Η Συμφωνία προέκυψε από την 21η Διάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή (COP21), η οποία έγινε στο Παρίσι στα μέσα του Δεκεμβρίου του 2015, θέτοντας ως στόχο τον περιορισμό της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.
Το συγκεκριμένο νούμερο θεωρείται από τους κλιματολόγους το μέγιστο όριο υπερθέρμανσης, για το οποίο η ανθρωπότητα μπορεί να αναπτύξει αποτελεσματικές στρατηγικές προσαρμογής στις συνέπειες που θα προκαλέσει – όπως τη μείωση της παραγωγής των καλλιεργειών, την άνοδο της στάθμης της θάλασσας ή τον πολλαπλασιασμό των ακραίων καιρικών φαινομένων. Έτσι, τα κράτη που υπέγραψαν τη Συμφωνία έπρεπε να θέσουν εθνικούς στόχους περιορισμού των ανθρωπογενών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, οι οποίοι μάλιστα θα ελέγχονται ανά πενταετία, ώστε να αυστηροποιηθούν στην περίπτωση που οι επιστημονικές μελέτες δείξουν πως δεν επιτυγχάνεται ο στόχος.
Συρία και Νικαράγουα οι μόνες χώρες εκτός συμφωνίας
Πολλοί αναλυτές θεώρησαν ορόσημο για τη Συμφωνία την κύρωσή της από τις ΗΠΑ (από τον Μπ. Ομπάμα) και την Κίνα, κάτι που έγινε τον Σεπτέμβριο του 2016, σε κοινή τελετή στο περιθώριο της συνόδου των G20. Ο λόγος δεν είναι μόνο πως πρόκειται για τις δύο χώρες με τις μεγαλύτερες παγκοσμίως εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, οι οποίες μάλιστα δεν συμμετείχαν στην προηγούμενη προσπάθεια για ένα παγκόσμιο σχέδιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Επιπλέον, η κίνηση αυτή επιτάχυνε την κύρωση και από άλλα κράτη στον πλανήτη του πλάνου δράσης που αποκρυσταλλώθηκε στο Παρίσι, με συνέπεια αυτή τη στιγμή να μην έχει υπογραφεί μόνο από τη Συρία (που βρίσκεται σε εμφύλιο) και από τη Νικαράγουα (η οποία θεωρεί πως οι αναπτυγμένες χώρες έπρεπε να αναλάβουν μεγαλύτερο “βάρος” στη μείωση των εκπομπών), από όλες τις χώρες-μέλη των Ηνωμένων Εθνών.
Οι συνέπειες της απόσυρσης
Στις δύο παραπάνω χώρες, που η μη συμμετοχή τους δεν οφείλεται στο γεγονός ότι θεωρούν πως αμφισβητούν την κλιματική αλλαγή, με τη χθεσινή απόφαση πλέον προστίθενται και οι ΗΠΑ. Πάντως, με βάση το κείμενο της συμφωνίας, η Αμερική θα μπορέσει να ολοκληρώσει την απόσυρσή της λίγο πριν το τέλος της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ.
Με δεδομένο πως οι ΗΠΑ είναι η χώρα με τις δεύτερες μεγαλύτερες παγκοσμίως εκπομπές ρύπων, μετά την Κίνα, είναι βέβαιο πως η απόφαση του Αμερικανού προέδρου υπονομεύει την προσπάθεια περιορισμού της πλανητικής υπερθέρμανσης. Η εφημερίδα Washington Post επικαλείται επιστήμονες που υποστηρίζουν πως πλέον είναι αδύνατον να περιορισθεί η αύξηση της θερμοκρασίας κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου.
Ωστόσο, άλλο ειδικοί είναι πιο καθησυχαστικοί. “Σίγουρα είναι μία απογοητευτική είδηση”, σημειώνει στην εφημερίδα ο Erik Solheim, εκτελεστικός διευθυντής του Περιβαλλοντικού Προγράμματος του ΟΗΕ. “Ωστόσο, ο μεγαλύτερος χαμένος είναι ο αμερικανικός λαός. Οι επιπτώσεις θα είναι μικρότερες από αυτές που πιστεύει ο περισσότερος κόσμος, καθώς θα πάρουν τα ηνία η Κίνα, η Ινδία και η Ευρώπη”.
