Προς το περιεχόμενο

Αποσπάσματα κειμένων - ποιημάτων


Lucifer

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

Λοιπόν, λέω σε τούτο το θρεντ, να ποστάρει ο καθένας αποσπάσματα κειμένων ή/και ποιημάτων. Αν ποστάρετε κάποιο σύγγραμα που δν είναι δικό σας, παρακαλώ να αναφέρετε τον μπαμπά του, αν πάλι θέλετε να ποστάρετε κάτι δικό σας κ ντρέπεστε, χρησιμοποιείστε ένα ψεύτικο όνομα για να μας ψαρώσετε. Και μη σπαμάρετε, να έχει μια συνοχή.

 

Ξεκινάω με 2 αποσπάσματα Λένου Χρηστίδη:

 

Κλείνω. Μάτια. Ανοίγω. Μυαλό. Τελειώνεις το σχολείο, λες να ησυχάσεις από όλους αυτούς που σού κάθονται στο σβέρκο και σού λένε τι να πιστεύεις, τι να γνωρίζεις, τι να σκέφτεσαι, τι να μαθαίνεις και πώς να το μαθαίνεις. Ξυπνάς το πρωί, πας στη δουλειά κι είναι διάφοροι τύποι που σού λένε τι να κάνεις, πώς να φέρεσαι, πώς να ντύνεσαι, πώς να είσαι, για να βγάλουν εξαιτίας σου ―και με την ανοχή σου― περισσότερα λεφτά, είναι τα Αφεντικά. Γυρίζεις στο σπίτι, φωνάζουν οι γονείς, βουίζουν τα αυτιά σου, σού λένε θα πεθάνουν, εσύ θα τους πεθάνεις, αν δε μάθεις να φέρεσαι, να ντύνεσαι, να σκέφτεσαι, να είσαι όπως θέλουν Αυτοί. Πας στους φίλους σου, μία από τα ίδια, όλο τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια, τρέχουμε και δε φτάνουμε, όλοι μαζί, γύρω γύρω όλοι και στη μέση εμείς. Πας στα κλαμπ, βαριέσαι που ζεις, δυνατή μουσική, την αγνοείς, δεν έχει στίχους, δεν έχει κέφι, δεν έχει διέξοδο, σου λέει να χορεύεις, μόνο να χορεύεις, να κάθεσαι σα μαλάκας χωρίς να μιλάς, μόνο να χορεύεις και να κοιτάς, να κοιτάς, να κοιτάς, να κοιτάς, τις γκόμενες, χαμένες τελείως, κοιτάνε σα χαζές, τι φταίνει κι αυτές; το παίζουνε κάτι που δε θα γίνουν ποτέ, πώς θα γίνει να βρεις μια γυναίκα που να μην κοιτάει σα χαζή; ο έρωτας τι είναι; είναι να φέρεσαι σα χαζός, όχι να είσαι. Χαμόγελα ψεύτικα, ματιές από μακριά, μπούτια, βυζιά, χείλια υγρά, όλο υποσχέσεις, μηδέν προοπτικές, μηδέν ηθικό, για να πλησιάσεις στα δέκα μέτρα θες μια ντουζίνα προφυλακτικά. Πας σπίτι, ανάβεις τηλεόραση, διάφοροι απίστευτοι μαλάκες σού πετάν την άποψή τους, σού λένε τι να κάνεις, πώς να γελάς, πώς να περνάς, πώς να γαμάς, κάτι τενεκέδες, αν είναι δυνατόν, είναι σαν ψεύτικοι, σαν εφιάλτης, είναι γύρω μας, μπροστά μας, πίσω μας, μέσα μας, κάτω μας, τους πατάμε. Έι, εσύ, κολλητέ, με το ωραίο κοστούμι και το αφασία στυλ, καλά, είσαι κι ο πρώτος, γαμώ τα άτομα, πώρωση, πάουερ, γουάου, όλο ρωτάς, όλο ρωτάς, να ρωτήσω κι εγώ μια στιγμή; Πόσο κάνεις; Ο αδερφός σου δουλεύει στην τράπεζα, έχει γκόμενα, θα παντρευτούνε, θα κάνουν παιδιά, θα κάνουν σκυλιά, θα κάνουν βίντεο, και σπίτι, και κινητά, και αυτοκίνητα, να κάνουν, να κάνουν, να κάνουν ό,τι θέλουν, να κάνουν και άκρη να περάσω, δεν μπορώ εδώ, πνίγομαι, και πού να πας που να μην είναι έτσι, αφού παντού είναι έτσι: αφεντικά, αντιβηχικά, μπάτσοι, δάσκαλοι, γονείς, τηλεόραση, μαλάκες με μικρόφωνα, «Τι έχετε να δηλώσετε;», «Δηλώστε μας κάτι», «Κάντε μας μια δήλωση», «Τι θα μας δηλώσετε;», έχω να δηλώσω ότι σας βαρέθηκα, δεν πάει άλλο, από 'δώ και μπρος θά 'χετε να κάνετε μαζί μου, προσέχτε, μιλάω σοβαρά, θα κάνω το ντου και θα ψάχνεστε κι άντε μετά να τρέχουν οι μπάτσοι να με βρουν, μες στη δυστυχία τους κι αυτοί, μηδέν προοπτική, μηδέν ηθικό, μολότωφ στη μάπα τους, τις πετάνε πίσω, τι να κάνουν δηλαδή; όλοι μια παρέα είμαστε. Και να πέθαινε αύριο κάνα δυο δισεκατομμύρια κόσμος, μπορεί και να μη μ' ένοιαζε, μπορεί και να μ' ένοιαζε, δεν ξέρω, πάντως αν πέθαινα εγώ δεν θα ένοιαζε κανέναν, εδώ που τα λέμε έχω πεθάνει, οπότε τι έχω να χάσω; Τα κλαμπ με τα ποτά από αργό πετρέλαιο και τους ηλίθιους στην πόρτα; «Πρέπει να συνοδεύεστε», τι λε' ρε; εγώ είμαι μόνος μου, δε θέλω συνοδείες, δε θέλω κηδείες, δε θέλω αηδίες, θέλω μόνο να είσαι κάπου και να ξέρω ότι μ' αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς, αγαπάς, απίστευτη λέξη και μάλιστα χωρίς προφυλάξεις, όμως είσαι εκεί; υπάρχεις; αν είσαι θα σε βρω, εκατό τα εκατό, χίλια τα εκατό, και θά 'μαστε μαζί και θα περνάμε καλά και λοιπά και λοιπά και λοιπά και λοιπά και λοιπά. Και μετά ξύπνησα, μέσα στον ύπνο μου. Δεν υπάρχουν όνειρα. Μόνο ξύλο στα γήπεδα και στους δρόμους και στο σπίτι, στο σχολείο, στη δουλειά, ξύλο παντού, μέχρι να καταλάβουν όλοι αυτοί με τα κολάρα ότι δεν κάνουμε δηλώσεις, δεν κάνουμε εκπτώσεις, ούτε παραχωρήσεις, μπορούμε να είμαστε πολύ σκληροί και θα είμαστε, δηλαδή δεν ξέρω άλλους, μόνος μου είμαι, θα βρω όμως, δε θα βρω; θα βρω και θα δείτε, μέχρι τότε κοιμηθείτε ήσυχοι, εγώ θα σας σκεπάζω τα βράδια, μη μου κρυώσετε και πάθετε τίποτα και εξαφανιστείτε σαν τους δεινοσαύρους από μόνοι σας. Κρατάτε γερά. Πρέπει να προλάβω να σας εξαφανίσω προτού εξαφανιστώ εγώ.
Έμεινε ακίνητος να κοιτάει τον κάμπο. Κοιτούσε από μακριά. Όλους αυτούς τους ανθρώπους που ζουν στο προσωπικό τους σύμπαν και δεν βλέπουν παρά μόνο τον εαυτό τους.

