Lucifer Δημοσ. 11 Αυγούστου 2008 Μέλος Δημοσ. 11 Αυγούστου 2008 Μμμμ αυτό είναι βασισμένο σε πολύ παλιό υπαρξιστικό αξίωμα το οποίο δόξα να 'χει η παναγιά δεν καταρρίπτεται. έντιτ, πολλά ξι έχει μέσα αυτό.
pissas Δημοσ. 11 Αυγούστου 2008 Δημοσ. 11 Αυγούστου 2008 έντιτ, πολλά ξι έχει μέσα αυτό. για καντο πενηνταράκια αυτό αν θες, παίζει να μην το πιασα εντιτ, ξάφνου που το ξανακοίταξα το ποστ σου ξεκαθάρισα το τι έλεξες. Το ξημερώσαμε και σήμερα, ώρα για ξύσιμο στο μαξιλάρι... Κοινώς buenas noches
Lucifer Δημοσ. 11 Αυγούστου 2008 Μέλος Δημοσ. 11 Αυγούστου 2008 Η πρότασή μου έχει πολλές φορές (εν συγκρίσει με μια άλλη, συνηθέστερη) το γράμμα Ξ μέσα.
Sellers Δημοσ. 1 Δεκεμβρίου 2008 Δημοσ. 1 Δεκεμβρίου 2008 All You Zombies - Robert Heinlein Μια φορά κι’ ένα καιρό, ένα νεογέννητο κοριτσάκι εγκαταταλείφθηκε «μυστηριωδώς» σ’ ένα ορφανοτροφείο του Cleveland το 1945. Η "Jane" μεγάλωνε με την απορία για το ποιοί ήταν οι γονείς της να την βασανίζει. Έτσι γρήγορα όμως που μεγαλώνουν τα κοριτσάκια, δεν άργησε να έρθει η μέρα να ερωτευθεί ένα περιπλανώμενο τύπο, κάποια μέρα του 1963. Απ΄την πρώτη στιγμή που τον είδε, ένοιωσε γι’ αυτόν μια παράξενη έλξη, που της αδύνατον να αγνοήσει... Καθώς όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά γι’ αυτήν, μια σειρά από καταστροφικά γεγονότα άρχισαν να την κυνηγούν. Αρχικά μένει έγκυος από τον περιπλανώμενο εραστή της, ο οποίος την εγκαταλείπει ανεξήγητα. Κατόπιν, ανακαλύπτει κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης της, ότι είναι κρυπτοερμαφρόδιτη! Μάλιστα οι γιατροί λόγω επιπλοκών κατά την γέννα, για να της σώσουν τη ζωή, αναγκάζονται να την μετατρέψουν χειρουργικά σε «άνδρα»! Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ένας «μυστηριώδης» ξένος κλέβει το παιδί της από το μαιευτήριο! Κτυπημένη από τις καταστροφές αυτές, κοινωνικά περιφρονημένη, κυνηγημένη από την μοίρα, δεν ήταν δύσκολο να γίνει ένας περιπλανώμενος και μπεκρής. Χρόνια αργότερα, το 1970, καθώς πίνει μόνος του σ’ ένα άθλιο μπαράκι – «το απρόοπτο» - εκμυστηρεύεται τα πάντα στον ηλικιωμένο μπάρμαν. Τα χαράματα και ενώ είχαν μείνει μόνοι τους, ο μπάρμαν του κάνει μια τρομακτική αποκάλυψη! Μπορούσε να εκδικηθεί τον «ξένο» που τον εγκατέλειψε έγκυο. Αρκεί να γινόταν μέλος των «χρονοταξιδιωτών». Μιας οργάνωσης αστυνομικών του μέλλοντος που επόπτευαν «διαχρονικά» τον νόμο! Κάτι σαν μοναχικοί χρονο-σερίφηδες! Μην έχοντας τίποτα να χάσει, δέχτηκε στη στιγμή. Χωρίς χρονοτριβή, ακολούθησε τον μπάρμαν στο πίσω μέρος του μπαρ και μπήκαν μαζί σε μια χρονομηχανή που τους γύρισε πίσω στο 1963. Περιέργως μόλις έφτασε, πριν καλά-καλά συνέλθει, γνώρισε μια ορφανή κοπελίτσα και μέσα στο πάθος την αφήνει έγκυο. Ο μπάρμαν που παρακολουθούσε τα πάντα, βλέποντας το πράγμα να περιπλέκεται ταξιδεύει 9 μήνες μπροστά, κλέβει το νεογέννητο κοριτσάκι του φίλου του από το μαιευτήριο και για να μην αφήσει ίχνη το αφήνει σ’ ένα ορφανοτροφείο «πίσω» στο 1945. Κατόπιν παίρνει τον «περιπλανώμενο» φίλο του και τον μεταφέρει στο 1985 για να καταταγεί στους χρονοταξιδιώτες! Έχοντας βρεί τελικά κάποιο σκοπό στην ζωή του (της), με τα χρόνια ο ήρωάς μας γίνεται ένα αξιοσέβαστο υψηλόβαθμο στέλεχος της οργάνωσης. Τότε είναι που αποφάσισε να αναλάβει την πλέον σημαντική του αποστολή. Ένα ραντεβού με την μοίρα! Μεταμφιέζεται σε έναν ηλικιωμένο μπάρμαν κάποιου άθλιου μπαρ με την επωνυμία «το απρόοπτο», για να συναντήσει κάποιον συγκεκριμμένο περιπλανώμενο μπεκρή στα 1970...
pixies451 Δημοσ. 6 Ιανουαρίου 2009 Δημοσ. 6 Ιανουαρίου 2009 sarah kane-laxtarw Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου… Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου, Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου, Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό, Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ’ αρέσουν τα παπούτσια σου, Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο, Και να σου τρίβω το σβέρκο σου, Και να σου φιλάω τα πόδια σου, Και να σου κρατάω το χέρι σου, Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου, Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου, Και να γελάω με την παράνοια σου,Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς, και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες, και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο, και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν, Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα, Και να σ’ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα, Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο, Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ, Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα. Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου. Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου, Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου, Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ, Και να τρελαίνομαι όταν αργείς, Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα, Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια, Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός, Και νάμαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο, Και νάμαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς, Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου, Και να παρακαλάω να σ’ ήξερα μια ζωή. Και ν’ ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου, Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου, Και να τρομάζω όταν θυμώνεις, Και τόνα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο, Και να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία, Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς, Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω, Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω, Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι, Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου, Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες, Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις, Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς, Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω, Και ν’ αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ’ το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω, Και ν’ αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι, Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ’ αγαπούσε, Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις, Και να σ’ αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια, Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα, Και να μη σ’ αφήνω να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις, Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω, Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι, Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα, Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα, Και να θέλω ότι θέλεις, Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής, Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου, Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο, Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω, Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς, Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ’ ζωή σου, Και να ξεχνάω ποιος είμαι, Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί, Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο Τον ακάθεκτο Τον ακατάλυτο Τον ακατάσβεστο Τον μεταρσιωτικό Τον ψυχαναλυτικό Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή, ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ
Freakster Δημοσ. 6 Ιανουαρίου 2009 Δημοσ. 6 Ιανουαρίου 2009 http://www.insomnia.gr/forum/showpost.php?p=2494343&postcount=66 Ctrl+P Ευχαριστώ για αυτό το αριστούργημα, pixies! Ξέρουμε μήπως τον τίτλο στα αγγλικά;
pixies451 Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 from Crave by Sarah Kane (παρτε το κ σταγγλικα) I want to sleep next to you and do your shopping and carry your bags and tell you how much I love being with you but they keep making me do stupid things. And I want to play hide-and-seek and give you my clothes and tell you I like your shoes and sit on the steps while you take a bath and massage your neck and kiss your feet and hold your hand and go for a meal and not mind when you eat my food and meet you at Rudy's and talk about the day and type up your letters and carry your boxes and laugh at your paranoia and give you tapes you don't listen to and watch great films and watch terrible films and complain about the radio and take pictures of you when you're sleeping and get up to fetch you coffee at midnight and have you steal my cigarettes and never be able to find a match and tell you about the tv programme I saw the night before and take you