Προς το περιεχόμενο

Αποσπάσματα κειμένων - ποιημάτων


Lucifer

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

Οταν ήμουν μικρότερος (Λύκειο φάση...) είχα φάει μια φρίκη λόγω μιας κοπέλας και έγραφα (πολύ) απαισιόδοξα ποιηματάκια. (όταν πηδηχτήκαμε ύστερα από 5 χρόνια τελικά, στανιάρισα...) Για χάρη της είχα γράψει τα δύο παρακάτω :

 

ΓΙΑ ΣέΝΑ

 

Ακούω τη μουσική που σου άρεσε

κοιτάω τα πράγματα που το χέρι σου άγγιξε .

Θυμάμαι τα δικά σου λόγια :

" Σ' αγαπάω . . . "

Η ψυχή μου όμως σαν αδέσποτη μαζεύτηκε απ' το μπόγια.

Στο κρεβάτι που το στόμα σου με φιλούσε

Τα θρύψαλα της αξιοπρέπειάς μου χθες ο αέρας σκορπούσε .

Αλήθεια, ξέρεις τι θα πει :

" Εντάξει μωρέ , " ,

" Θα μου δώσεις τώρα ένα φιλί ; "

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΕΣ ΜΟΥ ...

 

Θλίψη γεμάτες οι σκέψεις μου ,

κόκκινα από το κλάμα τα μάτια της ψυχής μου .

Πες μου , τι έκανα τόσο κακό

που το πρόσωπο μου το έκανε τόσο μισητό ...

Πες μου , ποιος ο σκοπός

ο κόσμος μου να είναι πλέον τόσο κενός ...

Πες μου , είναι σωστό

που νεκρή σε βλέπω σαν σε σκεφτώ ...

Πες μου γιατί μετά από τόσο καιρό

να βασανίζεσαι θέλω να σε δω ...

Να πεθάνεις , αυτό θέλω να ζήσω

και ύστερα ας χαθώ αφού θα σε μισώ ...

 

 

 

 

Edit

----

Ανακάλυψα το παλιό Σωτηράκη στο αρχείο με τα ποιήματα μου !!!

 

Το παρακάτω ήταν ένα έμμετρο χώσιμο σε ένα καθηγητή μου των Θρησκευτικών (ονόματι Γεωργούση) με τον οποίο είχα την χειρότερη σχέση μαθητή-καθηγητή ever...

 

ύΒΡΙΣ

Στην συζήτηση που θελήσαμε να έχουμε

σε ατέρμονη διαδρομή μας έβαλες να τρέχουμε

Τώρα όμως σίγουρα θα με ακούσεις

και αν κάτι απ' όλα είναι ψέματα , σε προκαλώ να τ' αντικρούσεις ...

ΝέΜΕΣΙΣ

Γεωργούση τον λένε

και τα λόγια του καίνε

Κανείς δεν τον χωνεύει , όλοι τον χλευάζουν

γονείς , μαθητές

( αλλά και μερικοί καθηγητές )

μαλάκα τον ανεβάζουν , μαλάκα τον κατεβάζουν

Άχυρα έχει στο μυαλό

ούτε ξέρει τι σημαίνει κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό

δεν ενδιαφέρεται να διδάξει

παρά μόνο να μας κοροϊδέψει θέλει , να μας πατάξει

Όμως τι να περιμένει κανείς

από έναν άνθρωπο που της καθαρεύουσας είναι φαν επιφανής

Στον κόσμο του ζει και αναπολεί

τα χρόνια που πέρασαν ( το βασιλιά... ) αυτός παίζει το δικό του βιολί

Ανίδεος είναι , αήθης και αηδιαστικός

σπαστικός , άχαρος και εκνευριστικός

Κρύα αστεία και γελάκια

όμως κακία και μίσος κρύβει κάτω από τα μουστάκια

Πού είναι ο παιδαγωγός , ο " φίλος " των μαθητών

αυτός είναι άχρηστος , τροφή για το μίσος των μαθητών !