- Και δε μας επηρεάζουν;

Αναρωτιόταν ακίνητος τέλεια στην άκρη του βράχου.

- Όχι!

Απαντούσε μονολεκτικά στον εαυτό του.

- Εμείς τους βλέπουμε, τους παρατηρούμε, βγάζουμε συμπεράσματα. Αυτοί όχι. Αυτοί βλέπουν μόνο το γαμάτο, αυτάρκη, τέλειο εαυτό τους.

Ζούμαρε πάνω τους. Τους κοιτούσε πια από πολύ κοντά. Έβλεπε μέσα στα σπίτια, στα αυτοκίνητα, έβλεπε παντού. Έβλεπε αυτούς. Καθισμένους μπροστά στην τηλεόραση τους, σιωπηλούς, δύσθυμους, έτοιμους. Ποιοι είναι όλοι αυτοί, που όταν φεύγουν από το σαλόνι τους, μένει το βαθούλωμα στον καναπέ τους; Τι είναι όλοι αυτοί; Είναι αυτοί που πλημμυρίζει το σπίτι τους και αντί να το καθαρίσουν σκέφτονται μόνο να ρίξουν την κυβέρνηση. Μπορεί να βουλιάζω στη λάσπη, αλλά θα τους εκδικηθώ. Όλους. Ποιους; Κάποιους. Κάποιον. Γιατί; Έτσι. Είναι αυτοί που παρακολουθούν το βουλωμένο από τα φύλλα λούκι που αυτοί δεν καθάρισαν, να πλημμυρίζει την περιουσία τους, την περιουσία τους, το σπιτάκι τους χωρίς να κάνουν τίποτα, μόνο «φορτώνουν» και «φορτώνουν», «Γαμημένε πρωθυπουργέ, θα σε γαμήσω να μάθεις, κι εσένα και τους Αμερικάνους και τους Παναθηναϊκούς, εσύ θα πληρώσεις για το κακό που με βρήκε γιατί εσύ φταις». Είναι αυτοί που στη χειρότερη χιονοθύελλα των τελευταίων εκατόν πενήντα ετών ξεκινούν για εκδρομούλα με την οικογένεια και χωρίς αντιολισθητικές αλυσίδες παρακάμπτοντας τις ικεσίες των μετεωρολόγων με το επιχείρημα «Γάμησε τους, μωρέ, τι ξέρουν οι μαλάκες, εγώ έχω κανονίσει Σαββατοκύριακο κυνήγι και να πανʼ να γαμηθούν όλοι, κάνε αυτό που σου λέω γυναίκα, μη σε πάρει κι εσένα ο διάολος» και μετά τους βρίσκουν παγωμένους σε υψόμετρο τριών χιλιάδων μέτρων να γαμοσταυρίζουν το γαμημένο Υπουργό Καιρού. Είναι αυτοί που θα κάνουν αυτό που θέλουν για να δείξουν σε όλους ότι τους γράφουν στʼ αρχίδια τους, ότι «Εγώ θα τους γράψω όλους γιατί εγώ γαμώ τον καιρό, τη φύση, τον κόσμο όλο και όλους όσοι δεν είναι Εγώ, δηλαδή όλους, γιατί Εγώ είμαι Εγώ». «Ε, Εσύ είσαι παγωμένος και πλημμυρισμένος, μαλάκα». Είναι αυτοί που επιβεβαιώνονται γαμώντας τις γυναίκες των «κολλητών» τους, όχι γιατί τις ερωτεύτηκαν –πράγμα θεμιτό–, αλλά για να βλέπουν τον «κολλητό» από ψηλά, λίγο πιο ψηλά. Είναι οι τσαμπουκάδες βαρύμαγκες που σε περίπτωση κινδύνου εξαφανίζονται ως διά μαγείας, οι «Κρατάτε με, μην τον σκίσω», είναι οι παιχταράδες με τα μπεγλέρια και τα κομπολόγια και τον φραπέ και το τάβλι και το ύφος ασήκωτου γαμιά, που αν τους αφαιρέσεις τα μπεγλέρια, τα κομπολόγια, τον φραπέ, το τάβλι και το ύφος ασήκωτου γαμιά δε θα μείνει τίποτα, «πουφ», αέρας, θα εξαφανιστούν σαν να μην υπήρξαν καθόλου και ποτέ και καθόλου. Είναι οι γκόμενες που δεν μπορούν να φανταστούν την ύπαρξη τους χωρίς τον γκόμενο-φαλλό, που δεν υπάρχουν καν χωρίς τον παιχταρά τους, που δεν έχουν φίλους, ζωή, ενδιαφέροντα, μόνο το ασαφές –γραμμένο στο DNA τους– όνειρο της κυρίας του κυρίου, που με το βαμμένο νύχι χτυπά νευρικά το δερμάτινο τιμόνι του Τσερόκι περιμένοντας στο φανάρι με τέρμα το λαϊκό ίνδαλμα στο πειρατικό σιντί ενώ με την άκρη του ματιού της προκαλεί τον λεβέντη που μαρσάρει από δίπλα. Είναι αυτοί που εξαντλούν τη μόρφωση τους σε περισπούδαστα ιλουστρασιόν βιβλία του τύπου Πλατωνισμό-Μαρξισμός-Φροϋδισμός-Καπιταλισμός: Είκοσι αιώνες φιλοσοφία σε εκατό σελίδες, και που μετά από την εμβριθή ανάγνωση τους καταθέτουν απόψεις όπως: «Η φιλοσοφία είναι συστηματικοποίηση ιδεών». Ναι, ε; Ε, ναι λοιπόν είναι. Και; Μετά; Είναι οι γκόμενες που εξαντλούν την ευαισθησία τους στην αγορά σιντί κομψευόμενων λιμοκοντόρων τραγουδιστών-τραγουδοποιών οι οποίοι ψιλοχαριετίζονται –χαλαρά– με μαλλί κομμωτηρίου ατημέλητο, γιατί «Στʼ αρχίδια μου η εμφάνιση, μωρέ, το ροκ είναι τρόπος ζωής», και με άσπρες πουκαμίσες ψιλοτσαλακωμένες τραγουδούν, ποθοκλείνοντας τα μάτια, στίχους όπως:

