ksaplostra Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 επειδή ο λόγος οταν δίνεται,δεν παίρνετε πισω με τίποτα,ειδάλλως εισαι ενα τίποτα.. Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη, την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε! Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει, στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της. Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα. Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει. «Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα, στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω, αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε. - Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης. Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια, κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει; - Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια, αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω». Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα, κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν, βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν, στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της. «Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε, οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα! το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις; Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις». Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι, και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει. Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του. Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι. Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει: «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε. - Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα; Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω, κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω. - Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι». - Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει. Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν, δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια, μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία: «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος! - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; - Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε». Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε: «Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους! - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους. - Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν. - Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις. - Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη, κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε: «Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!» Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της. «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; - Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν. - Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου, και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι; - Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου». Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν. Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη. Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει. Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της. Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο, βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα. Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα, και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα. Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν. «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε, κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω, κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα. - Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα. - Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα; - Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου». Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
ksaplostra Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 επειδή ο λόγος οταν δίνεται,δεν παίρνετε πισω με τίποτα,ειδάλλως εισαι ενα τίποτα.. Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη, την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε! Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει, στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της. Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα. Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει. «Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα, στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω, αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε. - Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης. Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια, κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει; - Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια, αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω». Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα, κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν, βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν, στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της. «Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε, οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα! το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις; Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις». Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι, και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει. Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του. Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι. Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει: «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε. - Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα; Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω, κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω. - Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι». - Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει. Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν, δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια, μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία: «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος! - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; - Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε». Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε: «Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους! - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους. - Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν. - Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις. - Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη, κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε: «Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!» Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της. «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; - Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν. - Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου, και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι; - Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου». Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν. Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη. Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει. Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της. Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο, βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα. Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα, και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα. Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν. «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε, κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω, κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα. - Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα. - Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα; - Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου». Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Members gsarig Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Members Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Το τραγούδι του νεκρού αδερφού είναι από τα λίγα πράγματα που μου έμειναν από όσα διδαχτήκαμε στο σχολείο (τα περισσότερα τα απώθησα μετά το τέλος των πανελληνίων). δεν ξέρω αν το 'χετε παρατηρήσει, αλλά μπορείτε άνετα να το τραγουδήσετε σύμφωνα με τους ρυθμούς του "Μια βραδιά στο λούκι" των Κατσιμιχαίων - το ίδιο ισχύει και για το γεφύρι της Άρτας.
Members gsarig Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Members Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Το τραγούδι του νεκρού αδερφού είναι από τα λίγα πράγματα που μου έμειναν από όσα διδαχτήκαμε στο σχολείο (τα περισσότερα τα απώθησα μετά το τέλος των πανελληνίων). δεν ξέρω αν το 'χετε παρατηρήσει, αλλά μπορείτε άνετα να το τραγουδήσετε σύμφωνα με τους ρυθμούς του "Μια βραδιά στο λούκι" των Κατσιμιχαίων - το ίδιο ισχύει και για το γεφύρι της Άρτας.
ClouD Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 σκατά στο πνεύμα antonin artaud μετάφραση: αλέξανδρος ζήτα δημοσιεύτηκε απ’ τις εκδόσεις discordia Μετά τον ρομαντισμό, ο συμβολισμός, ο ντανταϊσμός, ο σουρεαλισμός, ο λετρισμός και ο μαρξισμός, δηλαδή εκατό “σχολές” πολιτικής, φιλοσοφικής και λογοτεχνικής ανατροπής, υπάρχει μια λέξη, ένα πράγμα, που έμεινε όρθιο, μια αξία που έμεινε αναλλοίωτη, που διατήρησε σε πείσμα όλων την υπεροχή της, είναι η λέξη και το πράγμα πνεύμα, η αξία που προσδίδεται στο πνεύμα, η αξία του πράγματος πνεύμα, λες και θ’ αρκούσε να προφέρουμε την μαγνητική αυτή λέξη, λες και θ’ αρκούσε να την αφήσουμε να ξεπηδήσει στη γωνιά μιας σελίδας, για να έχουν ειπωθεί όλα. Σαν να εννοείτο, πράγματι, και σαν αρχή και σαν ουσία, ότι το πνεύμα είναι η έμφυτη έννοια, η αξία υπόδειγμα, η λέξη κορυφή, που από το σημείο αυτό και πέρα, ο παλιός αταβιστικός αυτοματισμός του ζώου που ονομάζεται άνθρωπος θα έπαυε να κλυδωνίζεται. Γιατί το φορείο θα ήταν καλά στερεωμένο στη θέση του. Παντού ήταν αναμφισβήτητο, μετά από, δεν ξέρω κι εγώ πόσα, χρόνια Καββαλισμού, ερμητισμού, μυσταγωγίας, πλατωνισμού και ψυχουργίας, ότι το σώμα είναι τέκνο του πνεύματος, του οποίου φαίνεται να είναι η διόγκωση, το σύμφυρμα ή ο μαγικός σωρός και πως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε σώμα που να μην είναι, στο τέλος της φυσικής πορείας, η κατάληξη μιας σκοτεινής σύζευξης του πνεύματος με την ίδια του τη δύναμη, το όριο μιας διαδρομής επιλεγμένης απ’ το ίδιο το πνεύμα κατά την πορεία του, σαν να μην μπορούσε να υπάρχει σώμα, εάν δεν υπήρχε κάπου το πνεύμα, σαν η κατάσταση που αποκαλείται σώμα, το πράγμα που ονομάζουμε σώμα, να ήταν ουσία και φύσει κατώτερο από την κατάσταση πνεύμα και να πήγαζε απ’ αυτήν. Σαν το σώμα να ήταν η άμαξα και το πνεύμα, το άλογο, που οδηγείται από ένα άλλο πνεύμα που ονομάζεται αμαξάς. Σαν το σώμα να είναι οι εργάτες του