βρέθηκε μπροστά στην γριά Ισμήνη που τον κοιτούσε. Τα μαλλιά της ήταν άσπρα και το πρόσωπο ρυτιδιασμένο και χλωμό. Τα μάτια της μαύρα και το φαφούτικο στόμα άνοιξε για να του μιλήσει, αλλά σαν να μετάνιωσε, η γριά Ισμήνη δεν είπε τίποτα. Μόνο έμεινε να τον κοιτάζει κι εκείνος αυτήν σε μια ατέλειωτη παρατήρηση. Έπειτα μια πόρτα έτριξε από την απέναντι πλευρά του δρόμου, από την μεριά του πανδοχείου κι εκείνος έστρεψε για μια στιγμή τα μάτια του. Πίσω του η γριά Ισμήνη τραβήχτηκε και χάθηκε. O Edgar, πέρασε τον δρόμο και μπήκε στο πανδοχείο. Δεν υπήρχε πολύ φως και στο βάθος διέκρινε μια κίνηση πίσω από ένα πάγκο. Δεν ήταν μόνος όμως. Υπήρχαν δυο τραπέζια με καρέκλες και ο Edgar ένοιωσε περισσότερο παρά κατάλαβε ότι ο κίνδυνος που είχε αισθανθεί λίγο πριν, είχε εξαφανισθεί. Πλησίασε τον πάγκο. Μια κοπέλα καθόταν πίσω από το ξύλινο χώρισμα. Μια κοπέλα που σαν τον είδε να πλησιάζει, σηκώθηκε από το ψηλό σκαμπό που καθόταν. «Είμαι η Εκάτη» είπε με μια φωνή ένρινη. «Η θεά της σελήνης;» ρώτησε εκείνος «Των νεκρών και της μαγείας» συμπλήρωσε η κοπέλα, αλλά δεν χαμογέλασε. «Των νεκρών;» έκανε με απορία. Η κοπέλα δεν απάντησε παρά έμεινε να τον κοιτάζει. Τα μαλλιά της ήταν τόσο μαύρα, που γυάλιζαν. «Θέλετε δωμάτιο;» τον ρώτησε. «Έχετε δωμάτια;» «Αν θέλετε!» Ο Edgar σκέφτηκε για μια στιγμή τα απομεινάρια του νεκρού φίλου του. «Κάποιοι λένε ότι τα δωμάτιά σας είναι πολύ άνετα» «Όποιος έχει δοκιμάσει τα δωμάτιά μας, αυτό λεει» είπε η κοπέλα... <small>[ 25-07-2002, 13:39: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: Ν. Βοναπάρτης ]</small>
Επισκέπτης Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 "Ας με ξυπνήσει κάποιος!", σκέφτηκε.. "Είμαι στην μέση του πουθενά και ζητώ δωμάτιο από κάποια άγνωστη!!" ʼγνωστη; Κοιτώντας την Εκάτη είδε ότι η μορφή της ήταν γνωστή. Κάτι σαν deja-vu. Μπορεί να ήταν μία πρωταγωνίστρια από τα πολλά περίεργα όνειρα που είχε δει τις τελευταίες βραδιές. Η Εκάτη φορούσε ένα λευκό,μακρύ φόρεμα που κάλυπτε όλο της το σώμα εκτός των χεριών της. Το δέρμα της ήταν λευκό και αγνό σαν μικρού παιδιού. "Που ακριβώς βρίσκομαι;", ήταν η επόμενη φράση που κατάφερε να βγει από το στόμα του. "Γιατί όλοι σας ρωτάτε αυτή την ερώτηση πρώτα;", είπε με φωνή ώριμης γυναίκας και του έδωσε ένα κλειδί δωματίου. "Ποιοι όλοι μας;", ρώτησε "Δεν γίνετε διάλογος κάνοντας ερωτήσεις ο ένας στον άλλο, που δεν απαντιούνται.", είπε η Εκάτη και συμπλήρωσε, "Είσαι ο μόνος που δεν έχει τρομάξει από την όλη αυτή κατάσταση" Χιλιάδες ερωτήσεις περνάνε από το μυαλό του φίλου μας, όταν η Εκάτη του λέει, "Το μυαλό σου περιτριγυρίζουν πολλές ερωτήσεις. Θέλεις να σου λύσω μερικές;" Οι ερωτήσεις πήραν την θέση τους, όπως οι σφαίρες γεμίζουν τον μύλο ενός πιστολιού. Η σκανδάλη πιέστηκε και η πρώτη ερώτηση βγήκε από την θαλάμη.. <small>[ 25-07-2002, 13:52: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: timiman ]</small>