Η καρδιά της ψυχής

κι η ψυχή της καρδιάς

σʼ αγαπώ

μʼ αγαπάς

χαμογελώντας αθώα και γλυκά και οδηγώντας τις ψαγμένες θαυμάστριες σε αισθαντικές ονειρώξεις. Είναι αυτοί που χάνουν τον ουρανό με τʼ άστρα όταν εξαφανίζεται η περιουσία τους στο Χρηματιστήριο και φταίνε οι άλλοι, λες και δεν την έβαλαν οι ίδιοι με τα χεράκια τους και μάλιστα κομπάζοντας για την εμπνευσμένη κίνηση τους. Είναι αυτοί που διαρρηγνύουν τα ιμάτια τους για το πόσο ξεφτίλα είναι η τηλεόραση και τους τρέχουν τα σάλια όταν πετύχουνε καμία στραβοδόντα σιλικονόβυζη σελέμπριτι στο τοπικό κωλάδικο, αυτοί που άμα βγει στο γυαλί ένας τυχαίος μαλάκας και πει ότι η μάνα τους είναι ένα αιμοσταγές κτήνος, θʼ αντιμετωπίζουν στο εξής τη μανούλα τους που τους μεγάλωσε με το γάλα της ως γαμημένο αιμοβόρο παλιόσκυλο, ως φορέα πανώλης, ως λυσσασμένο κομουνιστή, ομοφυλόφιλο, πρεζάκια, σατανιστή, τρομοκράτη, Σκοπιανό, αράπη, ό,τι τέλος πάντων επιλέξει ο ειδήμων στο γυαλί, αυτοί που γκρεμίζεται η γη κάτω από τα πόδια τους όταν η ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία ενός επιχειρηματία «τρώει μία πεντάρα» από την αντίστοιχη επιχείρηση ενός παρόμοιου επιχειρηματία και όλοι αυτοί οι επιχειρηματίες ζουν καλά και ευτυχισμένα μεταξύ τους ενώ οι οπαδοί των επιχειρήσεων τους αλληλοδέρνονται, αλληλοκαίγονται, αλληλοσφάζονται για μία ιδέα, για μία φανέλα, για μία σημαία με το λογότυπο της εταιρείας, είναι αυτοί που δεν χτίζουν συναισθηματικές σχέσεις αλλά «Μάνα των παιδιών μου, μαγείρισσα, υπηρέτρια», που δεν έχουν φίλους αλλά αυλικούς, κόλακες και ισοπαιχταράδες που στην καλύτερη περίπτωση μοιράζονται τις ίδιες απόψεις και μερικές φορές τις γυναίκες τους, αυτοί που δεν μπορούν να μείνουν μόνοι τους ούτε για ένα λεπτό, «οι άνθρωποι του πλήθους», που δεν έχουν να πουν τίποτα στον εαυτό τους, που δεν περνάνε καλά μαζί του, που δεν τον αντέχουν, που χρειάζονται πάντα κάποιον, κάποια ή κάποιους γύρω τους για να υπάρχουν. Είναι οι αυτοί που «Δε μασάνε», «Δεν κωλώνουν», «Δεν ψαρώνουν», «Δεν καταλαβαίνουν Χριστό, βρε αδερφέ», αυτοί που «Τα παίρνουν στο κρανίο (και χωρίς το “στο”)», αυτοί που «Άμα τους τη δώσει, γαμάνε και δέρνουνε», αυτοί που αγοράζουν το «καλύτερο και φθηνότερο», το «γρηγορότερο και οικονομικότερο», το «τελευταίας τεχνολογίας», αυτό που «Δεν υπάρχει», το ηλεκτρικό πατατόμετρο, τον υδραυλικό καρπουζοκόφτη, τις αθόρυβες μασαζοπαντούφλες, αυτό που δεν έχει ο γείτονας, ο «κολλητός», αυτό που δεν έχει κανένας παρά μόνον αυτός. Αυτός και μερικά εκατομμύρια μαλάκες σαν κι αυτόν σκορπισμένοι σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου τούτου. Είναι αυτά τα πλάσματα γύρω μας που επικαλούνται τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως απόδειξη της δικής τους ανωτερότητας, απορρίπτοντας ακόμα και την αμυδρή πιθανότητα ύπαρξης –έστω ενεργητικής– ομοφυλοφιλίας στην Αρχαία Ελλάδα, αυτοί οι ίδιοι που πραγματικά πιστεύουν ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν ο μόνος από τους μεγάλους κατακτητές της ιστορίας που έφτασε στην άκρη του κόσμου χωρίς να πειράξει ούτε μυρμήγκι απʼ όπου πέρασε, ιδρύοντας Πολιτιστικούς Συλλόγους και Μέγαρα Μουσικής στα πανευτυχή και αλαλάζοντα χωριά της Ασίας. Είναι αυτοί που ξέρουν από πολιτική, ποδόσφαιρο, τέχνη, οικονομία, οικολογία, φιλοσοφία, ιστορία, μπάσκετ και σεξ. Ξέρουν τα πάντα, απόλυτα, εμπιστέψου τους. Ξέρουν τα πάντα «εκ των έσω», χωρίς να έχουν εμβαθύνει ούτε για μία στιγμή ακόμα και στο πιο ασήμαντο θέμα, απορροφώντας πληροφορίες από «ενημερωτικές» εκπομπές αναλφάβητων ειδικών που με τη σειρά τους απορροφούν πληροφορίες και γνώσεις από λάιφ στάιλ σούπερ γουάου περιοδικά και εφημερίδια όπως ακριβώς η μύγα ρουφάει τα σκατά. Είναι οι «Μου αρέσει ο Μαρξισμός, αλλά επί χούντας περνάγαμε ωραία», οι «Κοίτα, φίλε, η Τέχνη πέθανε μετά την Αρχαία Ελλάδα. Τότε φτιάχνανε γαμιστερά αγάλματα, όχι μαλακίες», οι «Έλα, μωρέ, δεν τα ξέρεις τώρα, τα ʽχουνε κάνει πλακάκια οι Αμερικάνοι με τους Εβραίους και τους Ρώσους και τους Κινέζους για να γαμήσουνε την Ελλαδίτσα, μια ζωή τα ίδια, μας φοβούνται, αλλά θα τους γαμήσουμε», οι «Η γυναίκα είναι ίση με τον άντρα, αλλά χωρίς τον πούτσο μου είναι ένα αρχίδι». Είναι αυτοί…

  • Απαντ. 169
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση
Δημοσ.