εργοστασίου και το πνεύμα, το αφεντικό, το οποίο έχει επινοήσει το αλυσσόδεμα των εργατών στη διαδικασία παραγωγής. Σαν το σώμα να ήταν το κορμί όλων των στρατιωτών που σκοτώνονται υπό τις διαταγές αυτού του μεγάλου πνεύματος, του Στρατηγού, που τους στέλνει να σφαγιασθούν. Σαν να ήταν αυτονόητο για τη ζωή ότι το σώμα είναι αυτή η βρωμερή ουσία μέσα στην οποία το πνεύμα κάνει το ποδόλουτρό του, όπως ένας καπουτσίνος ξεπλένει τις μπότες του μέσα στο λουτρό αίματος του πολέμου. Και το σώμα δεν έχει παρά να το βουλώσει. Θα ήθελα να δω το σώμα ενός πνεύματος να οργανώνει τα μελλοντικά του κοιμητήρια. Αλλά πιο πριν, θα ήθελα να μιλήσω για τους εφιάλτες. Αστεία ανακολουθία, δεν είναι; Να περνάς έτσι ξαφνικά και κτηνώδικα από το πνεύμα στους εφιάλτες. Οι εφιάλτες προέρχονται απ’ τους παληανθρώπους, απ’ όλους τους αρνητές του σώματος, απ’ όλους τους πλήρεις πνεύματος, που ασκούν μαγεία για να ζήσουν και που δεν έχουν βιώσει παρά μόνο πνεύμα, δηλαδή τη μαγεία. Χωρίς τους υποστηρικτές της καθαρότητας του πνεύματος, του καθαρού πνεύματος σαν αρχή των πραγμάτων και του Θεού ως καθαρού πνεύματος, δεν θα υπήρχαν εφιάλτες. Και όλοι βέβαια, από τότε που υπάρχει η γη, έχουν να παραπονεθούν για έναν εφιάλτη, να του προσάψουν, μόλις ξυπνήσουν, ότι τους βασάνισε τη νύχτα, χωρίς όμως να δώσουν μεγαλύτερη σημασία, χωρίς να δώσουν προσοχή στην σοβαρότητα του γεγονότος. Δεν γνωρίζουν ότι ο εφιάλτης είναι η είσοδος του παραλογισμού από το κενό, η αναρχία μέσα στην κανονική λογική του μυαλού τους, το δηλητήριο που ρίχνεται στην ευμάρεια, μια παρέμβαση από κάτω προς τα πάνω, ότι είναι η σταγόνα του μίσους κάποιου άλλου, που κυλάει στη βραδυνή αναπνοή τους, η ενστάλαξη μιας νύμφης του πνεύματος, ένα δάκρυ καθαρού πνεύματος που αθόρυβα εισήχθη στο σώμα τους, από κάθε τι που είναι αδυναμία, απουσία, κενό, μίσος, αρρώστεια ή επιθυμία. Ο εφιάλτης λοιπόν, για την πλειοψηφία των κοιμωμένων στη γη δεν είναι παρά μια ωραία ιστορία που διηγούνται μόλις πεταχτούν απ’ το κρεβάτι. Κάτι σαν διήγημα του Έντγκαρ Πόε, του Ερμάν Μελβίλ, του Χόφμαν, του Λαμότ Φουκέ, του Ναθαναέλ Χώθορν, του Λιούις ή του Καμίσο, των οποίων το όνειρό τους παρέχει το υλικό για την απεικόνιση τάχα της ζωής, αλλά δεν υποψιάζονται, δεν αντιλαμβάνονται, πως κάποιοι άνθρωποι ψάχνουν μεθοδικά, μέσα στο όνειρο, τον τρόπο για να σταματήσουν τη ζωή, να αποκτήσουν αυτοί οι ίδιοι ζωή, εις βάρος της στρεβλωμένης αγωνίας του κοιμώμενου που αυτοί έχουν κυριεύσει. Με ποιο τρόπο; Επωφελούμενοι απ’ τον ύπνο του ανθρώπου, από την χαλάρωση που προσφέρει ο ύπνος στον άνθρωπο, για να ξεριζώσουν από τη φυσιολογική ροή του μοριακού τρόπου ύπαρξης ενός ανθρώπου, μια μικρή φέτα ζωής, ένα μικρό αιμάτινο δίκτυο ατόμων που θα τους χρησιμεύσει για να θρέψουν τη δική τους ζωή. Ένας εφιάλτης δεν είναι ποτέ τυχαίο συμβάν, αλλά συμφορά ολόδική μας, ξαμολημένη από μια πουτάνα, από το στόμα ενός βαμπίρ που μας βρίσκει πολύ πλούσιους σε ζωή και που δημιουργεί, με ορισμένες σταλαγματιές αλληλεπιδράσεων μέσα στις σκέψεις μας, καταστροφικά κενά στις διαδρομές των αναπνοών του κοιμώμενου σώματός μας το οποίο νομίζει ότι έχει γλιτώσει από τις έγνοιες. Είναι οι άνθρωποι λοιπόν που δημιουργούν αυτούς τους εφιάλτες, αλλά αυτοί οι άνθρωποι είναι πνεύματα που θέλησαν να παραμείνουν στο πνεύμα χωρίς να προχωρήσουν πιο μακριά στη ζωή. Και τι είναι το πνεύμα; Το πνεύμα πραγματικά. Εννοώ πέρα από τη Φιλοσοφία. Και γιατί το σώμα να προέρχεται από το πνεύμα και όχι το πνεύμα από το σώμα; Γιατί το πνεύμα να περιέχει τις αξίες και το σώμα να θεωρείται απλώς η άθλια κατοικία τους, η υλική τους ενσάρκωση; Λες και υπήρξε ποτέ κάποιο μυστήριο που ονομάζεται ενσάρκωση. Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα; Αν σκεφτούμε καλά, καμία. Γιατί το σώμα ξέρουμε τι είναι, αλλά το πνεύμα, ποιος είπε πως ήταν η αρχή εκείνου απ’ όπου ξεπηδά ό,τι υπάρχει στη ζωή; Είναι το πνεύμα που έχει τα δεδομένα. Μέσα σ’ αυτό είναι που βλέπουμε τις ιδέες, τα μητρικά αυτά μαστάρια απ’ τα οποία τρέφεται ο,τιδήποτε έχει ενέργεια. Αλλά, μας την σπας, Πλάτωνα. Και σεις, Σωκράτη, Επίκτητε, Επίκουρε, Καντ, ακόμα κι εσύ Καρτέσιε. Γιατί μπορούμε εύκολα ν’ αντιστρέψουμε το πρόβλημα και να πούμε πως το πνεύμα δε θα είχε υπάρξει, ούτε οι αξίες και τα δεδομένα του, αν το σώμα, που τις διέδωσε, δε βρισκόταν εκεί, τη στιγμή που το πνεύμα, πάντα βρισκόμενο σε ακινησία, αρεσκόταν απλώς να τις κοιτάζει, περιμένοντας να τις σοδομίσει απ’ την πρώτη στιγμή. Αφού χωρίς την αρχή του σοδομισμού, δεν θα απέμενε πλέον στο πνεύμα παρά να αδειάσει εξίσου τη γη και το μεγάλο κενό των πλανητών, το οποίο ο Πλάτωνας, αυτός ο θλιβερός ημιμαθής, νόμισε κάποια μέρα ότι ήταν επιπλωμένο με ιδέες, που κανείς ποτέ δεν συνάντησε. Γιατί το πνεύμα είναι μια πομφόλυγα, μια απάτη. Ένα είδος στοιχειωμένου καπνού που δε ζει παρά μόνο απ’ ό,τι απομυζά από το σώμα, για να κάνει με κόπο μια κίνηση και όχι μια σκέψη ή μια υπόθεση. Γιατί τι είναι αυτές οι σκέψεις, οι υποθέσεις, οι αξίες και οι ιδιότητες; Έννοιες χωρίς ζωή που υλοποιούνται μόνο όταν το σώμα τις αποβάλει, δημιουργώντας μια μεγάλη εφίδρωση για να τις αναγκάσει να το εγκαταλείψουν. Γιατί το σώμα δεν έχει ποτέ ανάγκη να του προσδιορίσουμε τι έκανε. Χωρίς τις καθημερινές λειτουργίες του σώματος, δεν θα γεννιόταν ποτέ καμιά σκέψη και δεν είναι από το σώμα που γεννιέται, αλλά ενάντιά του, με την ευκαιρία μιας κίνησης δικής του, της οποίας η σκέψη, δηλαδή η σκιά, θέλησε να ζήσει από μόνη της, υπό την επήρεια των λεγόμενων πνευμάτων. Αυτών των εξόριστων αερικών που ήθελαν να αποκτήσουν υπόσταση χωρίς όμως να κοπιάσουν για να την