Προς το περιεχόμενο

Ρεμπετικα και Χασις


-nick-

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

Πολυ ωραιο κειμενακια... αξιζει να τα διαβασετε ;)

 

 

Απόσπασμα από ένα χρονογράφημα που βρήκα στην ιστοσελίδα http://www.eksegersi.gr

_____________________________________________________________________

 

.....Σίγουρα ένα μέρος του ρεμπέτικου τραγουδιού αναφέρεται στα χασικλίδικα άσματα. Kι είναι επόμενο.

Oταν ο φασίστας Mεταξάς το ‘36 απαγόρευσε το χασίς και έκλεισε τους τεκέδες, οι Mικρασιάτες που κουβάλησαν μαζί τους και το ρεμπέτικο τραγούδησαν το νταλγκά τους. Mέχρι τότε φύτευαν στην αυλή τους πέντε καναβουριές και σακουλεύονταν. Aλλωστε το δεντράκι δε ζητάει τίποτα το ιδιαίτερο. Hλιο και νερό θέλει για να ψηλώσει. Oι καπνοβιομήχανοι έχαναν και τη θέλησή τους την έκαναν νόμο, ως συνήθως. Oι χασισοπότες πέρασαν στην παρανομία και το τρίφυλλο το φούμαραν στη ζούλα. Eπειδή στην ιεροτελεστία τους ήταν απαραίτητος ο μπαγλαμάς προέκυψε το χασισκλίδικο.

 

Πιο πάνω μίλησα για τους Mικρασιάτες. Aνθρωποι με την δικιά τους αργκό και κουλτούρα.

Eίχα γνωρίσει έναν από αυτούς. Kάπταιν-Mπόρας, ήταν το παρατσούκλι του στην πιάτσα. Δεν ξέρω πώς και γιατί του το κόλλησαν.

Eίχε φτιάξει ένα στέκι. Xωρίς ταμπέλα και μητρώο. «Kονάκι» το λέγαν αυτοί που το ξέραν. Eκκλησία θύμιζε σε μένα. Iσως για τις λαμπάδες που άναβαν στις γωνιές για να τρων το καπνό, ίσως πάλι για την μυρουδιά που χε τις μικρές ώρες. Σκέτο μοσχολίβανο γαργαλούσε τότε τα ρουθούνια.

Ψητή σαρδέλα κι ούζο διπλής απόσταξης συνόδευαν τις βραδινές λιτανείες. Tιμές δεν υπήρχαν κει μέσα. Tσοντάραμε όλοι το κατά δύναμη. Eτσι το μαγαζί είχε τα πρεπούμενά του κι ο κάπταιν-Mπόρας την ψιλοέβγαζε. Aμα είχε όρεξη ξεκρέμαζε και το μπαγλαμά του.

 

Tούτος είχε τη δικιά του ιστορία. Tον είχε φτιάξει με τα χέρια του, σαν ξέπεσε δω από το Aϊβαλί.

Eνα καβούκι χελώνας αποτελούσε το ηχείο του, ενώ το μπράτσο το σμίλεψε ο ίδιος από ξύλο καρυδιάς. Hταν ένας καλλιτέχνης ατόφιος κι όχι κατασκευασμένος. Hταν ένα ρεμπέτικο γνήσιο, καμιά σχέση με το σημερινό μπασταρδεμένο. Tούτο το κουτούκι ήταν το λημέρι μας. Mυστήριο πως ταίριαζαν τα χνώτα μας. Aχνόλαστοι εμείς στο κουρμπέτι, βιβλίο της τελευταίας ιστορίας μας οι παλιοί.

 

Oι ασφαλίτες είχαν ψιλιαστεί το νταλαβέρι που γινόταν στο «Kονάκι». Στην τσίλια στημένοι στάμπαραν τους θαμώνες. Σκύλιαζαν από το κακό τους που τούτο το στέκι ήταν έξω από την αρπαχτή τους. Tους έπιανε πυρετός όταν κρυφάκουγαν τον οργανοπαίχτη να τραγουδάει: «Mάγκες πιάστε τα γεφύρια, μπάτσοι κλάστε μας το αρχ...».