Του Οδυσσέα Ελύτη

 

 

Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα

Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας

Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό

Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.

 

Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε

Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.

Μια πεταλούδα πέταξε απ ʽ τα στήθια μας

Ήτανε πιο λευκή

Απ ʽ το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας

Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές

Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.

 

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά

Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:

 

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα

Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη

Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας

λέγε μας τη ζωή.

 

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ ʽ τα χέρια

Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν

Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε

Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το ʽχουμε νιώσει

Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά

Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε

 

Είμαστε από καλή γενιά.

Δημοσ.

Μόνο εμείς, μ`ακούς

Μες στη μέση της θάλασσας

Απο μόνο το θέλημα της αγάπης, μ`ακους

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ`ακους

Με σπηλιές και με κάβους και ανθισμένους γκρεμούς

 

Μονόγραμμα, Οδυσσέας Ελύτης

 

Ακου,άκου

Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει- ακούς;

Ποιός γυρεύει τον άλλο, ποιός φωνάζεις;- ακούς;

Ειμ`εγώ που φωνάζω και ειμ`εγώ που κλαίω, μ`ακούς

Σ`ΑΓΑΠΑΩ Σ`ΑΓΑΠΑΩ, μ`ακους;

 

Μονόγραμμα οδυσσέας ελύτης

 

(αφιερωμένα...)

Δημοσ.

Καβάφης - για μένα η απάντηση σε όλους τους κατά τη γνώμη μου ψευτο-οργισμένους τύπου Χριστήδη.

 

"Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νά 'ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι, τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις, αν μέν' η σκέψης σου υψηλή, αν εκλεκτή συγκίνησης το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει. Τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπας, τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις, αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου, αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

 

Να εύχεσαι νά 'ναι μακρύς ο δρόμος. Πολλά τα καλοκαιρινά πρωία να είναι που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους· να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά, και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις, σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους, και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής, όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά· σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας, να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.

 

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη. Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου. Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι διόλου. Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει· και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο, μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

 

Η Ιθάκη σ' έδωσε το ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο. Άλλο δεν έχει να σε δώσει πια.

 

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν."

Δημοσ.

Οσο Μπορείς

 

''Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θες

τούτο προσπάθησε τουλάχιστον

όσο μπορείς : μην την εξευτελίζεις

μες την πολλή συνάφεια του κόσμου,

μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες

 

Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την

στων σχέσεων και των συναναστροφών

την καθημερινή ανοησία,

ώσπου να γίνει σα μια ξένη φορτική''

 

Κ. Καβάφης

Δημοσ.

Εκείνο

 

 

Έρχονται ώρες, που ξαφνικά σε πλημμυρίζει ολάκαιρο

η νοσταλγία του ανέκφραστου-σαν τη θολή, αόριστη

ανάμνηση απʼ τη γεύση ενός καρπού,

που ʼφαγες κάποτε, πριν χρόνια, σαν ήσουν παιδί,

μια μέρα μακρινή, λιόλουστη—και θέλεις να τη θυμηθής

κι όλο ξεφεύγει. Τα μάτια σου

γεμίζουν τότε απόνα θάμπος χαμένων παιδικών καιρών.

Ή ίσως κι από δάκρυα.

 

Γιʼ αυτό, σας λέω, πιστεύετε πάντοτε έναν άνθρωπο που

Κλαίει.

Είναι η στιγμή που σας απλώνει το χέρι του,

Φιμωμένο και γιγάντιο,

Εκείνο που ποτέ δε θα ειπωθεί.

 

Τάσος Λειβαδίτης

 

Έτσι κι αλλιώς

 

"Έτσι κι αλλιώς μια μέρα θα χωρίσουμε.

Από έρωτα, από θάνατο, από χρόνο.

Θα ήθελα όμως να χωρίσουμε μαζί.

Όχι χώρια."

 

Νίκος Δήμου απο τα "Ολιγόστιχα"

(αφιερωμένο)

Δημοσ.

Η ποιήτρια λέγεται Αμαρυλλίς Παϊδούση. Είχα σημειώσει το όνομα και το κομμάτι από την παρουσίαση μιας ανθολογίας νέων ποιητών πριν τέσσερα-πέντε χρόνια. (Κάπου έχω περισσότερα στοιχεία. Θα τα βρω.) Δεν είχα βρει την ανθολογία τότε ούτε τίποτα της ποιήτριας. Πρέπει να ξανακοιτάξω:

 

Φεύγοντας άφησα φαγητό στο τραπέζι

και στο μαξιλάρι σου τον κόσμο.

Το μαντήλι μου να μη το λύσεις

να το αφήσεις στο μπαλκόνι, κάθε που

φυσάει να ξέρεις πού να κοιτάς, μη μου χαθείς μες στα σκοτάδια πάλι.

 

Ρε συ, Lucifer, αυτά τα πυκνά κατεβατά σου βγαίνουν τα μάτια να τα διαβάσεις σε οθόνη.

 

Είναι κι ένα του Καρυωτάκη που το είχα πρωτοπροσέξει από τη μελοποίηση της Πλάτωνος και μου έχει κολλήσει άσχημα (και μαζί και η μελοποίηση), αλλά δεν μου πάει να βάζω Καρυωτάκη τώρα. :-P

Δημοσ.

Ε ναι, είπαμε να βάλουμε ποιήματα, όχι στιχάκια ;p

 

«Η ζωή είναι μια πηγή χαράς' date=' εκεί όμως που πίνει και το σκυλολόι όλα τα πηγάδια είναι δηλητηριασμένα.

Μου αρέσει καθετί καθαρό, αλλά δεν αντέχω να βλέπω τα στόματα με τα δόντια που τρίζουν και την δίψα των ακάθαρτων.

Έριξαν τα μάτια τους βαθιά στα πηγάδια: τώρα ανεβαίνει ως εμένα το αντιπαθητικό τους χαμόγελο.