κερδίσουν. Όταν κάποιος δεν έχει σώμα και είναι ένα τίποτα, όταν δεν έχει ακόμα αναπνεύσει, απαιτείται φοβερή θέληση για να καταφέρει να κατασκευάσει ένα τέτοιο σώμα και να κατακτήσει μ’ αυτό τη δυνατότητα να αναπνέει καθολικά. Και αυτό δεν είναι θέμα σκέψης, αλλά μιας τρομερής φρίκης την οποία πρέπει να υπερπηδήσει. Σ’ αυτό το σημείο είναι που ψόφησε ο μεγάλος αγύρτης, ο απατεώνας, ο μέγας γαμημένος από την πλημμύρα των καθαρών ουσιών, που ως αρχή και ουσία και χωρίς σώμα για να τους αντισταθεί, δεν είναι παρά η τρύπα του αιώνιου περάσματος κάθε σκέψης ή υπόθεσης για ύπαρξη, ο Θεός, πνεύμα καθαρό, σκιά και δυνητικότητα. Πολύ δειλά για να επιχειρήσουν να αποκτήσουν σώμα, τα πνεύματα, πτητικά αέρια, πιο ελαφριά και από κάθε επεξεργασμένο σώμα, περιφέρονται στο στερέωμα ή στο κενό και η απουσία ζωής, το κενό τους, η απέραντη νωθρότητά τους τα περιορίζει στο πνεύμα. Βλέποντας το σώμα του ανθρώπου να υπερτερεί, κατέληξαν να φαντάζονται ότι το ξεπέρασαν. Για να μη περιφρονηθούν και απωθηθούν από τον άνθρωπο, προσπάθησαν να προσδώσουν σ’ αυτό το κενό που αποκαλούμε πνευματική κατάσταση, στον ευνουχισμό του σώματός τους, αρσενικού ή θηλυκού, στην αδυναμία τους να αναγνωρίσουν ο,τιδήποτε έχει ζωή και ενέργεια, ένα είδος επικίνδυνης σεμνότητας που στηρίχτηκε στην πιο βρωμερή μαγεία. Το πνεύμα δεν υπήρξε ποτέ τίποτα άλλο από το παράσιτο του ανθρώπου, το σαράκι που άξιζε στο σώμα του, από τη στιγμή που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ζωύφιο που δε θέλει να αναγνωρίσει την αξία της ζωής του. Αλλά πώς ξεπετάχτηκε μια μέρα μέσα από τα αποκρουστικά αυτά βδελύγματα ο Θεός; Αυτό η Ιστορία δεν το απεκάλυψε ποτέ. * * * Και λέω, ΣΚΑΤΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ. Γνωρίζω καλά, από ποιες οργιώδεις περιπτύξεις των νυφών κατέληξε το πνεύμα να υπερισχύσει του σώματος, το οποίο ήταν προγενέστερο. Γνωρίζω καλά ότι αυτό που αποκαλούμε πνεύμα δεν είναι παρά ένας πολτός χωρίς ύπαρξη, που απαξίωσε να σαρκωθεί και, για να αποκτήσει σώμα και να εξασφαλίσει την τροφή του, στηρίχθηκε πάνω σ’ αυτό που θα έχαναν τα εν ζωή σώματα, στηρίχθηκε πάνω στα σώματα που θα αφαίμασσε. Το σώμα που εργάζεται δεν έχει χρόνο να σκεφθεί και να παράξει, καθώς λένε, ιδέες. Οι ιδέες είναι απλώς το κενό του σώματος. Αλληλεπιδράσεις απουσίας και έλλειψης ανάμεσα σε δυο κινήσεις καταυγάζουσας πραγματικότητας, που το σώμα με την παρουσία του δεν έπαψε να επιβάλλει. Δεν είναι μόνο ότι η ύλη ενεργοποιήθηκε πριν τη σκέψη, είναι κυρίως ότι δεν ενεργοποιήθηκε, δεν κατευθύνθηκε ποτέ προς το μέρος όπου η ψυχική αντίληψη σκιρτά, στο μέρος όπου εκδηλώθηκε η ζωή, διαλεκτική ή συλλογιστική, στο μέρος όπου η κουλτούρα κατόρθωσε να ξεκινήσει. Είναι ότι το σώμα υπήρχε ανέκαθεν, το σώμα, και ότι ο τρόπος ζωής και ύπαρξής του δεν είχε ποτέ να κάνει με το πνεύμα ή τη σκέψη, ούτε καν μ’ αυτό που αποκαλούμε ψυχή. Το σώμα είναι ένα γεγονός που δεν έχει ανάγκη από ιδέες ή ευαισθησίες, αλλά που, απ’ τα βάθη της άραχλης σπηλιάς του, εποπτεύει τη στιγμή που ακόμα και η καρδιά δεν έχει το χρόνο να αισθανθεί ότι υπάρχει. Πράγμα που σημαίνει ότι, όταν βλέπω τον Κλωντέλ να ζητά τη βοήθεια των πνευμάτων των αρχών του αιώνα, μπορώ ακόμα να επιτρέψω στον εαυτό μου να γελάσει, αλλά όταν βλέπω στον Καρλ Μαρξ ή στον Λένιν την λέξη πνεύμα, σαν την ίδια και απαράλλαχτη παλιά αξία, όταν βλέπω την επίκληση της αιώνιας αυτής οντότητας σαν σημείο αναφοράς των πραγμάτων λέω στον εαυτό μου ότι υπάρχει λέρα και παρτούζα και πως ο Θεός έγλειψε τον κώλο του Λένιν και πως πάντα έτσι γινόταν και πως δεν αξίζει να συνεχίσω, δεν πειράζει, είναι μόνο ένας γαμημένος λογαριασμός που πρέπει να τακτοποιηθεί. Lo kundam a papa da mamma la mamama a papa dama lokin a kata repara o leptura o ema lema o ersti o popo erstura o erstura o popo dima σε συνδυασμό
ClouD Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 σκατά στο πνεύμα antonin artaud μετάφραση: αλέξανδρος ζήτα δημοσιεύτηκε απ’ τις εκδόσεις discordia Μετά τον ρομαντισμό, ο συμβολισμός, ο ντανταϊσμός, ο σουρεαλισμός, ο λετρισμός και ο μαρξισμός, δηλαδή εκατό “σχολές” πολιτικής, φιλοσοφικής και λογοτεχνικής ανατροπής, υπάρχει μια λέξη, ένα πράγμα, που έμεινε όρθιο, μια αξία που έμεινε αναλλοίωτη, που διατήρησε σε πείσμα όλων την υπεροχή της, είναι η λέξη και το πράγμα πνεύμα, η αξία που προσδίδεται στο πνεύμα, η αξία του πράγματος πνεύμα, λες και θ’ αρκούσε να προφέρουμε την μαγνητική αυτή λέξη, λες και θ’ αρκούσε να την αφήσουμε να ξεπηδήσει στη γωνιά μιας σελίδας, για να έχουν ειπωθεί όλα. Σαν να εννοείτο, πράγματι, και σαν αρχή και σαν ουσία, ότι το πνεύμα είναι η έμφυτη έννοια, η αξία υπόδειγμα, η λέξη κορυφή, που από το σημείο αυτό και πέρα, ο παλιός αταβιστικός αυτοματισμός του ζώου που ονομάζεται άνθρωπος θα έπαυε να κλυδωνίζεται. Γιατί το φορείο θα ήταν καλά στερεωμένο στη θέση του. Παντού ήταν αναμφισβήτητο, μετά από, δεν ξέρω κι εγώ πόσα, χρόνια Καββαλισμού, ερμητισμού, μυσταγωγίας, πλατωνισμού και ψυχουργίας, ότι το σώμα είναι τέκνο του πνεύματος, του οποίου φαίνεται να είναι η διόγκωση, το σύμφυρμα ή ο μαγικός σωρός και πως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε σώμα που να μην είναι, στο τέλος της φυσικής πορείας, η κατάληξη μιας σκοτεινής σύζευξης του πνεύματος με την ίδια του τη δύναμη, το όριο μιας διαδρομής επιλεγμένης απ’ το ίδιο το πνεύμα κατά την πορεία του, σαν να μην μπορούσε να υπάρχει σώμα, εάν δεν υπήρχε κάπου το πνεύμα, σαν η κατάσταση που αποκαλείται σώμα, το πράγμα που ονομάζουμε σώμα, να ήταν ουσία και φύσει κατώτερο από την κατάσταση πνεύμα και να πήγαζε απ’ αυτήν. Σαν το σώμα