Με το σκεπτικό ότι η κοινοτική οδηγία του 2006 για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των πολιτών επεμβαίνει πολύ σοβαρά στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, κυρίως αυτού του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε σήμερα να την κηρύξει άκυρη.

Ο κύριος σκοπός της εν λόγω οδηγίας συνίσταται στην εναρμόνιση των διατάξεων των κρατών μελών περί διατήρησης ορισμένων δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία από παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών.

Συνεπώς, η οδηγία αποσκοπεί στη διασφάλιση της διαθεσιμότητας των δεδομένων αυτών για τους σκοπούς της διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως είναι μεταξύ άλλων τα αδικήματα που συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία. Έτσι, η οδηγία προβλέπει ότι οι προαναφερθέντες πάροχοι πρέπει να διατηρούν τα δεδομένα κίνησης και θέσης, καθώς και τα συναφή δεδομένα που απαιτούνται για την αναγνώριση του συνδρομητή ή του χρήστη. Αντιθέτως, δεν επιτρέπει τη διατήρηση του περιεχομένου των επικοινωνιών και των πληροφοριών στις οποίες υπήρξε πρόσβαση.

 

Το High Court (Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας) καθώς και το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας) υπέβαλαν προδικαστικά ερωτήματα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όπου ζητούσαν από τους Ευρωπαίους δικαστές να εξετάσουν το κύρος της οδηγίας, ιδίως υπό το πρίσμα δύο θεμελιωδών δικαιωμάτων τα οποία εγγυάται ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι το θεμελιώδες δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και το θεμελιώδες δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο διαπιστώνει κατ` αρχάς ότι τα προς διατήρηση δεδομένα παρέχουν τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να γίνεται γνωστό με ποιο πρόσωπο και με ποιο μέσο επικοινώνησε ένας συνδρομητής ή καταχωρισμένος χρήστης, να καθορίζεται ο χρόνος της επικοινωνίας καθώς και ο τόπος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε και να γίνεται γνωστή η συχνότητα των επικοινωνιών του συνδρομητή ή καταχωρισμένου χρήστη με ορισμένα πρόσωπα κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου.

Τα παραπάνω δεδομένα, συνολικά θεωρούμενα, δύνανται να παράσχουν ακριβέστατες ενδείξεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα διατηρούνται, όπως είναι οι συνήθειες της καθημερινής ζωής, οι τόποι μόνιμης ή προσωρινής διαμονής, οι καθημερινές ή άλλες μετακινήσεις, οι ασκούμενες δραστηριότητες, οι κοινωνικές σχέσεις και οι κοινωνικοί κύκλοι στους οποίους συχνάζει ο ενδιαφερόμενος.

Το Δικαστήριο εκτιμά ότι, επιβάλλοντας τη διατήρηση των δεδομένων αυτών και επιτρέποντας την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών Αρχών, η οδηγία επεμβαίνει πολύ σοβαρά στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, το γεγονός ότι η διατήρηση και η μετέπειτα χρησιμοποίηση των δεδομένων πραγματοποιούνται χωρίς ο συνδρομητής ή ο καταχωρισμένος χρήστης να είναι ενήμεροι σχετικώς δύναται να προκαλέσει στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα το αίσθημα ότι η ιδιωτική τους ζωή παρακολουθείται διαρκώς.

Το Δικαστήριο εξετάζει εν συνεχεία το αν μια τέτοια επέμβαση στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι δικαιολογημένη.

Διαπιστώνει ότι η διατήρηση των δεδομένων που επιβάλλει η οδηγία δεν είναι ικανή να θίξει το ουσιώδες περιεχόμενο των θεμελιωδών δικαιωμάτων του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η οδηγία δεν επιτρέπει να λαμβάνεται γνώση του περιεχομένου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αυτού καθαυτό και προβλέπει ότι οι πάροχοι υπηρεσιών ή δικτύων πρέπει να τηρούν ορισμένες αρχές προστασίας και ασφάλειας των δεδομένων. Επιπλέον, η διατήρηση των δεδομένων με σκοπό την ενδεχόμενη διαβίβασή τους στις εθνικές αρμόδιες αρχές ανταποκρίνεται πράγματι σε ένα σκοπό γενικού συμφέροντος, ήτοι στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας καθώς και, τελικώς, στη δημόσια ασφάλεια.

Ωστόσο, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, εκδίδοντας την οδηγία για τη διατήρηση δεδομένων, ο νομοθέτης της Ένωσης υπερέβη τα όρια που επιβάλλει η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. «Καίτοι η διατήρηση των δεδομένων που επιβάλλει η οδηγία μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη για την υλοποίηση του σκοπού που η οδηγία αυτή επιδιώκει, εντούτοις η εκτεταμένη και ιδιαιτέρως σοβαρή επέμβαση της οδηγίας αυτής στην άσκηση των επίμαχων θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι επαρκώς πλαισιωμένη για να διασφαλίζεται ότι η εν λόγω επέμβαση θα περιορίζεται πράγματι στο αυστηρώς αναγκαίο», αναφέρει η απόφαση.

Το Δικαστήριο διαπιστώνει περαιτέρω ότι η οδηγία δεν προβλέπει επαρκείς εγγυήσεις που να μπορούν να διασφαλίσουν αποτελεσματική προστασία των δεδομένων κατά των κινδύνων κατάχρησης καθώς και κατά οποιασδήποτε αθέμιτης πρόσβασης ή χρησιμοποίησης των δεδομένων. Τονίζει μεταξύ άλλων ότι η οδηγία επιτρέπει στους παρόχους υπηρεσιών να λαμβάνουν υπόψη οικονομικές παραμέτρους κατά τον καθορισμό του επιπέδου ασφάλειας που εφαρμόζουν (ιδίως όσον αφορά το κόστος εφαρμογής των μέτρων ασφάλειας) και ότι δεν εγγυάται την ανεπανόρθωτη καταστροφή των δεδομένων μετά τη λήξη της διάρκειας διατήρησής τους.

 

Το Δικαστήριο επικρίνει τέλος το γεγονός ότι η οδηγία δεν επιβάλλει τη διατήρηση των δεδομένων στο έδαφος της Ένωσης. Συνεπώς, η οδηγία δεν διασφαλίζει πλήρως τον έλεγχο της τηρήσεως των επιταγών της προστασίας και της ασφάλειας από ανεξάρτητη αρχή, όπως τούτο επιβάλλεται ωστόσο ρητώς από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

 

Link.png Site: SigmaLive