W.A.Mozart_(jr.) Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Edgar : Πόσοι μένουν εδώ; Εκάτη : Πολλοί και κανένας ταυτόχρονα; Edgar : Και σε ποια χρονιά είμαστε; Εκάτη : Ο χρόνος είναι σχετικός και καθένας τον αντιλαμβάνεται αλλιώς. Edgar : Οι απαντήσεις σου είναι πολύ γενικές και δεν με βοηθάς να καταλάβω κάτι. Edgar : ...επειδή είσαι από τους ανθρώπους που εμπιστεύονται μόνο τη γνώση και όχι το συναίσθημα! Ο Edgra για λίγο σταμάτησε. Το μάτι του έπεσε σε έναν πίνακα που βρισκόταν πίσω από την Εκάτη. Εκάτη : Τι κοιτάς; Edgar : Τίποτα! Εκάτη : Πως τίποτα. Τα μάτια σου είναι κολλημένα στο πίνακα πίσω μου! Edgar : Ναι! Μου αρέσει αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς είναι; Εκάτη : Είναι μια διαφορετική κατάσταση της παρούσας. Είναι η αντιπροσώπευση των συναισθημάτων αυτού που τον κοιτά. Είναι ο εσωτερικό σου κόσμος ..... Ο Edgar έδειχνε να μην καταλαβαίνει και πολλά πράγματα. Η Εκάτη το κατάλαβε και σταμάτησε. «Είναι ανώφελο να κάνουμε αυτή τη συζήτηση τώρα. Πήγαινε πάνω και τα λέμε αφού ξεκουραστείς. Δεν είναι καλύτερα έτσι» του είπε με μια μικρή σύσπαση στο πρόσωπό της που έδειχνε σε χαμόγελο. «Ναι. Μπορεί να είναι καλύτερα έτσι.» «Δεύτερος όροφος, τελευταία πόρτα του διαδρόμου αριστερά. Αυτή με το κόκκινο σημάδι» του είπε και του έβαλε ένα κλειδί στο χέρι. Αυτός ούτε που κοίταξε το κλειδί. «Ευχαριστώ» είπε ψιθυριστά σχεδόν και πήρε το δρόμο για τις σκάλες. Η Εκάτη, έμεινε να τον κοιτά μέχρι που ανέβηκε αρκετά σκαλοπάτι και χάθηκε από το οπτικό της πεδίο. Ο Edgar έφτασε στο δωμάτιο που τον οδήγησε η κοπέλα. Δεύτερος όροφος τελευταία πόρτα του διαδρόμου στα αριστερά αυτή με το κόκκινο σημάδι. Περπατούσε ήρεμα και σταθερά σε όλο το διάδρομο μέχρι να φτάσει μπροστά στο δωμάτιο. Έφτασε μπροστά στην πόρτα του δωματίου. Μια ξύλινη πόρτα. Παλιά. Λίγο σκονισμένη. Μια πόρτα από αυτές τις παλιές που νομίζεις πως αν τις χτυπήσεις δυνατά ίσως και να διαλύσουν! Από αυτές που μάλλον άβαφες τις θεωρείς αν δεν προσέξεις τα μικρά τμήματα χρώματος που έχουν διατηρηθεί στις άκρες τους. Έχει κάτσει μπροστά από την πόρτα και παρατηρεί. Του κάνει εντύπωση. «Πως αυτή η πόρτα να είναι τόσο ξεθωριασμένη και το κόκκινο σημάδι σχεδόν να είναι ολόφρεσκο;» Ένα κόκκινο σημάδι. Ένας κόκκινος κύκλος με εγγεγραμμένο πεντάγωνο σε αυτόν. Σταματάει να αναρωτιέται και αποφασίζει να την ανοίξει και επιτέλους να πάει μέσα! Στο χέρι του κρατάει το κλειδί που του έδωσε η Εκάτη. ΄να σχεδόν σκουριασμένο