να ήταν η άμαξα και το πνεύμα, το άλογο, που οδηγείται από ένα άλλο πνεύμα που ονομάζεται αμαξάς. Σαν το σώμα να είναι οι εργάτες του εργοστασίου και το πνεύμα, το αφεντικό, το οποίο έχει επινοήσει το αλυσσόδεμα των εργατών στη διαδικασία παραγωγής. Σαν το σώμα να ήταν το κορμί όλων των στρατιωτών που σκοτώνονται υπό τις διαταγές αυτού του μεγάλου πνεύματος, του Στρατηγού, που τους στέλνει να σφαγιασθούν. Σαν να ήταν αυτονόητο για τη ζωή ότι το σώμα είναι αυτή η βρωμερή ουσία μέσα στην οποία το πνεύμα κάνει το ποδόλουτρό του, όπως ένας καπουτσίνος ξεπλένει τις μπότες του μέσα στο λουτρό αίματος του πολέμου. Και το σώμα δεν έχει παρά να το βουλώσει. Θα ήθελα να δω το σώμα ενός πνεύματος να οργανώνει τα μελλοντικά του κοιμητήρια. Αλλά πιο πριν, θα ήθελα να μιλήσω για τους εφιάλτες. Αστεία ανακολουθία, δεν είναι; Να περνάς έτσι ξαφνικά και κτηνώδικα από το πνεύμα στους εφιάλτες. Οι εφιάλτες προέρχονται απ’ τους παληανθρώπους, απ’ όλους τους αρνητές του σώματος, απ’ όλους τους πλήρεις πνεύματος, που ασκούν μαγεία για να ζήσουν και που δεν έχουν βιώσει παρά μόνο πνεύμα, δηλαδή τη μαγεία. Χωρίς τους υποστηρικτές της καθαρότητας του πνεύματος, του καθαρού πνεύματος σαν αρχή των πραγμάτων και του Θεού ως καθαρού πνεύματος, δεν θα υπήρχαν εφιάλτες. Και όλοι βέβαια, από τότε που υπάρχει η γη, έχουν να παραπονεθούν για έναν εφιάλτη, να του προσάψουν, μόλις ξυπνήσουν, ότι τους βασάνισε τη νύχτα, χωρίς όμως να δώσουν μεγαλύτερη σημασία, χωρίς να δώσουν προσοχή στην σοβαρότητα του γεγονότος. Δεν γνωρίζουν ότι ο εφιάλτης είναι η είσοδος του παραλογισμού από το κενό, η αναρχία μέσα στην κανονική λογική του μυαλού τους, το δηλητήριο που ρίχνεται στην ευμάρεια, μια παρέμβαση από κάτω προς τα πάνω, ότι είναι η σταγόνα του μίσους κάποιου άλλου, που κυλάει στη βραδυνή αναπνοή τους, η ενστάλαξη μιας νύμφης του πνεύματος, ένα δάκρυ καθαρού πνεύματος που αθόρυβα εισήχθη στο σώμα τους, από κάθε τι που είναι αδυναμία, απουσία, κενό, μίσος, αρρώστεια ή επιθυμία. Ο εφιάλτης λοιπόν, για την πλειοψηφία των κοιμωμένων στη γη δεν είναι παρά μια ωραία ιστορία που διηγούνται μόλις πεταχτούν απ’ το κρεβάτι. Κάτι σαν διήγημα του Έντγκαρ Πόε, του Ερμάν Μελβίλ, του Χόφμαν, του Λαμότ Φουκέ, του Ναθαναέλ Χώθορν, του Λιούις ή του Καμίσο, των οποίων το όνειρό τους παρέχει το υλικό για την απεικόνιση τάχα της ζωής, αλλά δεν υποψιάζονται, δεν αντιλαμβάνονται, πως κάποιοι άνθρωποι ψάχνουν μεθοδικά, μέσα στο όνειρο, τον τρόπο για να σταματήσουν τη ζωή, να αποκτήσουν αυτοί οι ίδιοι ζωή, εις βάρος της στρεβλωμένης αγωνίας του κοιμώμενου που αυτοί έχουν κυριεύσει. Με ποιο τρόπο; Επωφελούμενοι απ’ τον ύπνο του ανθρώπου, από την χαλάρωση που προσφέρει ο ύπνος στον άνθρωπο, για να ξεριζώσουν από τη φυσιολογική ροή του μοριακού τρόπου ύπαρξης ενός ανθρώπου, μια μικρή φέτα ζωής, ένα μικρό αιμάτινο δίκτυο ατόμων που θα τους χρησιμεύσει για να θρέψουν τη δική τους ζωή. Ένας εφιάλτης δεν είναι ποτέ τυχαίο συμβάν, αλλά συμφορά ολόδική μας, ξαμολημένη από μια πουτάνα, από το στόμα ενός βαμπίρ που μας βρίσκει πολύ πλούσιους σε ζωή και που δημιουργεί, με ορισμένες σταλαγματιές αλληλεπιδράσεων μέσα στις σκέψεις μας, καταστροφικά κενά στις διαδρομές των αναπνοών του κοιμώμενου σώματός μας το οποίο νομίζει ότι έχει γλιτώσει από τις έγνοιες. Είναι οι άνθρωποι λοιπόν που δημιουργούν αυτούς τους εφιάλτες, αλλά αυτοί οι άνθρωποι είναι πνεύματα που θέλησαν να παραμείνουν στο πνεύμα χωρίς να προχωρήσουν πιο μακριά στη ζωή. Και τι είναι το πνεύμα; Το πνεύμα πραγματικά. Εννοώ πέρα από τη Φιλοσοφία. Και γιατί το σώμα να προέρχεται από το πνεύμα και όχι το πνεύμα από το σώμα; Γιατί το πνεύμα να περιέχει τις αξίες και το σώμα να θεωρείται απλώς η άθλια κατοικία τους, η υλική τους ενσάρκωση; Λες και υπήρξε ποτέ κάποιο μυστήριο που ονομάζεται ενσάρκωση. Ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα; Αν σκεφτούμε καλά, καμία. Γιατί το σώμα ξέρουμε τι είναι, αλλά το πνεύμα, ποιος είπε πως ήταν η αρχή εκείνου απ’ όπου ξεπηδά ό,τι υπάρχει στη ζωή; Είναι το πνεύμα που έχει τα δεδομένα. Μέσα σ’ αυτό είναι που βλέπουμε τις ιδέες, τα μητρικά αυτά μαστάρια απ’ τα οποία τρέφεται ο,τιδήποτε έχει ενέργεια. Αλλά, μας την σπας, Πλάτωνα. Και σεις, Σωκράτη, Επίκτητε, Επίκουρε, Καντ, ακόμα κι εσύ Καρτέσιε. Γιατί μπορούμε εύκολα ν’ αντιστρέψουμε το πρόβλημα και να πούμε πως το πνεύμα δε θα είχε υπάρξει, ούτε οι αξίες και τα δεδομένα του, αν το σώμα, που τις διέδωσε, δε βρισκόταν εκεί, τη στιγμή που το πνεύμα, πάντα βρισκόμενο σε ακινησία, αρεσκόταν απλώς να τις κοιτάζει, περιμένοντας να τις σοδομίσει απ’ την πρώτη στιγμή. Αφού χωρίς την αρχή του σοδομισμού, δεν θα απέμενε πλέον στο πνεύμα παρά να αδειάσει εξίσου τη γη και το μεγάλο κενό των πλανητών, το οποίο ο Πλάτωνας, αυτός ο θλιβερός ημιμαθής, νόμισε κάποια μέρα ότι ήταν επιπλωμένο με ιδέες, που κανείς ποτέ δεν συνάντησε. Γιατί το πνεύμα είναι μια πομφόλυγα, μια απάτη. Ένα είδος στοιχειωμένου καπνού που δε ζει παρά μόνο απ’ ό,τι απομυζά από το σώμα, για να κάνει με κόπο μια κίνηση και όχι μια σκέψη ή μια υπόθεση. Γιατί τι είναι αυτές οι σκέψεις, οι υποθέσεις, οι αξίες και οι ιδιότητες; Έννοιες χωρίς ζωή που υλοποιούνται μόνο όταν το σώμα τις αποβάλει, δημιουργώντας μια μεγάλη εφίδρωση για να τις αναγκάσει να το εγκαταλείψουν. Γιατί το σώμα δεν έχει ποτέ ανάγκη να του προσδιορίσουμε τι έκανε. Χωρίς τις καθημερινές λειτουργίες του σώματος, δεν θα γεννιόταν ποτέ καμιά σκέψη και δεν είναι από το σώμα που γεννιέται, αλλά ενάντιά του, με την ευκαιρία μιας κίνησης δικής του, της οποίας η σκέψη, δηλαδή η σκιά, θέλησε να ζήσει από μόνη της, υπό