Έχουν δηλητηριάσει το άγιο νερό με την ακολασία τους: και καθώς ονόμασαν χαρά τα βρώμικα όνειρά τους, δηλητηρίασαν ακόμη και τις λέξεις.

Η φλόγα γίνεται απρόθυμη όταν πλησιάζουν τις υγρές καρδιές τους στη φωτιά, το ίδιο και το πνεύμα κοχλάζει και καπνίζει εκεί όπου το σκυλολόι πλησιάζει τη φωτιά.

Γλυκερός και παραώριμος γίνεται στα χέρια τους ο καρπός: το βλέμμα τους ρίχνει τα φύλλα των καρποφόρων δέντρων και μαδάει τις κορυφές τους.

Και μερικοί, που αποστράφηκαν την ζωή, αποστράφηκαν μόνο το σκυλολόι: δεν ήθελαν να μοιραστούν τα πηγάδια και την φλόγα και τους καρπούς με το σκυλολόι.

Και μερικοί που ήρθαν σαν καταστροφείς και σαν θύελλα από χαλάζι πάνω σε όλα τα καρπερά χωράφια, δεν ήθελαν παρά να χώσουν το πόδι τους μέσα στο στόμα του σκυλολογιού και να του στουπώσουν το λαρύγγι.

Και η μπουκιά που με ζόρισε περισσότερο στο να την καταπιώ ήταν το να μάθω ότι η ίδια η ζωή έχει ανάγκη από εχθρότητα και θάνατο και σταυρούς μαρτυρίων:

Αλλά μια μέρα ρώτησα και σχεδόν πνίγηκα από την ερώτησή μου: Πώς; Η ζωή έχει ανάγκη ακόμη και το σκυλολόι;

Χρειάζονται τα δηλητηριασμένα πηγάδια και οι δύσοσμες φωτιές και τα λερωμένα όνειρα και τα σκουλήκια στο ψωμί της ζωής;

Όχι το μίσος μου, αλλά η αηδία μου καταβρόχθισε την ζωή μου! Αχ, πολλές φορές κουράστηκα από το πνεύμα όταν έβρισκα ακόμη και το σκυλολόι πνευματώδες!

Και γύρισα την πλάτη στους κυριαρχούντες, όταν είδα τι ονομάζουν σήμερα κυριαρχία: το να εμπορεύεσαι και να παζαρεύεις την δύναμη – με το σκυλολόι!

Κατοίκησα ανάμεσα σε ξενόγλωσσους λαούς, με κλειστά αυτιά: για να μου μείνει ξένη η γλώσσα της εμπορίας και του παζαρέματος της δύναμης.

Και με βουλωμένη την μύτη πέρασα με κακή διάθεση μέσα από όλα τα χθεσινά και τα σημερινά: αληθινά όλα τα σημερινά και τα χθεσινά μυρίζουν με την άσχημη μυρωδιά του σκυλολογιού που γράφει!

Όμοιος με σακάτη, που έγινε κουφός και τυφλός και βουβός: έτσι έζησα εγώ για πολύ καιρό, για να μην ζήσω με το σκυλολόι της δύναμης και του γραψίματος και της ηδονής.

Με πολύ κόπο ανέβηκε το πνεύμα μου σκάλες, και με πολλή προσοχή, ελεημοσύνες της ηδονής ήταν η ανακούφισή του, και η ζωή γλιστρούσε μπροστά από τον τυφλό ακολουθώντας τον ρυθμό του μπαστουνιού του.

Τι μου συνέβη λοιπόν; Πως λυτρώθηκα από την αηδία; Ποιος ξανάνιωσε το μάτι μου;

Πώς πέταξα στα ύψη όπου κανένα σκυλολόι δεν κάθεται πια κοντά στην πηγή; Η ίδια η αηδία μου έδωσε φτερά και δυνάμεις που με πάνε κοντά στις πηγές; Αληθινά στα πιο μεγάλα ύψη έπρεπε να πετάξω για να ξαναβρώ την πηγή της χαράς!

Ώ την βρήκα αδελφοί μου! Εδώ, στα πιο μεγάλα ύψη, κυλά για μένα η πηγή της χαράς! Και υπάρχει μια ζωή όπου μπορεί κανείς να πιει δίχως το σκυλολόι!

Σχεδόν πάρα πολύ ορμητικά κυλάς για μένα, πηγή της χαράς! Συχνά αδειάζεις την κούπα, ενώ θέλεις να την γεμίσεις!

Κι έχω πολύ ακόμη να μάθω να σε πλησιάζω με περισσότερη ταπεινότητα: πάρα πολύ ορμητικά κυλάει η καρδιά μου προς εσένα:

Η καρδιά μου, μέσα στην οποία φλέγεται το καλοκαίρι μου: πόσο λαχταρά τη δροσιά σου η καλοκαιρινή καρδιά μου!

Πέρασε η διστακτική θλίψη της άνοιξης μου! Πέρασε η κακία των χιονονιφάδων μου τον Ιούνιο! Καλοκαίρι έγινα ολόκληρος και καλοκαιρινό μεσημέρι!

Ένα καλοκαίρι στα πιο ψηλά ύψη με κρύες πηγές και μακάρια σιγαλιά: ω, ελάτε, φίλοι μου, για να γίνει ακόμα πιο μακάρια η σιγαλιά!

Γιατί αυτό είναι το ύψος μας και η πατρίδα μας: πολύ ψηλά κατοικούμε εμείς και σε μέρος απρόσιτο για τους ακάθαρτους και την δίψα τους.

Ρίξτε τώρα την καθαρή ματιά σας στην πηγή της χαράς μου φίλοι μου! Πως θα ήταν δυνατόν να θολώσει από αυτό; Αντίθετα, οφείλει να μας στείλει πίσω το χαμόγελο της καθαρότητάς της.

Στο δέντρο που λέγεται μέλλον χτίζουμε την φωλιά μας, αετοί θα μας φέρνουν, σε εμάς τους ερημίτες, τροφή με τα ράμφη τους!

Αληθινά, όχι τροφή από εκείνη που θα μπορούσαν να φάνε μαζί μας οι ακάθαρτοι! Φωτιά θα νόμιζαν πως τρώνε και θα ζεματούσαν τα στόματά τους!

Αληθινά, δεν έχουμε εδώ έτοιμες κατοικίες για τους ακάθαρτους! Σπήλαιο από πάγο θα ήταν για τα σώματά και τα πνεύματά τους η ευτυχία μας!