to the eye hospital and not laugh at your jokes and want you in the morning but let you sleep for a while and kiss your back and stroke your skin and tell you how much I love your hair our eyes your lips your neck your breasts your arse your and sit on the steps smoking till your neighbour comes home and sit on the steps smoking till you come home and worry when you're late and be amazed when you're early and give you sunflowers and go to your party and dance till I'm black and be sorry when I'm wrong and happy when you forgive me and look at your photos and wish I'd known you forever and hear your voice in my ear and feel your skin on my skin and get scared when you're angry and your eye has gone red and the other eye blue and your hair to the left and your face oriental and tell you you're gorgeous and hug you when you're anxious and hold you when you hurt and want you when I smell you and offend you when I touch you and whimper when I'm next to you and whimper when I'm not and dribble on your breast and smother you in the night and get cold when you take the blanket and hot when you don't and melt when you smile and dissolve when you laugh and not understand why you think I'm rejecting you when I'm not rejecting you and wonder how you could think I'd ever reject you and wonder who you are but accept you anyway and tell you about the tree angel enchanted forest boy who flew across the ocean because he loved you and write poems for you and wonder why you don't believe me and have a feeling so deep I can't find words for it and want to buy you a kitten I'd get jealous of because it would get more attention than me and keep you in bed when you have to go and cry like a baby when you finally do and get rid of the roaches and buy you presents you don't want and take them away again and ask you to marry me and you say no again but keep on asking because though you think I don't mean it I do always have from the first time I asked you and wander the city thinking it's empty without you and want what you want and think I'm loosing myself but know I'm safe with you and tell you the worst of me and try to give you the best of me because you don't deserve any less and answer your questions when I'd rather not and tell you the truth when I really don't want to and try to be honest because I know you prefer it and think it's all over but hang on in for just ten more minutes before you throw me out of your life and forget who I am and try to get closer to you because it's beautiful learning to know you and well worth the effort and speak German to you badly and Hebrew to you worse and make love with you at three in the morning and somehow somehow somehow communicate some of the/ overwhelming undying overpowering unconditional all-encompassing heart-enriching mind-expanding on-going never-ending love I have for you.
soturin Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 ωραία! δεν είχα ιδέα για αυτό το θέμα, μια συμπάθεια στο luci την είχαμε αλλά ο τύπος ξεκίνησε με δύο αποσπάσματα Λένου Χρηστίδη... respect... Λένος Χρηστίδης - Τα Χαστουκόψαρα Ποιά είναι η Πάολα; Θυμάμαι μια ιστορία που μου είχε πει ο Γιώργης, ένας φίλος, κάπου. Ήτανε μια φορά τρεις τύποι με μούσια και μαλλούρες ως τα γόνατα και η γκόμενα του ενός, μια Ιταλίδα ονόματι Πάολα, μέσα σ' ένα Mini Cooper και πηγαίνανε εκδρομή. Η πάολα οδηγούσε, ένας μαντράχαλος δίπλα της και δύο μαντράχαλοι πίσω. Τώρα, κάπου, σε κάποιο σταθμό χωροφυλακής, πέφτει σήμα ότι κάποια Πάολα, Ιταλίδα, ξέρω γω, έχει δοσοληψίες και πάρε δώσε νταραβέρια και δεν-ξέρω-γω-τι και ότι πιάστε την. Και γίνεται μπλόκο. Και σταματάει το Mini. Και κατεβαίνει ο αρχιχωροφύλακας της περιοχής μ' ένα φακό. Βράδυ. Και φωτίζει τα πρόσωπα των επιβατών. Είπαμε: τρία αρχιφρικιά και μια κοπέλα. Και ρωτάει: “Ποιός από σας είναι η Πάολα;”. Σιγή. Κι ένας απ' τους μουσάτους λέει με ψιλή φωνή: “Εγώ”. Δεν ξέρω τι ακριβώς θέλω να πω μ' αυτό, όμως όποτε βλέπω μπάτσο αυτό θυμάμαι. Έναν τύπο που βλέπει τρεις πίθηκους και μία κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά και ρωτάει ποια είναι η Πάολα. Δηλαδή εσύ ποια ήθελες να είναι; Ο Νεάντερνταλ ή ο Χόμο Σάπιος; Τέσσερα άτομα, τρία με μούσια, ένα με γλυκό μουτράκι. Εσύ ποια λες να είναι η Πάολα; Δεν είμαι ρατσιστής. Δεν έχω τίποτα με τη βλακεία. Κι εγώ βλάκας είμαι. Πολύ συχνά. Συνήθως. Αλλά δε φοράω στολή. Και δεν επιβάλλω τη βλακεία μου. Παρά μόνο σε όσους θέλουν. Στους φίλους μου, στην γκόμενά μου. Τι είναι μπάτσος; Ένας βλάκας όπως όλοι αλλά με στολή. Με πάτημα. Με το μαγικό κουμπί. Που το πατάς και κάτι γίνεται. Κάτι γίνεται; Νομίζει ότι κάτι γίνεται. Τι είναι φασισμός; Ένα πάτημα για τους φτωχούς και τους βλάκες του κόσμου. “Όλοι είμαστε φτωχοί, αλλά εσύ είσαι καλύτερος φτωχός από τον άλλο φτωχό , το Μαύρο, τον Κινέζο, τον πούστη”. Γιατί; Γιατί έτσι. Γιατί είσαι Άρειος. Γιατί έχεις Ιστορία. Γιατί έχεις στολή. Γιατί έχεις πάτημα. Έτσι, κάτι μαλάκες που θα μπορούσαν να περνάνε μια χαρά με το πώς είναι και το τι είναι και να ζουν δημιουργικά και ευτυχισμένα, τσουπ, κάνουν το ξεπέταγμα, σηκώνουν το μέτωπο ψηλά, βρίσκουν το Πάτημα: Στολή, Ιστορία, Φυλή, Πιστόλι. Και ξαφνικά ο βλάκας, ο περίγελος του σχολείου, αποκτά εξουσία πάνω σου, πάνω μου, πάνω μας, έτοιμος να χυμήξει, να πάρει το αίμα του πίσω. Απ' όλους. Από τις γκόμενες που δεν του κάθισαν, από τους συναδέλφους που τον δούλευαν. Τώρα μπορεί να τους δείρει, να τους μπουζουριάσει, να τους ξεφτιλίσει, χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, ασύδοτα, ελεύθερα, απόλυτα. Δεν ξέρω, πολλές φορές το σκέφτομαι, ότι εντάξει, άνθρωποι είναι κι αυτόι, ένα μισθό παίρνουν και τα ρέστα. Στ' αρχίδια μου. Να βρουν άλλη δουλειά. Και σιγά το μισθό. Δουλειά, να βαράς τον άλλον είναι δουλειά;. Δεν είναι. Είναι εκδίκηση. Η εκδίκηση του τίποτα. Έτσι λέω εγώ και με λένε Μανόλη. Stephen Fry - Moab Is My Washpot (αυτοβιογραφία) απόσπασμα περί μουσικής Music is the deepest of the arts and deep beneath all arts. So E. M. Forster wrote somewhere. If swimming suggested to me the idea of physical flight, then music suggested something much more. Music was a kind of penetration. The penetration or absorption of everything into itself. I don't know if you have ever taken LSD, but when you do so the doors of perception, as Aldous Huxley, Jim Morrison and their adherents ceaselessly remind us, swing open wide. That is actually the sort of phrase, unless you are William Blake, that only makes sense when there is some LSD actually swimming about inside you. In the cold light of the cup of coffee and banana sandwich that are beside me now it appears to be nonsense, but I expect you know what it is taken to mean. LSD reveals that whatness of things, their quiddity, their essence. The wateriness of water is suddenly revealed to you, the carpetness of carpets, the woodness of wood , the yellowness of yellow, the fingernailness of fingernails, the allness of all, the nothingness of all, the allness of nothing. For me music gives access to every one of these essences of existence, but at a a fraction of the social or financial cost of a drug and without the need to cry “Wow!” all the time, which is one of LSD's distressing and least endearing side-effects. Other arts do this too, but other arts are for ever confined and anchored by reference. Sculptures are either figuratively representative or physically limited by their material, which is actual and palpable. The words in poems are referential, they breathe with denotation and connotation, suggestion and semantics, coding and signing. Paint is real stuff and the matter of painting contains itself in a frame. Music, in the precision of its form and the mathematical tyranny of its laws, escapes into an eternity of abstraction and an absurd sublime that is everywhere that is everywhere and nowhere at once. The grunt of rosin-rubbed catgut, the saliva-bubble blast of a brass tube, the sweaty-fingered squeak on a guitar fret, all that physicality, all that clumsy 'music-making', all that grain of human performance, so much messier than the artfully patinated pentimenti or self-conscious painterly mannerism of the sister arts, transcends itself at the moment of this happening, that moment when music actually becomes, as it makes the journey from the vibrating instrument, the vibrating hi-fi speaker, as it sends those vibrations across to the human tympanum and through to the inner ear and into the brain, where the mind is set to vibrate to frequencies of its own making. The nothingness of music can be molded by the mood of the listener into the most precise shapes or allowed to flow as free as thought; music can follow the theoretic and academical pattern of its own modality or adhere to some narrative or dialectical programme imposed by a friend, a scholar or a composer himself. Music is everything and nothing. It is useless and no limit can be set on its use. Music takes me to places of illimitable sensual and insensate joy, accessing points of ecstasy that no angelic lover could ever locate, or plunging me into gibbering weeping hells of pain that no torturer could ever devise. Music makes me write this sort of maundering adolescent nonsense without embarrassment. Music is in fact the dog's bollocks. Nothing else comes close.