Τόσο καιρό μας έβγαλες την πίστην

τώρα όμως τελείωσες , εμπρός λαέ την φάτσα του φτύστην

Τέρμα το σπάσιμο και η ειρωνεία

γλιτώσαμε από τον καραγκιόζη με την πνευματική πενία

και την αχαλίνωτη στην ώρα του ανία

Γεωργούση σε χαιρετώ

ότι μου έκανες στον κάλαθο των αχρήστων το πετώ

Εκεί που θα 'πρεπε και συ να είσαι

το μαντήλι που τα μάτια σου κλείνει επιτέλους λύσε

Και ύστερα από τη συμβουλή τη φιλική

το ποιηματάκι κλείνω ήρθε η ώρα η τελική

Όλους τους άλλους τους χαιρετώ και τους ευχαριστώ

αυτό ήταν τελείωσε , τώρα θα εξαφανιστώ

Τελειώνω το σχολείο ήρθε η ώρα να φύγω

όμως που σε χάνω Γεωργούση δεν θλίβομαι ούτε λίγο ...

ΚάΘΑΡΣΙΣ

Αντίο λοιπόν ,

μισογεμάτο να βλέπετε το ποτήρι και όχι μισοάδειο ...

  • Απαντ. 169
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση
Δημοσ.

Ζητηθηκε απο το περιοδικο LIFE, 1991

 

Ποιο ειναι το νοημα της ζωης?

 

Ο σκοπός μας είναι να εξελισσόμαστε συνειδητά και σκόπιμα προς μια πιο σοφή,πιο απελευθερωμένη και πιο φωτεινή κατάσταση ύπαρξης - να επιστρέψουμε στην Εδέμ,να συμφιλιωθούμε με το φίδι και να στήσουμε τους υπολογιστές μας ανάμεσα σε άγριες μηλιές.

Κατά βαθος,όλοι ξέρουμε μάλλον οτι το πραγματικό μας έργο είναι κάποια μορφή μυστικιστικης εξέλιξης,μια συνένωση με τη θεότητα,με την αγάπη.Όμως καταπιέζουμε δραστικά αυτη την ιδέα γιατί,αν τη δεχτούμε,θα πρέπει να αναγνωρίσουμε οτι οι πολιτικές μας παλινδρομήσεις,τα θρησκευτικά μας δόγματα,οι κοινωνικές μας φιλοδοξίες και τα οικονομικά μας τερτίπια δεν είναι απλώς αντιπαραγωγικά αλλά ασήμαντα.Η αποστολή μας είναι να αποβάλουμε αυτές τις άσκοπες ενασχολήσεις και να επωμιστούμε πάλι το αρχέγονο φορτίο της ανεξάντλητης έκστασης. Ή, αν δε γίνεται αυτό, να χτυπήσουμε μια καλή πίτσα με λεπτή ζύμη κι ένα ποτήρι δυνατή μπύρα.

 

Tom Robbins

Δημοσ.

Μπορούμε να βάλουμε ολόκληρα ποιήματα;

 

 

Once upon a midnight dreary' date=' while I pondered weak and weary,

Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,

While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,

As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.

`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -

Only this, and nothing more.'

 

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,

And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.

Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow

From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -

For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -

Nameless here for evermore.

 

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain

Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;

So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating

`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -

Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -

This it is, and nothing more,'

 

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,

`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;

But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,

And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,

That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -

Darkness there, and nothing more.

 

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,

Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before

But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,

And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'

This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'

Merely this and nothing more.

 

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,

Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.

`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;

Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -

Let my heart be still a moment and this mystery explore; -

'Tis the wind and nothing more!'

 

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,

In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.

Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;

But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -

Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -

Perched, and sat, and nothing more.

 

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,

By the grave and stern decorum of the countenance it wore,

`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.

Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -

Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'

Quoth the raven, `Nevermore.'

 

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,

Though its answer little meaning - little relevancy bore;

For we cannot help agreeing that no living human being

Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -

Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,

With such name as `Nevermore.'

 

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,

That one word, as if his soul in that one word he did outpour.

Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -

Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -

On the morrow will he leave me, as my hopes have flown before.'