κλειδί από αυτά τα πολύ μεγάλα και τα παλιά. Το βάζει στην κλειδωνιά. Την ησυχία του όλου μέρους ταράζει το στρίψιμο του κλειδιού στην κλειδωνιά. Ο Edgar αν και από τη φύση του άνθρωπος με αποφασιστικές και γρήγορες κινήσεις, απορεί και ο ίδιος πως από τη στιγμή που έφτασε εδώ όλα γίνονται με μια πρωτόγνωρη γι αυτόν ηρεμία. Έτσι αντί να γυρίσει σχεδόν βίαια το κλειδί, το κάνει σιγά σιγά. Σαν μια ιεροτελεστία. Σα να θέλει να ακούσει τον κάθε ήχο. Να δει πολύ καλά την κάθε του κίνηση. Αυτό βέβαια δικαιολογείται απόλυτα. Ένας άνθρωπος αυτού του επαγγέλματος βρίσκεται σε έναν πολύ παράξενο τόπο. Θέλει να ελέγχει τα πάντα. Ακόμη και το παραμικρό. Ξεκλειδώνει δύο φορές την πόρτα, την Τρίτη φορά το κλειδί σα να μαγκώνει. O Edgar πιάνει το πόμολο της πόρτας και το τραβά λίγο προς τα έξω ενώ ταυτόχρονα με το άλλο χέρι γυρίζει το κλειδί. Η πόρτα ανοίγει. Σπρώχνει την πόρτα σιγά και απαλά. Λίγο φως ξεπροβάλει από μέσα. Όχι από κάποιο κερί αλλά το φως που μπαίνει από το παράθυρο. Με αργές κινήσεις ανοίγει την πόρτα τελείως. Βρίσκεται μπροστά στο δωμάτιό του. Δεν μπαίνει μέσα αλλά στέκεται λίγο έξω από αυτό γυρίζοντας το κεφάλι του κυκλικά έτσι ώστε να δει ακόμη και την παραμικρή λεπτομέρεια. Είναι ένα δωμάτιο όχι μοντέρνο, βαμμένο στις αποχρώσεις της ώχρας και του θαλασσί, απλό και κατασκευασμένο με ξύλινο πάτωμα. Ένα ξύλινο κρεβάτι καλοστρωμένο με κεφαλάρι στη μέση το δωματίου που ακουμπάει στον τοίχο. Ακριβώς απέναντί του ένα παράθυρο. Ένα μεγάλο παράθυρο που αποτελείται από δύο μέρη που ανοίγουν. Είναι από τζάμι και βέργες ξύλου κάθετες και οριζόντιες σχηματίζουν ένα πλέγμα (πολύ χοντρό). Οι κουρτίνες είναι ανοιγμένες και πιασμένες σε γάντζους του τοίχου. Αριστερά, σχεδόν μέσα στον τοίχο μια εντοιχισμένη ντουλάπα. Και αυτή ξύλινη. Λίγο πιο δεξιά μια μιρή πορτούλα που οδηγεί ίσως στην τουαλέτα του δωματίου. Του κάνει εντύπωση το πόσο προσεγμένο είναι το δωμάτιο όπως και η καθαριότητα που αντικρίζει. Μπαίνει μέσα. Περπατάει αργά και τα βήματά του είναι ο μόνος θόρυβος που ακούγεται σε αυτή την απόκοσμη σιωπή. Το πάτωμα που τρίζει ελαφρός και τα βήματά του. Τίποτε άλλο. Σα να βρίσκεται μόνος σε αυτόν το κόσμο. Προχωράει προς το κρεβάτι και κάθεται κοιτώντας το παράθυρο. Κοιτά έξω. Τα πάντα τα σκεπάζει μια ομίχλη που δεν του επιτρέπει να δει και πολλά πράγματα παρά μόνο σκιές. Νιώθει τα μάτια του βαριά. Σα να νυστάζει. Κάνει να ξαπλώσει. Δεν έχει σκοπό να κοιμηθεί. Απλώς λίγο να ξεκουραστεί ή ακόμη να σκεφτεί όλα αυτά. Ξαπλώνει και κοιτάει το ταβάνι. Τα μάτια του κλείνουν. Η ησυχία είναι μοναδική. Πουθενά δεν είχε ξανά-πετύχει τέτοια ησυχία. Αρχίζει να βυθίζεται στο σκοτάδι των κλειστών του ματιών........