Και σαν δυνατοί άνεμοι θέλουμε να ζούμε από πάνω τους, γείτονες των αετών, γείτονες του χιονιού, γείτονες του ήλιου: έτσι ζουν οι δυνατοί άνεμοι.

Και όμοιος με άνεμο θέλω μια μέρα να φυσήξω ανάμεσά τους και με το πνεύμα μου να πάρω την ανάσα από το πνεύμα τους: αυτό θέλει το μέλλον μου.

Αληθινά, ο Ζαρατούστρα είναι ένας ισχυρός άνεμος για τα χαμηλώματα, και συμβουλεύει τους εχθρούς του και καθετί που φτύνει και ξερνά: “προσέξτε μη φτύσετε κόντρα στον άνεμο!”»

 

Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.[/size']

Δημοσ.
δεν μου πάει να βάζω Καρυωτάκη τώρα. :-P

 

εμένα ειδικά αυτές τις ώρες μου βγαίνει..btw, ο Καρυωτάκης είναι ο αγαπημένος μου.. ;-)

Δημοσ.

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.

 

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

 

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.

 

Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,

«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα».

 

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.

«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.

«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.

 

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.

«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».

«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

 

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:

«Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».

 

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.

 

Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:

«Γνώση, ποιος με βοήθησε;»

«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.

«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε η Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:

 

«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη»…

 

 

Μάνος Χατζιδάκις

 

οφφτοπικ:

Tου ΑΓΓΕΛΑΚΑ το "πως τολμάς να νοσταλγείς τσόγλανε"

το έχει διαβάσει κάποιος?

Εχει κανένα νόημα μέσα ή γραφει χαζομαλακίες πάνω στη πρεζα του?

Δημοσ.
Ε ναι, είπαμε να βάλουμε ποιήματα, όχι στιχάκια ;p

 

ΔΕ Μʼ ΑΓΑΠΑΣ

 

Όσα λούλουδα είνʼ το Μάη

μαδημένα ερωτηθήκαν

κι όλα αυτά μʼ αποκριθήκαν

πως εσύ δε μʼ αγαπάς.

 

εμένα ειδικά αυτές τις ώρες μου βγαίνει..btw, ο Καρυωτάκης είναι ο αγαπημένος μου.. ;-)

 

Ασʼ τον αυτόν τώρα. :-) Θα βάλω άλλο ένα απʼ αυτά που αρέσουν του mod.

 

Του Πούσκιν, μτφρ. Μήτσου Αλεξανδρόπουλου:

 

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΚΙΟΥΧΕΛΜΠΕΧΕΡ

 

Φίλοι, σχωράτε με! Σʼ εσάς όλα τʼ αφήνω

όσα έχω και δεν έχω· σας παραδίνω

τις πίκρες, τα τραγούδια μου, τιμές και κλέη

--κι εσείς μου σβήνετε τα χρέη.

Δημοσ.
Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.

 

Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.

Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.

 

Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.

 

Η Αγάπη τον ρωτάει: «Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;»,

«Όχι, δεν μπορώ» απάντησε ο Πλούτος. «Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα».

 

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.

«Σε παρακαλώ βοήθησέ με» είπε η Αγάπη.

«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου» της απάντησε η Αλαζονεία.

 

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.

«Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου».

«Ω Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου» είπε η Λύπη.

 

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.

Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:

«Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!».

 

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη, που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του.

Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.

 

Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:

«Γνώση, ποιος με βοήθησε;»

«Ο Χρόνος» της απάντησε η Γνώση.

«Ο Χρόνος;;» ρώτησε η Αγάπη. «Γιατί με βοήθησε η Χρόνος;»

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:

 

«Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη»…

 

 

Μάνος Χατζιδάκις

 

Κορυφαίο... Δεν περίμενα κάτι κατώτερο απο έναν τέτοιο άνθρωπο...

Δημοσ.
(Monty walks into the bathroom. He looks in the mirror. In the bottom corner, someone's written Fuck You!)

Monty: Yeah, fuck you, too.

Monty's Reflection: Fuck me? Fuck you! Fuck you and this whole city and everyone in it.

Fuck the panhandlers, grubbing for money, and smiling at me behind my back.

Fuck squeegee men dirtying up the clean windshield of my car. Get a fucking job!

Fuck the Sikhs and the Pakistanis bombing down the avenues in decrepit cabs, curry steaming out their pores and stinking up my day. Terrorists in fucking training. Slow the fuck down!

Fuck the Chelsea boys with their waxed chests and pumped up biceps. Going down on each other in my parks and on my piers, jingling their dicks on my Channel 35.

Fuck the Korean grocers with their pyramids of overpriced fruit and their tulips and roses wrapped in plastic. Ten years in the country, still no speaky English?

Fuck the Russians in Brighton Beach. Mobster thugs sitting in cafés, sipping tea in little glasses, sugar cubes between their teeth. Wheelin' and dealin' and schemin'. Go back where you fucking came from!

Fuck the black-hatted Chassidim, strolling up and down 47th street in their dirty gabardine with their dandruff. Selling South African apartheid diamonds!

Fuck the Wall Street brokers. Self-styled masters of the universe. Michael Douglas, Gordon Gecko wannabe mother fuckers, figuring out new ways to rob hard working people blind. Send those Enron assholes to jail for fucking life! You think Bush and Cheney didn't know about that shit? Give me a fucking break! Tyco! Imclone! Adelphia! Worldcom!

Fuck the Puerto Ricans. 20 to a car, swelling up the welfare rolls, worst fuckin' parade in the city. And don't even get me started on the Dom-in-i-cans, because they make the Puerto Ricans look good. Fuck the Bensonhurst Italians with their pomaded hair, their nylon warm-up suits, and their St. Anthony medallions. Swinging their, Jason Giambi, Louisville slugger, baseball bats, trying to audition for the Sopranos.

Fuck the Upper East Side wives with their Hermés scarves and their fifty-dollar Balducci artichokes. Overfed faces getting pulled and lifted and stretched, all taut and shiny. You're not fooling anybody, sweetheart!

Fuck the uptown brothers. They never pass the ball, they don't want to play defense, they take fives steps on every lay-up to the hoop. And then they want to turn around and blame everything on the white man. Slavery ended one hundred and thirty seven years ago. Move the fuck on!

Fuck the corrupt cops with their anus violating plungers and their 41 shots, standing behind a blue wall of silence. You betray our trust!

Fuck the priests who put their hands down some innocent child's pants. Fuck the church that protects them, delivering us into evil. And while you're at it, fuck JC! He got off easy! A day on the cross, a weekend in hell, and all the hallelujahs of the legioned angels for eternity! Try seven years in fuckin Otisville, Jay!