Then the bird said, `Nevermore.'

 

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,

`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,

Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster

Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -

Till the dirges of his hope that melancholy burden bore

Of "Never-nevermore."'

 

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,

Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;

Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking

Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -

What this grim, ungainly, gaunt, and ominous bird of yore

Meant in croaking `Nevermore.'

 

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing

To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;

This and more I sat divining, with my head at ease reclining

On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,

But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,

She shall press, ah, nevermore!

 

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer

Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.

`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee

Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!

Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'

Quoth the raven, `Nevermore.'

 

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -

Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,

Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -

On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -

Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'

Quoth the raven, `Nevermore.'

 

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!

By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -

Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,

It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -

Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'

Quoth the raven, `Nevermore.'

 

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -

`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!

Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!

Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!

Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'

Quoth the raven, `Nevermore.'

 

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting

On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;

And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,

And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;

And my soul from out that shadow that lies floating on the floor

Shall be lifted - nevermore![/center']

 

The Raven φυσικά...

Δημοσ.

Τα πάντα είναι στο χέρι σου, η ζωή σου και η ζωή των παιδιών σου, το σφυρί και το στηθοσκόπιό σου. Ξέρω, κουνάς το κεφάλι σου, νομίζεις ότι είμαι Ουτοπιστής ή ακόμα βλάσφημος. Ρωτάς πότε θα γίνει η ζωή σου όμορφη και ασφαλής, Ανθρωπάκο.

Η απάντηση είναι άγνωστη για τον τρόπο σκέψης σου.

Η ζωή σου θα γίνει ωραία και ασφαλής, όταν η ζωντάνια σημαίνει για σένα περισσότερα απʼ τη σιγουριά, η αγάπη περισσότερα απʼ το χρήμα, η ελευθερία σου περισσότερα απʼ τη «γραμμή του κόμματος» ή την κοινή γνώμη, όταν η ψυχική διάθεση του Μπετόβεν ή του Μπαχ γίνει η ψυχική διάθεση του εαυτού σου (την έχεις μέσα σου αυτή τη διάθεση, Ανθρωπάκο, θαμμένη βαθιά σε μια γωνιά της ψυχής σου) , όταν οι σκέψεις σου είναι σε αρμονία και όχι σε διάσταση, μƵ τα αισθήματά σου, όταν θα είσαι σε θέση να καταλάβεις νωρίς τα προτερήματά σου και νʼ αναγνωρίζεις έγκαιρα τα γηρατειά σου, όταν θα κάνεις πρότυπο της ζωής σου τις σκέψεις των μεγάλων ανθρώπων και όχι τα εγκλήματα των μεγάλων πολεμιστών, όταν οι δάσκαλοι των παιδιών σου πληρώνονται καλύτερα απʼ τους πολιτικούς, όταν θα έχεις μεγαλύτερη εκτίμηση για τον έρωτα μεταξύ άντρα και γυναίκας παρά για την άδεια γάμου, όταν θʼ αναγνωρίζεις τα σφάλματά σου έγκαιρα, και όχι πολύ αργά όπως σήμερα, όταν θʼ ανυψώνεσαι πνευματικά ακούγοντας την αλήθεια και θα νοιώθεις τρόμο για τις τυπικότητες. Όταν θα έρχεσαι σʼ επαφή απευθείας με τους συναδέλφους σου σε ξένες χώρες κι όχι με τη βοήθεια διπλωματών, όταν η ερωτική ευτυχία της έφηβης κόρης σου θα σε γεμίζει μʼ ευχαρίστηση και όχι με λύσσα, όταν θα κουνάς απλώς το κεφάλι σου σε περιπτώσεις που άλλοτε τιμωρούσαν τα μικρά παιδιά, επειδή άγγιζαν τα γεννητικά τους όργανα, όταν τα πρόσωπα των ανθρώπων στο δρόμο εκφράζουν ελευθερία, ζωντάνια κι ευχαρίστηση, και όχι πια θλίψη κι αθλιότητα.

 

-Wilhelm Reich

Δημοσ.

Κʼ αργοπεθαίνω κάθε φορά που σε σκέφτομαι, κάθε φορά που περνάς από δίπλα μου. Κάθε τσιγάρο που ανάβω είναι η σκέψη μου για σένα, κάθε αποτσίγαρο στο τασάκι, είναι η απουσία σου κ συνάμα ο θάνατός μου, αργός και βασανιστικός. Η νύχτα πνίγεται κ πάλι στο ποτό κ πάλι στο δάκρυ μου, βουβός ο πόνος κι αβάσταχτος για αυτά που η ψυχή μου θέλει να φωνάξει, καρδιά μου.

 

Κʼ πάλι μένω μόνος στην άκρη του διαδρόμου της ζωής κοιτώντας από το παράθυρο, να φεύγεις ζωή μου. Κυνηγάς τη ζωή κ εγώ την αφήνω να περάσει από τα χέρια μου, περιμένοντας τα μάτια μου να κλείσω κ να σε ονειρευτώ - πάλι εδώ, κάτω από το φως που τρεμοπαίζει. Το φως που κλείσαμε μαζί από το σπίτι που αδειάσαμε, για να γεμίσουμε κάπου αλλού, με νέες εμπειρίες.

 

Κʼ κάπου εδώ, η ζωή κυλά πιο γρήγορα από το φως που ρίχνει ο σκηνοθέτης της ταινίας, πιο γρήγορα από την απόφαση της ηρωίδας να το «σκάσει» με το παλικάρι, που γνώρισε τυχαία στην πλατεία.

 

Κʼ κάπου εκεί η ζωή τους ξεκινά σαν παραμύθι, εκεί ακριβώς που ξεκινά το δικό μας θρίλερ, που ξετυλίγεται στην ίδια ακριβώς πλατεία. Την ώρα που ξημέρωνε για όλους, δυο ζωές έπαιρναν τον δρόμο τους, ξημέρωνε μια αδιόρατη απειλή κ για τους δυο. Οι σκιές τους, τους ακολουθούσαν συνέχεια, ότι κ να έκαναν, όπου κ να πήγαιναν. Είναι η εκδίκηση της ψυχής κ της καρδιάς, απέναντι στην ψυχρή λογική κ στον ψεύτικο εγωισμό των ανθρώπων. Είναι η έπαρση που χωρίζει κ σκοτώνει, όχι δεν είναι ο θάνατος, σίγουρα όχι.

 

Κʼ κάπου εδώ το παραμύθι μας τελειώνει, οι τίτλοι του τέλους πέφτουν, όπως οι σφαίρες στο πεδίο της μάχης. Για επιβίωση. Για επιβεβαίωση. Για τον δυνατότερο. Για τον καλύτερο. Για τον νικητή. Για τον ηττημένο. Για τη χαρά. Για την επιβράβευση. Για το μπράβο.

 

Κʼ κάπου εκεί τα σώματα πέφτουν, το ίδιο κ οι μάσκες των πολεμιστών.

 

Κʼ η ψυχή του «καθαρού» κάνει πάρτι στον καθαρό αέρα, γιορτάζει με τα αστέρια την απελευθέρωση της από τον «σατανά», που την είχε μαγέψει, γιατί τα πυρά τα περνούσε για πυροτεχνήματα κ την απάτη για αγάπη...

 

Κʼ κάπου εκεί ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες της κ πετά σαν πουλί ελεύθερο κ μόνο, όμορφο κ καθαρό στον καθαρό αέρα…

 

Κʼ κάπου εκεί, η ζωή ξεκινά ξανά. Τα θέλει τα διαλείμματα της, για να ξαποστάσει, για να πιει νερό, το νερό της λησμονιάς, για να ξεχάσει κ να συγχωρέσει όλους όσους την πλήγωσαν κ την έριξαν κάτω.