Ν._Βοναπάρτης Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Δημοσ. 25 Ιουλίου 2002 Κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, αλλά ξύπνησε απότομα από ένα δυνατό τράνταγμα. Είδε ότι βρισκόταν σε ένα άγνωστο μέρος, ενώ άκουγε να φυσά αέρας. Ήταν σκοτάδι. Βρισκόταν σε ένα ξέφωτο και υπήρχαν αναμμένες φωτιές τριγύρω. Δεν ήταν μόνος, υπήρχαν και άλλα πρόσωπο γύρω του που σεργιάνιζαν ανάμεσα στις φωτιές. Πρόσωπα που φορούσαν μάσκες, μεγάλες λευκές μάσκες χωρίς χαρακτηριστικά. Μόνο είχαν κάτι τρύπες για τα μάτια και το στόμα. Μετά τα χρώματα εξαφανίστηκαν κι όλα έγιναν ασπρόμαυρα. Ξαφνικά σηκώθηκε δυνατός αέρας, άρχισε να βρέχει, και σε μια αστραπή, είδε το ερειπωμένο σπίτι που δεν το είχε προσέξει μέχρι εκείνη την στιγμή να στέκεται μέσα στην νύχτα. Είδε ότι όλοι τραβούσαν κατά το σπίτι και έτρεξε κι εκείνος μαζί τους για προφυλαχτεί από την βροχή. Ένα άσπρο φως έβγαινε από μέσα. Έβγαινε από όλα τα ανοίγματα, από κάθε σχισμή, από κάθε χαραμάδα. Η μεγάλη πόρτα άνοιξε ξαφνικά, απότομα και μια φιγούρα φάνηκε στο άνοιγμα. Είχε μακριά μαλλιά που ανέμιζαν και φορούσε μακρύ λευκό φόρεμα. Η Εκάτη! Η Εκάτη σήκωσε ψηλά τα χέρια και τότε ο Edgar ξύπνησε. Ήταν απίστευτα όλα αυτά που συνέβαιναν. Ο νεκρός Bill, o φάκελος, το πέρασμα σε ένα άλλο κόσμο πίσω από τον καθρέφτη, στο παράξενο εκείνο δωμάτιο, που είχε γίνει και τάφος για τον παλιό του φίλο. Έπεσε πίσω στα μαξιλάρια, νιώθοντας απίστευτα κουρασμένος. Ο κόσμος χωριζόταν στην μέση, στον πραγματικό και τον φανταστικό και τον Edgar μια επιθυμία τον κατέκλυσε. Να γυρίσει ξανά στον πραγματικό κόσμο. Πίσω στην ασφάλεια του Main κι όχι σε αυτό το απόκοσμο χωριό. Σηκώθηκε απότομα και άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Βγήκε στον διάδρομο και κατέβηκε τα σκαλοπάτια φτάνοντας στο ισόγειο. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Όλα ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Το ίδιο ήσυχα ήταν και στον δρόμο, καθώς διαπίστωνε ότι είχε βραδιάσει. Το παράξενο αίσθημα του κινδύνου τον ζύγωσε και πάλι... <small>[ 25-07-2002, 14:46: Το μήνυμα επεξεργάστηκε από: Ν. Βοναπάρτης ]</small>
Προτεινόμενες αναρτήσεις
Αρχειοθετημένο
Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.