Fuck Osama bin Laden, al-Qaeda, and backward-ass, cave-dwelling, fundamentalist assholes everywhere. On the names of innocent thousands murdered, I pray you spend the rest of eternity with your seventy-two whores roasting in a jet-fueled fire in hell. You towel headed camel jockeys can kiss my royal, Irish ass!

Fuck Jacob Elinski, whining malcontent.

Fuck Francis Xavier Slaughtery, my best friend, judging me while he stares at my girlfriend's ass.

Fuck Naturel Rivera. I gave her my trust and she stabbed me in the back. Sold me up the river.

Fucking bitch.

Fuck my father with his endless grief, standing behind that bar. Sipping on club soda, selling whiskey to firemen and cheering the Bronx Bombers.

Fuck this whole city and everyone in it. From the row houses of Astoria to the penthouses on Park Avenue. From the projects in the Bronx to the lofts in Soho. From the tenements in Alphabet City to the brownstones in Park slope to the split levels in Staten Island. Let an earthquake crumble it. Let the fires rage. Let it burn to fuckin ash then let the waters rise and submerge this whole, rat-infested place.

Monty: No. No, fuck you, Montgomery Brogan. You had it all and then you threw it away, you dumb fuck! (He takes a breath and tries to rub away the words.)

 

25th hour..

Δημοσ.
Ξεκινάω με 2 αποσπάσματα Λένου Χρηστίδη:

 

Ωραία κείμενα Lucifer. Το 1ο μου άρεσε περισσότερο.

 

Εγώ θα βάλω ένα κειμενάκι που διάβασα πρόσφατα και μου άρεσε..

 

Από εδω

 

 

Θυμάμαι -ή μάλλον δεν πολυθυμάμαι- οτι ήταν κάπου σε ένα απο αυτά τα ημιυπόγεια μπαράκια που διαθέτουν και πάλκο για μικρές συναυλίες κάπου στην Βοστόνη.Καθόμουν στο τραπεζάκι με τις άκρες του να σουβλίζουν της μασχάλες μου και την μπύρα ,μπουκάλι παρακαλώ, να μην ξεκολλάει από το χέρι μου σαν εκείνες τις πλαστικές φιγούρες που έχουν μόνιμα κολλημένα accessories στα χέρια τους. Δεν είχα πάει ξάνα στο μαγαζί ,ούτε πήγα επειδή ήταν ωραία ή μου το πρότιναν,εξάλλου ποιος να μου το προτείνει ,δεν ήξερα κανένα εκεί.Μπήκα επειδή είδα μια αφισούλα ,έπαιζε λέει ένα all-girl shoegazer band κάτι στο οποίο δεν μπόρεσα να αντισταθώ ίσως λόγω του All-girl στοιχείου ίσως λόγω του shoegazing.

Η ολόκληρη αλήθεια όμως είναι οτι δεν μου σούβλιζε το τραπέζι τις μασχάλες,ούτε οτι η μπύρα ήταν κολλημένη στο χέρι μου. Είχα προπολού αφήσει το τραπεζάκι μου,βασικά δεν είχα κάτσει κάν επειδή το μέρος δεν είχε τραπέζια.Είχα πάρει την μπύρα στο χέρι μου και χωρίς να το καταλάβω είχα καταρρεύσει ο μισός πάνω στο πάλκο ο μισός κάτω σαν κλασσική εικόνα ναυαγού που αρπάζεται απο σανίδα.Το πάλκο μου σούβλιζε τις μασχάλες και η μπύρα είχε ήδη χυθεί,δεν την χρειαζόμουν πλέον…Το επεισόδιο συνέβη -απο ότι μου εξήγησαν σε σπαστά αγγλικά άλλοι- όταν η κιθαρίστρια που θύμιζε την Miki Berenyi έπαιξε τις πρώτες νότες του Ladykillers των Lush,σταμάτησε και πατώντας στο fuzzbox με έδειξε με την πένα,η τουλάχιστον έτσι το εξέλαβα. Ναμαι λοιπόν με το κεφάλι ανάμεσα σε πεταλιέρες,με μια μπύρα χυμένη,κοιτώντας τα ξέλυτα κορδόνια απο το δεξί της σταράκι καθώς ένιωθα πάνω στη μελωδία το άλλο της πέλμα να μου χαϊδεύει το μάγουλο.Μάλλον προσπαθούσε να παίξει,και έψαχνε τις πεταλιέρες πάνω στις οποίες είχα καταρρεύσει αλλα δεν έχει και πολύ σημασία.Έτσι και αλλιώς δεν πιστεύουμε οτι ΘΕΛΟΥΜΕ να πιστέψουμε και …μετά εκλογικεύουμε έτσι ώστε να είμαστε -και καλά- “εντάξει” με τον εαυτό μας?

 

1,2,3 κλίκ. 3 δευτερόλεπτα. Βγήκε το βύσμα και σε τρία δευτερόλεπτα ακούστηκε το κλείσιμο του ενισχυτή,όσο χρειάζεται για να αποφορτιστούν οι πυκνωτές του,και να σιγοσβήσει εκείνο το κόκκινο ή πράσινο ή μπλέ λαμπάκι που έχει.Είναι επίσης και ωραίο κόλπο για κλείσιμο συναυλίας…

 

3 δευτερόλεπτα, όπως όταν σε χτυπάει φορτηγό που τρέχει με ταχύτητα που θα ρεζίλευε και οδηγούς σε “περιφερειακό” δρόμο στην Γερμανία,μόνο που τα πατάει σε στενό σοκάκι.

 

Περνάς τον δρόμο και έχει φτάσει ήδη στο αντίκρυ χείλος του πεζοδρομίου,πάς να μπείς στην οικοδομή όταν ακούς μια οχλαγωγία απο πίσω σου ,φωνές,κάποιον να κάνει εμετό και μια μπάσα φωνή άνδρα -φορτηγατζή- να βαράει υστερίες λέγωντας για φυλακή,για θεία τιμωρία, για αμαρτίες που πληρώνει κτλ κτλ. Το φορτηγό-νταλίκα είναι ήδη στα διακόσα μέτρα απο σένα και πολύς κόσμος μαζεύεται γύρω.Ξάφνου συνειδητοποιείς οτι δεν πάτησε σκυλάκο ή γατάκι,ξέρετε πως παγώνουν με εκείνα τα μεγάλα υγρά μάτια όταν δούν αμάξι να έρχεται κατα πάνω τους. Πάτησε…εσένα.Μόνο που δεν κατάλαβες ακόμα οτι σε άλοιψε σαν φουα γκρά σε ζεστό ψωμάκι.Μόνο που εσύ δεν πρόσεξες τίποτα απο όλα αυτά ,απλά η ψυχή σου έφτασε πρώτη στο απέναντι πεζοδρόμιο με τρία δευτερόλεπτα διαφορά.Τόσα όσο παίρνει να σε σπρώξει ένας ξένος και να χάσεις το λεωφορείο -η την νταλίκα που σε χτυπάει-.Τόσα όσο για να σηκώσεις το “τυχερό σου κέρμα” που βρήκες στο πεζοδρόμιο και να σε προσπεράσει κάτι αρκετά μεγάλο ξυστά,πετώντας σε πίσω από το ρεύμα αέρος που δημιουργεί,νταλίκα ήταν? Δεν προλαβαίνεις να δείς…