 

Μα, εδώ σε θέλω, να σηκωθείς κ να πετάξεις ξανά, όπως τότε, θυμάσαι; Όπως τότε, που προσπαθούσες να κάνεις τα πρώτα σου βήματα στη ζωή κ έπεφτες χιλιάδες φορές κ ξαναπροσπαθούσες κ δε το έβαζες κάτω…

 

Δε μπορείς καρδιά μου, να συγχωρείς μια ζωή τους περαστικούς, που θέλουν το νερό της ψυχής σου για να επιβιώσουν μες στη νύχτα κ για να χαθούν ξανά, μες στην καταιγίδα της ζωής τους…

Δημοσ.

Εντάξει, γίνεται λίγο τουματσίλα που και που, αλλά το 'χει.

Το "Να ζεις, να αγαπάς κ να μαθαίνεις" το 'χεις διαβάσει?

  • Members
Δημοσ.

Εγώ θα παραθέσω την πρώτη παράγραφο ενός διηγήματος που έγραψε ένας γνωστός μου (δεν έχει εκδοθεί, οπότε δεν έχει νόημα να αναφέρω το όνομα):

 

Εκείνο το βράδυ η Oικογένεια περίμενε την επίσκεψη του Διαβόλου. Όλοι στο σπίτι ήταν αναστατωμένοι. Η Μητέρα έτρεχε πάνω-κάτω χωρίς να κάνει τίποτα, προσπαθώντας να σκεφτεί πως θα τον υποδεχτεί. Τα παιδιά, καθισμένα στον καναπέ την κοίταζαν αμίλητα. Ο Πατέρας κοιμόταν στο μέσα δωμάτιο. Η Μητέρα είχε ακούσει από την τηλεόραση πως εκείνο το βράδυ είχε επισκεφτεί κι άλλους, για να τους τιμωρήσει. Σύντομα θα ερχόταν και στο δικό τους σπίτι. Είχε αποφασίσει να μην το αφήσει έτσι. Έστω κι αν ήταν ένοχοι – το γιατί δεν το σκεφτόταν – δεν θα δεχόταν δουλικά τη μοίρα της. Ήταν αποφασισμένη γι' αυτό και προσπαθούσε να μεταδώσει την αποφασιστικότητά της και στο Γιο...
Δημοσ.

ανάθεμα στον Κάφκα,

και για να μείνω στο θέμα

 

''το δηλητήριο του φιδιού δέ μπορεί να σκοτώσει το δράκο

 

μπορεί μόνο να τον ξυπνήσει''

 

Τάδε έφη Ζαρατούστρα

Φ.Νίτσε

  • Members
Δημοσ.

Μιας και αναφέρθηκε αρκετός Νίτσε, να πω κι εγώ ένα από τα αγαπημένα μου, από τη Χαρούμενη Γνώση:

 

Όταν έχει κανείς μεγάλο σκοπό είναι ανώτερος ακόμη και από τη δικαιοσύνη, όχι μόνο από τις πράξεις του και τους κριτές του

Δημοσ.

...Τότε ήρθε μια οχιά και τον δάγκωσε στο λαιμό. Ο Ζαρατούστρα φώναξε από πόνο. Μόλις τράβηξε το μπράτσο από το πρόσωπο, είδε το φίδι: τότε εκείνο αναγνώρισε τα μάτια του Ζαρατούστρα, συστράφηκε αδέξια και θέλησε να γλιστρήσει από εκεί. "Μα όχι" είπε ο Ζαρατούστρα, "δν σε ευχαρίστησα ακόμη, με ξύπνησες την κατάλληλη στιγμή, είναι μακρύς ακόμη ο δρόμος μου". "Ο δρόμος σου είναι λίγος", είπε η οχιά θλιμμένα, "το δηλητήριό μου σκοτώνει". Ο Ζαρατούστρα γέλασε. "Πότε πέθανε ένας δράκος από το δάγκωμα ενός φιδιού;" είπε.

Δημοσ.

άρα να πούμε ένα ευχαριστώ στο Κάφκα και τους άλλους ακατανόμαστους

 

ΥΓ

το λάθος έγινε για εκπαιδευτικούς σκοπούς

 

η διδαχή της διαφοράς του αυθεντικού από το κακέκτυπο

Αρχειοθετημένο

Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

  • Δημιουργία νέου...