την επήρεια των λεγόμενων πνευμάτων. Αυτών των εξόριστων αερικών που ήθελαν να αποκτήσουν υπόσταση χωρίς όμως να κοπιάσουν για να την κερδίσουν. Όταν κάποιος δεν έχει σώμα και είναι ένα τίποτα, όταν δεν έχει ακόμα αναπνεύσει, απαιτείται φοβερή θέληση για να καταφέρει να κατασκευάσει ένα τέτοιο σώμα και να κατακτήσει μ’ αυτό τη δυνατότητα να αναπνέει καθολικά. Και αυτό δεν είναι θέμα σκέψης, αλλά μιας τρομερής φρίκης την οποία πρέπει να υπερπηδήσει. Σ’ αυτό το σημείο είναι που ψόφησε ο μεγάλος αγύρτης, ο απατεώνας, ο μέγας γαμημένος από την πλημμύρα των καθαρών ουσιών, που ως αρχή και ουσία και χωρίς σώμα για να τους αντισταθεί, δεν είναι παρά η τρύπα του αιώνιου περάσματος κάθε σκέψης ή υπόθεσης για ύπαρξη, ο Θεός, πνεύμα καθαρό, σκιά και δυνητικότητα. Πολύ δειλά για να επιχειρήσουν να αποκτήσουν σώμα, τα πνεύματα, πτητικά αέρια, πιο ελαφριά και από κάθε επεξεργασμένο σώμα, περιφέρονται στο στερέωμα ή στο κενό και η απουσία ζωής, το κενό τους, η απέραντη νωθρότητά τους τα περιορίζει στο πνεύμα. Βλέποντας το σώμα του ανθρώπου να υπερτερεί, κατέληξαν να φαντάζονται ότι το ξεπέρασαν. Για να μη περιφρονηθούν και απωθηθούν από τον άνθρωπο, προσπάθησαν να προσδώσουν σ’ αυτό το κενό που αποκαλούμε πνευματική κατάσταση, στον ευνουχισμό του σώματός τους, αρσενικού ή θηλυκού, στην αδυναμία τους να αναγνωρίσουν ο,τιδήποτε έχει ζωή και ενέργεια, ένα είδος επικίνδυνης σεμνότητας που στηρίχτηκε στην πιο βρωμερή μαγεία. Το πνεύμα δεν υπήρξε ποτέ τίποτα άλλο από το παράσιτο του ανθρώπου, το σαράκι που άξιζε στο σώμα του, από τη στιγμή που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα ζωύφιο που δε θέλει να αναγνωρίσει την αξία της ζωής του. Αλλά πώς ξεπετάχτηκε μια μέρα μέσα από τα αποκρουστικά αυτά βδελύγματα ο Θεός; Αυτό η Ιστορία δεν το απεκάλυψε ποτέ. * * * Και λέω, ΣΚΑΤΑ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ. Γνωρίζω καλά, από ποιες οργιώδεις περιπτύξεις των νυφών κατέληξε το πνεύμα να υπερισχύσει του σώματος, το οποίο ήταν προγενέστερο. Γνωρίζω καλά ότι αυτό που αποκαλούμε πνεύμα δεν είναι παρά ένας πολτός χωρίς ύπαρξη, που απαξίωσε να σαρκωθεί και, για να αποκτήσει σώμα και να εξασφαλίσει την τροφή του, στηρίχθηκε πάνω σ’ αυτό που θα έχαναν τα εν ζωή σώματα, στηρίχθηκε πάνω στα σώματα που θα αφαίμασσε. Το σώμα που εργάζεται δεν έχει χρόνο να σκεφθεί και να παράξει, καθώς λένε, ιδέες. Οι ιδέες είναι απλώς το κενό του σώματος. Αλληλεπιδράσεις απουσίας και έλλειψης ανάμεσα σε δυο κινήσεις καταυγάζουσας πραγματικότητας, που το σώμα με την παρουσία του δεν έπαψε να επιβάλλει. Δεν είναι μόνο ότι η ύλη ενεργοποιήθηκε πριν τη σκέψη, είναι κυρίως ότι δεν ενεργοποιήθηκε, δεν κατευθύνθηκε ποτέ προς το μέρος όπου η ψυχική αντίληψη σκιρτά, στο μέρος όπου εκδηλώθηκε η ζωή, διαλεκτική ή συλλογιστική, στο μέρος όπου η κουλτούρα κατόρθωσε να ξεκινήσει. Είναι ότι το σώμα υπήρχε ανέκαθεν, το σώμα, και ότι ο τρόπος ζωής και ύπαρξής του δεν είχε ποτέ να κάνει με το πνεύμα ή τη σκέψη, ούτε καν μ’ αυτό που αποκαλούμε ψυχή. Το σώμα είναι ένα γεγονός που δεν έχει ανάγκη από ιδέες ή ευαισθησίες, αλλά που, απ’ τα βάθη της άραχλης σπηλιάς του, εποπτεύει τη στιγμή που ακόμα και η καρδιά δεν έχει το χρόνο να αισθανθεί ότι υπάρχει. Πράγμα που σημαίνει ότι, όταν βλέπω τον Κλωντέλ να ζητά τη βοήθεια των πνευμάτων των αρχών του αιώνα, μπορώ ακόμα να επιτρέψω στον εαυτό μου να γελάσει, αλλά όταν βλέπω στον Καρλ Μαρξ ή στον Λένιν την λέξη πνεύμα, σαν την ίδια και απαράλλαχτη παλιά αξία, όταν βλέπω την επίκληση της αιώνιας αυτής οντότητας σαν σημείο αναφοράς των πραγμάτων λέω στον εαυτό μου ότι υπάρχει λέρα και παρτούζα και πως ο Θεός έγλειψε τον κώλο του Λένιν και πως πάντα έτσι γινόταν και πως δεν αξίζει να συνεχίσω, δεν πειράζει, είναι μόνο ένας γαμημένος λογαριασμός που πρέπει να τακτοποιηθεί. Lo kundam a papa da mamma la mamama a papa dama lokin a kata repara o leptura o ema lema o ersti o popo erstura o erstura o popo dima σε συνδυασμό
*georgia* Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Το τραγούδι του νεκρού αδερφού είναι από τα λίγα πράγματα που μου έμειναν από όσα διδαχτήκαμε στο σχολείο (τα περισσότερα τα απώθησα μετά το τέλος των πανελληνίων). δεν ξέρω αν το 'χετε παρατηρήσει, αλλά μπορείτε άνετα να το τραγουδήσετε σύμφωνα με τους ρυθμούς του "Μια βραδιά στο λούκι" των Κατσιμιχαίων - το ίδιο ισχύει και για το γεφύρι της Άρτας. Ναι και μένα είναι από τα λίγα που μου έμειναν.Είναι πολύ περίεργο βέβαια αν σκεφτείς ότι στα σχολεία(στο δικό μου τουλαχιστον)είχαν βιάσει το μάθημα της λογοτεχνίας με αποτέλεσμα καααααααααααααποτε ,πολυυυυυ παλιάαα να μη θέλω να ακούσω καν το όνομα Ντοστογιέφσκι.Δεν ξέρω αν φταίω εγώ ή το οτι ήθελαν να πάρουμε μια γεύση από Ντοστογιέφσκι δίνοντας μας 30 σελίδες από τους Καραμάζωφ βέβαια.
*georgia* Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Το τραγούδι του νεκρού αδερφού είναι από τα λίγα πράγματα που μου έμειναν από όσα διδαχτήκαμε στο σχολείο (τα περισσότερα τα απώθησα μετά το τέλος των πανελληνίων). δεν ξέρω αν το 'χετε παρατηρήσει, αλλά μπορείτε άνετα να το τραγουδήσετε σύμφωνα με τους ρυθμούς του "Μια βραδιά στο λούκι" των Κατσιμιχαίων - το ίδιο ισχύει και για το γεφύρι της Άρτας. Ναι και μένα είναι από τα λίγα που μου έμειναν.Είναι πολύ περίεργο βέβαια αν σκεφτείς ότι στα σχολεία(στο δικό μου τουλαχιστον)είχαν βιάσει το μάθημα της λογοτεχνίας με αποτέλεσμα καααααααααααααποτε ,πολυυυυυ παλιάαα να μη θέλω να ακούσω καν το όνομα Ντοστογιέφσκι.Δεν ξέρω αν φταίω εγώ ή το οτι ήθελαν να πάρουμε μια γεύση από Ντοστογιέφσκι δίνοντας μας 30 σελίδες από τους Καραμάζωφ βέβαια.