ClouD Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 After a while he says' date=' "Do you believe in ghosts?" "No," I say "Why not?" "Because they are un-sci-en-ti-fic." The way I say this makes John smile. "They contain no matter," I continue, "and have no energy and therefore, according to the laws of science, do not exist except in people's minds." The whiskey, the fatigue and the wind in the trees start mixing in my mind. "Of course," I add, "the laws of science contain no matter and have no energy either and therefore do not exist except in people's minds. It's best to be completely scientific about the whole thing and refuse to believe in either ghosts or the laws of science. That way you're safe. That doesn't leave you very much to believe in, but that's scientific too." "I don't know what you're talking about," Chris says. "I'm being kind of facetious." Chris gets frustrated when I talk like this, but I don't think it hurts him. "One of the kids at YMCA camp says he believes in ghosts." "He was just spoofing you." "No, he wasn't. He said that when people haven't been buried right, their ghosts come back to haunt people. He really believes in that." "He was just spoofing you," I repeat. "What's his name?" Sylvia says. "Tom White Bear." John and I exchange looks, suddenly recognizing the same thing. "Ohhh, Indian!" he says. I laugh. "I guess I'm going to have to take that back a little," I say. "I was thinking of European ghosts." "What's the difference?" John roars with laughter. "He's got you," he says. I think a little and say, "Well, Indians sometimes have a different way of looking at things, which I'm not saying is completely wrong. Science isn't part of the Indian tradition." "Tom White Bear said his mother and dad told him not to believe all that stuff. But he said his grandmother whispered it was true anyway, so he believes it." He looks at me pleadingly. He really does want to know things sometimes. Being facetious is not being a very good father. "Sure," I say, reversing myself, "I believe in ghosts too." Now John and Sylvia look at me peculiarly. I see I'm not going to get out of this one easily and brace myself for a long explanation. "It's completely natural," I say, "to think of Europeans who believed in ghosts or Indians who believed in ghosts as ignorant. The scientific point of view has wiped out every other view to a point where they all seem primitive, so that if a person today talks about ghosts or spirits he is considered ignorant or maybe nutty. It's just all but completely impossible to imagine a world where ghosts can actually exist." John nods affirmatively and I continue. "My own opinion is that the intellect of modern man isn't that superior. IQs aren't that much different. Those Indians and medieval men were just as intelligent as we are, but the context in which they thought was completely different. Within that context of thought, ghosts and spirits are quite as real as atoms, particles, photons and quants are to a modern man. In that sense I believe in ghosts. Modern man has his ghosts and spirits too, you know." "What?" "Oh, the laws of physics and of logic -- the number system -- the principle of algebraic substitution. These are ghosts. We just believe in them so thoroughly they seem real. "They seem real to me," John says. "I don't get it," says Chris. So I go on. "For example, it seems completely natural to presume that gravitation and the law of gravitation existed before Isaac Newton. It would sound nutty to think that until the seventeenth century there was no gravity." "Of course." "So when did this law start? Has it always existed?" John is frowning, wondering what I am getting