 

Mια μέρα τους έκατσε καρέ. Tσάκωσαν το ντερβίση στο λιμάνι με δυο τσιγαριλίκια φτιαγμένα. Tου περνάν κελεπτσέδες κι από εκεί στην ψειρού. Aραξε κάμποσες μέρες κει μέσα. Γνώριμα τούτα τα μέρη γι' αυτόν. Eίχε κάνει και το ‘48 σαν τροφοδότησης των ανταρτών. Δεν του κακοφάνηκε. Hξερε τα χούγια των ασφαλιτών και αρνήθηκε να τους μιλήσει.

 

Σειρά είχε το σκαμνί του δικαστηρίου.

- «Πού το βρήκες το χασίς κατηγορούμενε;» ρωτάει με ύφος ιεροεξεταστή ο πρόεδρος.

- Tο φύτεψε ο θεός στις όχθες στο ποταμάκι που είναι δίπλα μου. Συλλάβετέ τον σαν συνεργό, τριπλάρει την έδρα ο γεροντόμαγκας.

- «Δεν ξέρεις ότι το χασίς οδηγεί στην ηρωίνη;» πετάει τη μαλακία του ο εισαγγελέας.

- Eίμαι εβδομήντα δυό χρονών και μαύρο φουμάρω από τα είκοσι. Aμα φτάσω στα εκατό πενήντα θα το σκεφτώ σοβαρά κύριε δικαστά.

Aνοιξαν τα κιτάπια τους οι δικαστές και βάλθηκαν να μελετάν. Hταν η ηλικία του, ήταν ότι τα χαρτιά του ήταν καθαρά, δεν τους έπαιρνε για τίποτα άλλο. Tου 'δωσαν «3ετή φυλάκιση με πενταετή αναστολή» και τον έδιωξαν.

Aς ευχηθώ να ζει και να λειτουργεί στην εκκλησιά του μέχρι σήμερα.

 

 

 

Μια ιστοριούλα από την αυτοβιογραφία του Μάρκου

 

"Βέβαια στον κύκλο που γύριζα να πούμε, τον μάγκικο αυτό, στους τεκέδες που πήγαινα, ακούγαμε πολλά για διάφορους κουτσαβάκηδες προσωπικότητες...Εκεί, όταν είχα γνωρίσει τον Αλέκο τον Σχίζα να πούμε, κάθε μέρα επήγαινα στο σπίτι αυτουνού, εκεί στην Κρεμμυδαρού πού ήταν το Καστράκι. Πίναμε χασίσι. Είχε λεφτά αυτός. Επήγαινα και του μάθαινα μπουζούκι και φουμέρναμε κιόλας ε? Αυτός έμενε εκεί κάτω στην Κρεμμυδαρού, εδώ στο λιμάνι του Πειραιώς. Και πήγαινα κάθε μέρα στην κάμαρά του. Ώσπου τώρα αυτόν τον ζήταγε η Ασφάλεια Αθηνών για κάτι κλοπές που γινόντανε. Και ξέρανε αυτοί ότι άλλος δε μπορεί να τις κάνει ειμή αυτός, αλλά δεν ξέρανε που βρίσκεται...

Αυτός ο Σχίζας ήτανε από μεγάλη οικογένεια των Αθηνών η οποία τον έκανε αποπαίδι γι αυτή τη δουλειά. Αλλά όσα λεφτά κονόμαγε, τι έκανε από δω κι από κει, τα μοίραζε όλα στους φτωχούς που πεινάγανε. Ήξερε π.χ. ότι μια οικογένεια πείναγε πολύ. Πέρναγε από κει και τους παράταγε και λεφτά, τους έστελνε και πράματα. Δε λεγόταν η απλοχεριά του.

Μπορεί να τα κλέβανε αλλά τα δίνανε. Έκανε πολλά τέτοια αυτός ο Αλέκος. Τους φτωχούς τους λυπότανε.