Members gsarig Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Members Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Ναι και μένα είναι από τα λίγα που μου έμειναν.Είναι πολύ περίεργο βέβαια αν σκεφτείς ότι στα σχολεία(στο δικό μου τουλαχιστον)είχαν βιάσει το μάθημα της λογοτεχνίας με αποτέλεσμα καααααααααααααποτε ,πολυυυυυ παλιάαα να μη θέλω να ακούσω καν το όνομα Ντοστογιέφσκι.Δεν ξέρω αν φταίω εγώ ή το οτι ήθελαν να πάρουμε μια γεύση από Ντοστογιέφσκι δίνοντας μας 30 σελίδες από τους Καραμάζωφ βέβαια. Σας έδιναν Ντοστογιέφσκι στο σχολείο ε; Ενδιαφέρον... εμάς πάντως, ακόμη πιο ...κάαααποτε από τη δική σου εποχή, ένα μάθημα είχαμε σχετικό κι αυτό το ξεπετάγαμε χωρίς πολλά-πολλά (δυστυχώς για μένα, γιατί ήταν το μόνο που μου άρεσε μαζί με τη γυμναστική). Βέβαια ήταν άλλες εποχές τότε... ο Ντοστογιέφσκι μόλις ξεκινούσε τη συγγραφική του καριέρα και δεν ήταν ακόμη γνωστός - με Ιλιάδα και Οδύσσεια τη βγάζαμε...
Members gsarig Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Members Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Ναι και μένα είναι από τα λίγα που μου έμειναν.Είναι πολύ περίεργο βέβαια αν σκεφτείς ότι στα σχολεία(στο δικό μου τουλαχιστον)είχαν βιάσει το μάθημα της λογοτεχνίας με αποτέλεσμα καααααααααααααποτε ,πολυυυυυ παλιάαα να μη θέλω να ακούσω καν το όνομα Ντοστογιέφσκι.Δεν ξέρω αν φταίω εγώ ή το οτι ήθελαν να πάρουμε μια γεύση από Ντοστογιέφσκι δίνοντας μας 30 σελίδες από τους Καραμάζωφ βέβαια. Σας έδιναν Ντοστογιέφσκι στο σχολείο ε; Ενδιαφέρον... εμάς πάντως, ακόμη πιο ...κάαααποτε από τη δική σου εποχή, ένα μάθημα είχαμε σχετικό κι αυτό το ξεπετάγαμε χωρίς πολλά-πολλά (δυστυχώς για μένα, γιατί ήταν το μόνο που μου άρεσε μαζί με τη γυμναστική). Βέβαια ήταν άλλες εποχές τότε... ο Ντοστογιέφσκι μόλις ξεκινούσε τη συγγραφική του καριέρα και δεν ήταν ακόμη γνωστός - με Ιλιάδα και Οδύσσεια τη βγάζαμε...
*georgia* Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Ναι,δυστυχώς το βιβλίο της λογοτεχνίας είχε και Ντοστογιέφσκι.Και λέω δυστυχώς γιατί με έκανε να τον αντιπαθήσω.Και η επιμονή μου να θέλωνα λέω οτι αυτό έγινε παλιά οφείλεται στο οτι θέλω να στείλω μακριά τα χρόνια που δεν συμπαθούσα τον Ντοστογιέφσκι..Βεβαια τους Αδελφούς Καραμάζωφ ακόμα δεν τους έχω ακουμπήσει.
*georgia* Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Ναι,δυστυχώς το βιβλίο της λογοτεχνίας είχε και Ντοστογιέφσκι.Και λέω δυστυχώς γιατί με έκανε να τον αντιπαθήσω.Και η επιμονή μου να θέλωνα λέω οτι αυτό έγινε παλιά οφείλεται στο οτι θέλω να στείλω μακριά τα χρόνια που δεν συμπαθούσα τον Ντοστογιέφσκι..Βεβαια τους Αδελφούς Καραμάζωφ ακόμα δεν τους έχω ακουμπήσει.
Members gsarig Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Members Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Ναι,δυστυχώς το βιβλίο της λογοτεχνίας είχε και Ντοστογιέφσκι.Και λέω δυστυχώς γιατί με έκανε να τον αντιπαθήσω.Και η επιμονή μου να θέλωνα λέω οτι αυτό έγινε παλιά οφείλεται στο οτι θέλω να στείλω μακριά τα χρόνια που δεν συμπαθούσα τον Ντοστογιέφσκι..Βεβαια τους Αδελφούς Καραμάζωφ ακόμα δεν τους έχω ακουμπήσει. Καταλαβαίνω τους δισταγμούς σου... 4 τόμοι δεν είναι και λίγοι Θα μπορούσες αντί γι' αυτό να πιάσεις το Υπόγειο, που είναι μικρό (και πάρα πολύ καλό), αλλά δεν είναι τόσο εύκολο - κυρίως στο πρώτο του μισό. Και για να μην είμαι ακόμη μια φορά offtopic, παραθέτω ένα απόσπασμα που μου άρεσε από τον 2ο τόμο του "Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο", του Προυστ. Αναφέρεται στην εντύπωση που ασκεί πάνω μας ένα έργο τέχνης και το πώς αυτή μπορεί με τον καιρό να μεταβληθεί (τα bold είναι δικά μου): «...Πιθανότατα αυτό που λείπει την πρώτη φορά δεν είναι η κατανόηση αλλά η μνήμη. Γιατί η δική μας, σε σχέση με τις πολυσύνθετες εντυπώσεις που έχει ν' αντιμετωπίσει όσο ακούμε, είναι μηδαμινή, αντέχει τόσο όσο και η μνήμη ενός ανθρώπου που καθώς κοιμάται σκέφτεται χίλια δυο πράγματα που τα ξεχνά αμέσως ή ενός ανθρώπου που έχει κάπως ξαναμωραθεί και δεν θυμάται ύστερα από ένα λεπτό τί του έχουν μόλις πει. Από αυτές τις πολλαπλές εντυπώσεις η μνήμη δεν είναι σε θέση να μας δώσει αμέσως την ανάμνηση. Η ανάμνηση όμως γεννιέται μέσα της σιγά-σιγά και, απέναντι σε έργα που έχουμε ακούσει δύο ή τρεις φορές, είμαστε σαν το γυμνασιόπαιδο που ξαναδιάβασε πολλές φορές πριν αποκοιμηθεί ένα μάθημα που νόμιζε πως δεν το ήξερε και που το απαγγέλει απέξω την επαύριο. ...κι όχι μόνο δεν συγκρατείς αμέσως έργα πραγματικά μοναδικά, αλλά ακόμα και μέσα στο καθένα από αυτά (...) αντιλαμβάνεσαι πρώτα τα λιγότερο πολύτιμα κομμάτια. ...οι ομορφιές που ανακαλύπτεις πρώτα είναι αυτές που πρώτα θα τις βαρεθείς και ίσως για τον ίδιο λόγο: επειδή διαφέρουν λιγότερο από ό,τι γνώριζες από πριν. Όταν όμως αυτές απομακρυνθούν, μας απομένει να αγαπήσουμε μια κάποια φράση που η διάταξή της, υπερβολικά νεοτερική για να προσφέρει στη σκέψη μας άλλο από σύγχιση, μας την είχε κάνει αδιόρατη και την είχε διατηρήσει άθικτη. Τότε, εκείνη η φράση που περνούσαμε μπροστά της κάθε μέρα δίχως να το ξέρουμε και που είχε μείνει κρυμμένη, που με τη δύναμη της ομορφιάς της και μόνο είχε γίνει αόρατη κι είχε παραμείνει άγνωστη, εκείνη μας πλησιάζει τελευταία. Αλλά και τελευταία θα την εγκαταλείψουμε. Και θα την αγαπήσουμε περισσότερο καιρό από τις άλλες γιατί μας χρειάστηκε περισσότερος καιρός για να την αγαπήσουμε. Αυτός ο χρόνος, άλλωστε, που χρειάζεται ένα άτομο (...) για να εισχωρήσει σε ένα έργο κάπως βαθύ, δεν είναι παρά η σύντμηση κι ίσως το σύμβολο από αυτά τα χρόνια, αυτούς τους αιώνες κάποτε, που κυλούν πριν μπορέσει το κοινό να αγαπήσει ένα αριστούργημα πραγματικά καινούριο.»