at. "What I'm driving at," I say, "is the notion that before the beginning of the earth, before the sun and the stars were formed, before the primal generation of anything, the law of gravity existed." "Sure." "Sitting there, having no mass of its own, no energy of its own, not in anyone's mind because there wasn't anyone, not in space because there was no space either, not anywhere...this law of gravity still existed?" Now John seems not so sure. "If that law of gravity existed," I say, "I honestly don't know what a thing has to do to be nonexistent. It seems to me that law of gravity has passed every test of nonexistence there is. You cannot think of a single attribute of nonexistence that that law of gravity didn't have. Or a single scientific attribute of existence it did have. And yet it is still `common sense' to believe that it existed." John says, "I guess I'd have to think about it." "Well, I predict that if you think about it long enough you will find yourself going round and round and round and round until you finally reach only one possible, rational, intelligent conclusion. The law of gravity and gravity itself did not exist before Isaac Newton. No other conclusion makes sense. "And what that means," I say before he can interrupt, "and what that means is that that law of gravity exists nowhere except in people's heads! It's a ghost! We are all of us very arrogant and conceited about running down other people's ghosts but just as ignorant and barbaric and superstitious about our own." "Why does everybody believe in the law of gravity then?" "Mass hypnosis. In a very orthodox form known as `education."' "You mean the teacher is hypnotizing the kids into believing the law of gravity?" "Sure." "That's absurd." "You've heard of the importance of eye contact in the classroom? Every educationist emphasizes it. No educationist explains it." John shakes his head and pours me another drink. He puts his hand over his mouth and in a mock aside says to Sylvia, "You know, most of the time he seems like such a normal guy." I counter, "That's the first normal thing I've said in weeks. The rest of the time I'm feigning twentieth- century lunacy just like you are. So as not to draw attention to myself. "But I'll repeat it for you," I say. "We believe the disembodied words of Sir Isaac Newton were sitting in the middle of nowhere billions of years before he was born and that magically he discovered these words. They were always there, even when they applied to nothing. Gradually the world came into being and then they applied to it. In fact, those words themselves were what formed the world. That, John, is ridiculous. "The problem, the contradiction the scientists are stuck with, is that of mind. Mind has no matter or energy but they can't escape its predominance over everything they do. Logic exists in the mind. Numbers exist only in the mind. I don't get upset when scientists say that ghosts exist in the mind. It's that only that gets me. Science is only in your mind too, it's just that that doesn't make it bad. Or ghosts either." They are just looking at me so I continue: "Laws of nature are human inventions, like ghosts. Laws of logic, of mathematics are also human inventions, like ghosts. The whole blessed thing is a human invention, including the idea that it isn't a human invention. The world has no existence whatsoever outside the human imagination. It's all a ghost, and in antiquity was so recognized as a ghost, the whole blessed world we live in. It's run by ghosts. We see what we see because these ghosts show it to us, ghosts of Moses and Christ and the Buddha, and Plato, and Descartes, and Rousseau and Jefferson and Lincoln, on and on and on. Isaac Newton is a very good ghost. One of the best. Your common sense is nothing more than the voices of thousands and thousands of these ghosts from the past. Ghosts and more ghosts. Ghosts trying to find their place among the living." John looks too much in thought to speak. But Sylvia is excited. "Where do you get all these ideas?" she asks. I am about to answer them but then do not. I have a feeling of having already pushed it to the limit, maybe beyond, and it is time to drop it.[/quote'] Μια "εξοστρακισμένη" στους παρακμιακούς ρομαντικούς και στους αρτηριοσκληρωτικούς αναλυτικούς.