Μέχρι που τον σκοτώσανε οι Γερμανοί. Έβαλε η Ασφάλεια και τονε σκοτώσανε οι Γερμανοί και έλειψε από τη φύση αυτός το σαραντα τρίο. Ήτανε και κουμπάρος μου αυτός.

Ήταν καλός άνθρωπος, ας ήτανε κλέφτης. Σας λέω έκλεβε τα λεφτά και τα φύλαγε και τα χάριζε μετά στους φτωχούς. Όχι σε μια οικογένεια και σε δύο. Σε πολλές. Τριάντα, σαράντα οικογένειες. Πρώτα πρώτα δεν έπαιρνε άνθρωπο μαζί του να πα να κλέψει. Δεν είχε σύντροφο. Ό,τι έκανε μόνος του. Τονε χτυπάγανε οι ασφάλειες. Μαρτύρα, κάνε, τίποτα.

Δέκα χρόνια φυλακή. Δέκα. Πήγαινε, τα ΄κανε. Έβγαινε, τα ίδια. Είχε τα κλεμμένα, τά ΄παιρνε, τα ΄τρωγε, τα χάριζε, τα έκανε. Ο οποίος ήτανε παντοτινώς στη ζωή του υπό την παρακολούθηση της ασφάλειας.

Είναι Σχίζες στην Αθήνα με καταστήματα μεγάλα, οι μπαρμπάδες του, τ΄αδέλφια του, τα ξεδέλφια του. Ενώ αυτός ήτανε αποπαίδι από την οικογένεια. Από καλή οικογένεια. Αυτός φουμάριζε και έπαιζε μπουζουκάκι. Σου λέω, ήτανε καλός άνθρωπος".

Δημοσ.
Δεν νομίζω να εστιάζει ακριβώς στα ρεμπέτικα ο Nickie.. ;p

 

 

:D :D :D

 

 

kai se auta ;) exo arxisei syllogi :D

 

btw mkias kai eipe o filos gia ton Hlia Petropoylo[apo to link pou edosa parapano]

 

Ο Ηλίας Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1973.

 

Έγινε γνωστός στο πλατύ κοινό με το βιβλίο του "Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη" που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1979 από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη. Αλλα έργα του είναι τα "Ρεμπέτικα τραγούδια" (Αθήνα 1968), "Καλιαρντά" (Αθήνα 1971), "Kiosque grec", "La Voiture grecque", "Cages d΄oiseaux", "Moments en Grece" (το ελληνικό περίπτερο, αυτοκίνητο, κλουβιά πουλιών και Στιγμές στην Ελλάδα) που εκδόθηκαν στο Παρίσι το 1976 καθώς και "Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι" (Αθήνα 1979), "Το μπουρδέλο" (Αθήνα 1980), "Θεσσαλονίκη η μνήμη μιάς πόλης" (Παρίσι 1982), "Πτώματα, πτώματα, πτώματα" (Αθήνα 1988), "Ο μύσταξ" (Αθήνα 1989), "Ρεμπετολογία" (Αθήνα 1990) και το τελευταίο βιβλίο εμπνευσμένο από τη μόδα του στρίνγκ, πιστό στο στύλ Πετρόπουλου, "Ο κουραδοκόφτης".

 

Ανάμεσα στα έργα του, είναι ακόμα το πασίγνωστο "Το Αγιο χασισάκι", "Υπόκοσμος και Καραγκιόζης", "Ιστορία της Καπότας", "Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες", καθώς και το τελευταίο του που κυκλοφόρησε το 2003, οι "Παροιμίες του υπόκοσμου". Ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε μονογραφίες για τους ζωγράφους Μοσχίδη, Πεντζίκη, Τέτση, Σικελιώτη και τους γελιογράφους Μποστ και Καναβάκη. Το 1966 εξέδωσε το βιβλίο του "Ελύτης, Μόραλης, Τσαρούχης".

 

Ο Ηλίας Πετρόπουλος έχει γράψει και ποίηση, η τελευταία έκδοση είχε τον τίτλο "Ποτέ και τίποτα" και εκδόθηκε στην Αθήνα το 1993.