 

3 δευτερόλεπτα είναι επίσης αρκετά για να ανέβεις στο καφέ που κάνει τα καλύτερα κουλουράκια,το καλύτερο τσάι ή την καλύτερη σοκολάτα ,να ανιχνεύσεις σαν κυνηγός τα γύρω τραπέζια προσπαθώντας να βρείς την κοπέλα που δέν ξέρεις ακόμα αλλα έχεις ραντεβού μαζί της.Έχεις ήδη κάτσει στο τραπεζάκι με την μπύρα στο χέρι σου και συζητάς.Απλά μια συνάντηση,τίποτα τρελό ,τίποτα wow.Πρωτού καλά καλά το καταλάβεις δεν έχεις ανταλλάξει απλά τηλέφωνο μαζί της της,αλλα έχεις αφήσει την παρέα βραδάκι σε φαγάδικο/μουσικάδικο λέγοντας “έχω δουλειά” και κατευθύνεσαι προς άγνωστη γνωστή κατεύθυνση ,κατα το σπίτι της.Είναι “απλά μια δουλεια”,Bussiness or pleasure- both! Πολλά κλίκ μετά,πολλά κλεισίματα ενισχυτών,ντουλαπιών,βρυσών,μπουτιών μετά συνειδητοποιείς οτι έχεις ήδη περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο.Τρέχεις να προλάβεις ανοιχτό το ανθοπωλείο.Θέλεις όμως και να προσφέρεις άνθη κομμένα από το χεράκι σου,από κάποιο δεντράκι που πρωτομπουμπουκιάζει ,τι στο διάολο άνοιξη είναι ρε διάολε το χρωστάς. Όχι,όχι για τα υγρά που σου έδωσε ούτε για τις οπές,απλά επειδή είναι τέτοιο το ύφασμα σου που…απλα έχεις ήδη μεθύσει απο συναισθήματα.Και κοιτάς πίσω και βλέπεις το βορτηγό στα διακόσια μέτρα και τον κόσμο μαζεμένο.Χα! Δεν πίστευες οτι θα σε τραυματίσει ε? Οτι θα πληγωθείς ε? -Αυτά ασχέτως αν φταίες εσύ ή όχι ,οκ φιλαράκο?- Περίμενες βλέπεις οτι θα σε θέριζε κάποια λαμπερή φανταστική Κορβέτ ή έστω Λαμποργκίνι ρε συ ,με γυαλιστερές ζάντες και φώτα απο αυτά που κάνουν την νύχτα μέρα, Xeon τα λένε ή κάπως έτσι.Αλλα σε χτύπησε φορτηγό.Ναι ,δεν έχει τόσο προσεγμένο σασί ίσως σαν την κορβέτ.Ούτε το χρώμα της ούτε τις ζάντες της.Ούτε την ταχύτητά της. Παρόλαυτά θέλει 3 δευτερόλεπτα και δεν σε χτυπάει και σε πετάει όπως η Κορβέτ.Σε απλώνει.Σε κάνει Πατέ. Δεν το περίμενες. Έτσι και αλλιώς εσύ ήθελες να περάσεις απέναντι,να πάς σε άλλο ραντεβού,να κάνεις την δουλειά σου ή απλά να ταΐσεις κορμάκι και αισθήσεις σου.Δεν είναι οτι το πλήρωσες “ακριβά” ή οτι υπάρχει “Θεια τιμωρία” -αστην τούτη για φορτηγατζήδες που πατάνε σκυλάκια επειδή βαριούνται να πατήσουν φρένο μην κάψουν κανα λάστιχο-.Όχι δεν είναι καν σωφρονισμός. Είναι η ζωή. Είναι τα “υπολογισμένα” σου ρίσκα. Δεν σου αλλάζει πάντα τα φώτα το “χλιδάμαξο”.Και ένα κατσαριδάκι μπορεί να κάνει την δουλειά. Πέρας των γεγονότων η ψυχή σου πλανάτε μόνη (και με παρέα να είναι δεν έχει σημασία) στην πόλη.Τρέμοντας μην συναντήσει νταλίκα.Τις Κορβέτ τις ξέρει…Απο νταλίκα όμως την έπαθε.

 

Μετά απο όλα αυτά ,είναι να μην καταρρεύσεις σε Shoegazer συναυλία? Είναι να μην χτυπήσει το κεφάλι σου το πάλκο γρηγορότερα απο ότι νταλίκα εσένα,γρηγορότερα των τριών δευτερολέπτων?

Δημοσ.

Once upon a time, there was Candy and Dan. Things were very hot that year. All the wax was melting in the trees. He would climb balconies, climb everywhere, do anything for her, oh Danny boy. Thousands of birds, the tiniest birds, adorned her hair. Everything was gold. One night the bed caught fire. He was handsome and a very good criminal. We lived on sunlight and chocolate bars. It was the afternoon of extravagant delight. Danny the daredevil. Candy went missing. The days last rays of sunshine cruise like sharks. I want to try it your way this time. You came into my life really fast and I liked it. We squelched in the mud of our joy. I was wet-thighed with surrender. Then there was a gap in things and the whole earth tilted. This is the business. This, is what we're after. With you inside me comes the hatch of death. And perhaps I'll simply never sleep again. The monster in the pool. We are a proper family now with cats and chickens and runner beans. Everywhere I looked. And sometimes I hate you. Friday -- I didn't mean that, mother of the blueness. Angel of the storm. Remember me in my opaqueness. You pointed at the sky, that one called Sirius or dog star, but on here on earth. Fly away sun. Ha ha *beep* ha you are so funny Dan. A vase of flowers by the bed. My bare blue knees at dawn. These ruffled sheets and you are gone and I am going to. I broke your head on the back of the bed but the baby he died in the morning. I gave him a name. His name was Thomas. Poor little god. His heart pounds like a voodoo drum.

 

Candy-the movie (2006)

Αρχειοθετημένο

Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

  • Δημιουργία νέου...