Lucifer Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 Μέλος Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 50% κονστρουκτιβισμός 40% σολιψισμός 10% φαινομενολογία γαρνίρουμε με διάλογο που εμπεριέχει awe-struck γκομενάκι και tadaaaa!
Lucifer Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 Μέλος Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 Ε ναι, απ' τη σκοπιά του "εγώ λέω κάτι ριζοσπαστικό, τα γκομενάκια εκσταζιάζονται και οι ως τώρα alpha males σκάνε", ναι, είμαι αρτηριοσκληρωτικός άμα λέω πως απλώς πάει τη φιλοσοφία πίσω στην τουαλέτα του Ιμάνουελ Καντ.
ClouD Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 Δημοσ. 7 Ιανουαρίου 2009 Α δηλαδή το προηγούμενο ποστ δήλωνε τη συνταγή για την τουαλέτα -κατά την άποψή σου- του Καντ, με ακριβείς αναλογίες και με το αισθητικό περιτύλιγμα που επιβάλει ένα κίνητρο του τύπου : "εγώ λέω κάτι ριζοσπαστικό, τα γκομενάκια εκσταζιάζονται και οι ως τώρα alpha males σκάνε". Άποψη σου, σεβαστή, έτσι την είδες, πάσο. Οπότε θα μείνω στο ότι παίζει να μη σκέφτονται όλοι οι άνθρωποι σαν κι εσένα και, κυρίως, παίζει να μην εντοπίζουν τόσο συχνά το κίνητρο που ανέφερες παραπάνω και επανέλαβα σε εισαγωγικά, πόσο μάλλον σε ένα thread που φέρει τον εδώ τίτλο.
slipknot Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2009 Δημοσ. 2 Σεπτεμβρίου 2009 Συγχωρέστε με αγαπητές συμμφορουμίτισες και αγαπητοί συμφορουμίτες που ξεθάβω τούτο το topic σε ανύποπτο χρόνο. Είναι όμως αργά, είμαι ζαλισμένος απ' τη μέθη του κρασιού και το δωμάτιο φαντάζει 10 φορές μεγαλύτερο απ' ότι συνήθως. Ένιωσα λοιπόν την ανάγκη να βγάλω από το χρονοσέντουκο του μυαλού μου κάτι παλιό και γνώριμο, όμορφο και ζεστό μήπως και καταφέρω να νιώσω τα ίδια συναισθήματα που ένιωσα όταν άκουσα αυτά τα λόγια για πρώτη φορά. Δε θα μακρηγορήσω όμως, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω έναν απ' τους πιο ταλαντούχους μα και συνάμα πιο αδικημένους Έλληνες ποιητές. Σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ειλικρινώς σας ζητώ να εκτιμήσετε... ότι πάσχουμε... ως κράτος... ως κοινωνία... ως διοικητική δομή... από τους "εργάτες" του πεδίου! Ποιος θα δει την κομμένη γράνα; Γράνα! Που σημαίνει υδραγωγός! Που καταστρέφει το νερό! Τοοο.. έδαφος! Και ύστερα γλείφει και κόβει την άσφαλτο! Και θα έρθουμε εμείς ύστερα... οι Συβαρίτες πολιτικοί της μαλθακότητας και της τρυφηλότητας και των σχεδιασμάτων... έχασαν... έχασαν από τον Κρότωνα... Θα έρθουν οι Συβαρίτες πολιτικοί να πουν: εδώ, τα δισεκατομμύρια... στην Τσακώνα πρέπει να καταβληθούν τάχιστα! Γιατί ο δρόμος Τριπόλεως-Καλαμάτας κάνει εξ' αιτίας της διακοπής απ' το νερό... Αλλά και στη Μαλακάσα το ίδιο έγινε! Author: Είρων Πολύκοτας
Προτεινόμενες αναρτήσεις
Αρχειοθετημένο
Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.