Το δικαίωμα να αποζημιωθούν με 15 δολάρια από την Intel απέκτησαν οι Αμερικανοί που αγόρασαν υπολογιστή με Pentium 4 (Willamette) από τις 20 Νοεμβρίου 2000 έως τις 30 Ιουνίου 2002.

Στην συμφωνία αυτή κατέληξε ο κολοσσός της βιομηχανίας επεξεργαστών για PC μετά την συλλογική προσφυγή καταναλωτών στην αμερικανική δικαιοσύνη για χειραγώγηση των αποτελεσμάτων μέτρησης της απόδοσης της πρώτης γενιάς των επεξεργαστών Pentium 4.[/font][/color]

 

Η Intel αρνείται τις κατηγορίες για χειραγώγηση των μετροπρογραμμάτων, όπως και η HP, η οποία φέρεται να γνώριζε και να απέκρυπτε το γεγονός. Ο ανταγωνιστικός AMD Athlon είχε τότε χαρακτηριστεί ως «η μεγαλύτερη απειλή» στα χρονικά της Intel από την εταιρεία, σύμφωνα με τα πρακτικά της υπόθεσης. [/size]

  • Το δεύτερο τρίμηνο του 2000, η AMD είχε αυξήσει το μερίδιό της σε 22,2% από 12,6% το τρίτο τρίμηνο του 1999, με βάση τις μετρήσεις της Mercury Research.

Η χειραγώγηση της Intel έγκειται στην εκμετάλλευση της τεράστιας επιρροής της στην βιομηχανία υπολογιστών στις αρχές της δεκαετίας του 2000 ώστε «εσφαλμένα να βελτιωθούν» οι επιδόσεις του Pentium 4. Επίσης, η Intel ανέπτυξε μυστικά benchmark, τα οποία στην συνέχεια προώθησε ως προγράμματα μέτρησης απόδοσης από ανεξάρτητες πηγές, πλήρωσε εταιρείες λογισμικού για να κάνουν αλλαγές στις εφαρμογές τους ώστε να «φουσκώσουν» τις επιδόσεις του τσιπ και ακόμα, απενεργοποίησε λειτουργίες στον προγενέστερο Intel Pentium III για να επιτυγχάνει συγκριτικά υψηλότερο σκορ. Έτσι, κατόρθωσε να διαθέσει τον Pentium 4 σε υψηλότερες τιμές από τον Pentium III και τον AMD Athlon.

 

Σύμφωνα με το έγγραφο της προσφυγής που ξεκίνησαν οι Janet Skold και David Dossantos, η Hewlett Packard γνώριζε τις πράξεις της Intel και προώθησε τα παραποιημένα benchmark που ανέπτυξε υπό την επωνυμία WebMark 2001από το φαινομενικά ανεξάρτητο κονσόρτσιουμ εταιρειών BAPCo, στο υλικό προώθησης των συστημάτων της HP με Intel Pentium 4.

 

Μάλιστα, η Intel χρειάστηκε να επέμβει ξανά, όταν τα αποτελέσματα ενός άλλου benchmark φανέρωναν ότι δεν υπήρχε καμία βελτίωση στην απόδοση ενός συστήματος Pentium 4 έναντι ενός Pentium III ή ενός AMD Athlon. Έτσι, το SYSmark 2001 ήρθε, και πάλι με την υπογραφή του φαινομενικά ανεξάρτητου και αξιόπιστου φορέα BAPCo, να αντικαστήσει το SYSmark 2000, προς όφελος του Pentium 4.

Εκτός από την αποζημίωση με 15 δολάρια για κάθε Αμερικανό που θα επιδιώξει να πληρωθεί, η Intel δεσμεύτηκε να επενδύσει 4 εκατομμύρια δολάρια σε εκπαιδευτικούς σκοπούς, παραχωρώντας δωρεάν τους επεξεργαστές της σε ανάλογα ιδρύματα στις ΗΠΑ. Εντούτοις, επιμένει να αρνείται όσα της καταλογίζονται, όπως και η Hewlett Packard, αποφεύγοντας την αρνητική δημοσιότητα με τον εξωδικαστικό αυτό συμβιβασμό.

  • (Από το αρχείο του περιοδικού RAM) Γνωρίζατε επίσης πως: Το 2001 η Intel δήλωνε αποφασισμένη να κατακλύσει την αγορά με Pentium 4, επενδύοντας μεγάλα ποσά στην προσπάθεια προώθησής του. Συγκεκριμένα, οι εκτιμήσεις για τα έξοδα προώθησης του Pentium 4 σε υψηλότερη συχνότητα έφεραν την εταιρεία να ξοδεύει 300 εκατομμύρια δολάρια (113,4 δισεκατομμύρια δραχμές τότε) σε διαφήμιση και 500 εκατομμύρια. δολάρια (189 δισ. δρχ.) για προώθηση της τεχνολογίας των συγκεκριμένων επεξεργαστών της στους κύκλους των ομάδων ανάπτυξης λογισμικού. H ενέργεια αυτή δικαιολογήθηκε από τον ειδικό Τύπο από το γεγονός ότι σε κάποιες περιπτώσεις ο Pentium 4 είχε αποδειχθεί πιο αργός όχι μόνο από μικρότερης συχνότητας Athlon της AMD, αλλά και από το «αδελφό» τσιπ, Pentium III. Η Intel απέδιδε τα μάλλον αποθαρρυντικά αυτά αποτελέσματα στα μετροπρογράμματα, τα οποία δεν εκμεταλλεύονταν τις δυνατότητες του νέου τσιπ.

Πάντως, τα σχεδιαστικά προβλήματα στην αρχιτεκτονική του πρώτου Pentium 4 διορθώθηκαν με τον Pentium 4 Northwood, ωστόσο αποκρύφτηκαν για να μην στρέψουν και πάλι τα βλέμματα στον Willamette.

 

Source.png Πηγή: in.gr

Source.png Πηγή: e-pcmag.gr

Source.png Πηγή: https://www.intelpentium4litigation.com/