Members gsarig Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Members Δημοσ. 13 Απριλίου 2010 Ναι,δυστυχώς το βιβλίο της λογοτεχνίας είχε και Ντοστογιέφσκι.Και λέω δυστυχώς γιατί με έκανε να τον αντιπαθήσω.Και η επιμονή μου να θέλωνα λέω οτι αυτό έγινε παλιά οφείλεται στο οτι θέλω να στείλω μακριά τα χρόνια που δεν συμπαθούσα τον Ντοστογιέφσκι..Βεβαια τους Αδελφούς Καραμάζωφ ακόμα δεν τους έχω ακουμπήσει. Καταλαβαίνω τους δισταγμούς σου... 4 τόμοι δεν είναι και λίγοι Θα μπορούσες αντί γι' αυτό να πιάσεις το Υπόγειο, που είναι μικρό (και πάρα πολύ καλό), αλλά δεν είναι τόσο εύκολο - κυρίως στο πρώτο του μισό. Και για να μην είμαι ακόμη μια φορά offtopic, παραθέτω ένα απόσπασμα που μου άρεσε από τον 2ο τόμο του "Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο", του Προυστ. Αναφέρεται στην εντύπωση που ασκεί πάνω μας ένα έργο τέχνης και το πώς αυτή μπορεί με τον καιρό να μεταβληθεί (τα bold είναι δικά μου): «...Πιθανότατα αυτό που λείπει την πρώτη φορά δεν είναι η κατανόηση αλλά η μνήμη. Γιατί η δική μας, σε σχέση με τις πολυσύνθετες εντυπώσεις που έχει ν' αντιμετωπίσει όσο ακούμε, είναι μηδαμινή, αντέχει τόσο όσο και η μνήμη ενός ανθρώπου που καθώς κοιμάται σκέφτεται χίλια δυο πράγματα που τα ξεχνά αμέσως ή ενός ανθρώπου που έχει κάπως ξαναμωραθεί και δεν θυμάται ύστερα από ένα λεπτό τί του έχουν μόλις πει. Από αυτές τις πολλαπλές εντυπώσεις η μνήμη δεν είναι σε θέση να μας δώσει αμέσως την ανάμνηση. Η ανάμνηση όμως γεννιέται μέσα της σιγά-σιγά και, απέναντι σε έργα που έχουμε ακούσει δύο ή τρεις φορές, είμαστε σαν το γυμνασιόπαιδο που ξαναδιάβασε πολλές φορές πριν αποκοιμηθεί ένα μάθημα που νόμιζε πως δεν το ήξερε και που το απαγγέλει απέξω την επαύριο. ...κι όχι μόνο δεν συγκρατείς αμέσως έργα πραγματικά μοναδικά, αλλά ακόμα και μέσα στο καθένα από αυτά (...) αντιλαμβάνεσαι πρώτα τα λιγότερο πολύτιμα κομμάτια. ...οι ομορφιές που ανακαλύπτεις πρώτα είναι αυτές που πρώτα θα τις βαρεθείς και ίσως για τον ίδιο λόγο: επειδή διαφέρουν λιγότερο από ό,τι γνώριζες από πριν. Όταν όμως αυτές απομακρυνθούν, μας απομένει να αγαπήσουμε μια κάποια φράση που η διάταξή της, υπερβολικά νεοτερική για να προσφέρει στη σκέψη μας άλλο από σύγχιση, μας την είχε κάνει αδιόρατη και την είχε διατηρήσει άθικτη. Τότε, εκείνη η φράση που περνούσαμε μπροστά της κάθε μέρα δίχως να το ξέρουμε και που είχε μείνει κρυμμένη, που με τη δύναμη της ομορφιάς της και μόνο είχε γίνει αόρατη κι είχε παραμείνει άγνωστη, εκείνη μας πλησιάζει τελευταία. Αλλά και τελευταία θα την εγκαταλείψουμε. Και θα την αγαπήσουμε περισσότερο καιρό από τις άλλες γιατί μας χρειάστηκε περισσότερος καιρός για να την αγαπήσουμε. Αυτός ο χρόνος, άλλωστε, που χρειάζεται ένα άτομο (...) για να εισχωρήσει σε ένα έργο κάπως βαθύ, δεν είναι παρά η σύντμηση κι ίσως το σύμβολο από αυτά τα χρόνια, αυτούς τους αιώνες κάποτε, που κυλούν πριν μπορέσει το κοινό να αγαπήσει ένα αριστούργημα πραγματικά καινούριο.»
Sellers Δημοσ. 19 Μαΐου 2010 Δημοσ. 19 Μαΐου 2010 ''Κανείς δεν είναι ένα νησί, που ανήκει μόνο στον εαυτό του..'' Από ποιο ποίημα είναι αυτό το απόσπασμα?
Προτεινόμενες αναρτήσεις
Αρχειοθετημένο
Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.