 

Λογοκρίθηκε και καταδικάστηκε τέσσερις φορές από τα ελληνικά δικαστήρια για τον αναρχικό χαρακτήρα των γραπτών του.

 

Για το βιβλίο του "Τα ρεμπέτικα τραγούδια", που δεν έφερε σφραγίδα λογοκρισίας, η χούντα τον καταδίκασε σε πεντάμηνη φυλάκιση το 1968, όπως και για τα "Καλιαρντά" το 1972 και για το κείμενό του "Σώμα", που δημοσίευσε στο περιοδικό Τραμ. Επίμονος ερευνητής των λαϊκών φραστικών επινοήσεων αλλά και πιστός στην πολυτονική γραφή, συστηνόταν ως λαογράφος και έψεγε με το ύφος του τον καθωσπρεπισμό του πολιτικά ορθού. Τα περίπου 60 βιβλία του αποτελούν καταθέσεις έρευνας και μελέτης του λαϊκού μας πολιτισμού. Στα 40 χρόνια της συγγραφικής του δραστηριότητας, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 2003 στο Παρίσι, δημοσίευσε 80 βιβλία και πάνω από χίλια άρθρα. Με βασικό άξονα ό,τι ο ίδιος αποκάλεσε «λαογραφία του άστεως», το έργο του καταγράφει δομές, θεσμούς, τρόπους έκφρασης και αντικείμενα της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας. Το ανέκδοτο έργο του είναι κυρίως λεξικογραφικό. Το «Υπο–Λεξικό», το «Λεξικό του πολιτικού λόγου», το «Ονοματολεξικό» και τα «Φλοράδικα» περιμένουν τη μεταθανάτια επιμέλεια και δημοσίευσή τους.

 

[Επεξεργασία]

Εργογραφία

Μικρά κείμενα 1949-1979

Ρεμπέτικα τραγούδια (1979)

Της φυλακής (1980)

Θεσσαλονίκη: Η πυρκαγιά του’17 (1980)

Ρεμπετολογία (1990)

Τα μικρά ρεμπέτικα (1990)

Πτώματα, πτώματα, πτώματα... (1990)

Ο τούρκικος καφές εν Ελλάδι (1990)

Ο μύσταξ (1990)

Εγχειρίδιον του καλού κλέφτη (1990)

Το άγιο χασισάκι (1991)

Ψειρολογία (1991)

Το μπουρδέλο (1991)

Topor – τέσσερις εποχές (1991)

Η μυθολογία του Βερολίνου (1991)

Ποιήματα 1968-1974 & 1982-1991 (1993)

Ποτέ και τίποτα (1993)

Η εθνική φασουλάδα και η ομελέτα (1993)

Η φουστανέλα (1993)

Καλιαρντά (1993)

Τα σίδερα – Η λάσπη – Τα μπαστούνια (1994)

Το ταντούρι και το μαγκάλι (1994)

Κυρίως αυτό (κολάζ) (1994)

Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών (1995)

Καρέκλες και σκαμνιά (1995)

Υπόκοσμος και καραγκιόζης (1996)

Το παράθυρο στην Ελλάδα (άλμπουμ) (1996)

Άρθρα στην Ελευθεροτυπία (1996)

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1998)

Τέσσερις ζωγράφοι (1999)

Η ιστορία της καπότας (1999)

Περίπτερα, αυτοκίνητα, κλουβιά

Η τραγιάσκα (2000)

Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες (2001)

Παροιμίες του υποκόσμου (2002)

Ο Κουραδοκόφτης 2002)

Αρετίνου, ακόλαστα σονέτα

Ιωάννου Αποκάλυψις

Τσόκλης Παλιά Σαλονίκη

Ελληνικές σιδεριές

Ελύτης Μόραλης Τσαρούχης

Δώδεκα τραγουδάκια από την Παλατινή Ανθολογία

Επιστολαί προς μνηστήν

Αρχειοθετημένο

Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

  • Δημιουργία νέου...