Στο ίδιο μήκος κύματος, μιλώντας στον Guardian ο καθηγητής κλιματικών επιστημών John Schellnhuber, σημειώνει πως η απόφαση θα πλήξει κυρίως την αμερικανική οικονομία και κοινωνία, χωρίς να βλάψει σε σημαντικό βαθμό την προσπάθεια αντιμετώπισης της πλανητικής υπερθέρμανσης. “Η αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει καταλάβει πως έχει λήξει η διαμάχη για το αν η κλιματική αλλαγή είναι όντως υπαρκτή ή όχι, και ότι η ανθρωπότητα έχει ήδη μπει στην εποχή της βιώσιμης ανάπτυξης”, σημειώνει χαρακτηριστικά.
Επιπλέον, από την ομάδα συμβούλων του προέδρου των Η.Π.Α υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους οι Elon Musk, CEO της Tesla και της SpaceX, καθώς και ο Bob Iger, CEO της Disney.
“Μύθος η κλιματική αλλαγή”
Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο Τραμπ είχε δώσει απτά δείγματα ήδη από τον προεκλογική του εκστρατεία για το ότι ο ίδιος θεωρεί μύθο την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη από τις ανθρωπογενείς εκπομπές – και προφανώς το γεγονός πως εκλέχθηκε δείχνει πως το ίδιο πιστεύει και μία μεγάλη μερίδα όσων τον ψήφισαν.
Χαρακτηριστικό είναι πως είχε δηλώσει πως η κλιματική αλλαγή “είναι απάτη”, υποστηρίζοντας μάλιστα “πως προωθείται από την Κίνα”, προκειμένου να πλήξει την αμερικανική οικονομία. Ωστόσο, μετά την εκλογή του είχε φανεί πιο διαλλακτικός, δηλώνοντας για παράδειγμα σε δημοσιογράφους των New York Times ότι πιστεύει πως υπάρχει “κάποια σχέση” μεταξύ της ανθρώπινης δραστηριότητας και της κλιματικής αλλαγής.
“Εκπροσωπώ τους κατοίκους του Pittsburgh, όχι του Παρισιού”
Στη χθεσινή του ομιλία πάντως, σημείωσε πως η απόφασή του βασίστηκε στο γεγονός ότι η συμφωνία είναι άδικη για τους Αμερικανούς εργαζόμενους, τους οποίους δεσμεύθηκε να προστατεύσει. “Εκλέχθηκα για να εκπροσωπώ τους κατοίκους του Pittsburgh, όχι του Παρισιού”, είπε χαρακτηριστικά, αναφέροντας μία σειρά από στοιχεία που, όπως υποστηρίζει, δείχνουν πως η Συμφωνία βλάπτει τον αμερικανικό κατασκευαστικό κλάδο και άλλες βιομηχανίες, κάνοντας τις ΗΠΑ να έχουν “μόνιμο μειονέκτημα” έναντι της Κίνας, της Ινδίας και των υπόλοιπων αναδυόμενων οικονομιών.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, η τήρηση των δεσμεύσεων που εκπορεύονται από τη συμφωνία θα “μεταφραζόταν” στην απώλεια 2,7 εκατ. θέσεων εργασίας μέχρι το 2025, όπως και 3 τρισ. δολαρίων από το ΑΕΠ της χώρας. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, πρόσθεσε πως είναι ανοικτός στην επαναδιαπραγμάτευση για μία νέα κλιματική συμφωνία, που θα είναι δίκαια απέναντι στα αμερικανικά συμφέροντα.
Από την πλευρά τους, πάντως, οι ηγέτες της Γαλλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας απέκλεισαν το ενδεχόμενο να υπάρξει μία νέα συνθήκη. “Θεωρούμε ανεπίστρεπτο το μομέντουμ που έχει δημιουργηθεί από το Παρίσι τον Δεκέμβριο του 2015, και πιστεύουμε ακράδαντα πως η Συμφωνία του Παρισιού δεν είναι διαπραγματεύσιμη, αφού αποτελεί ζωτικό εργαλείο για τον πλανήτη, τις κοινωνίες και τις οικονομίες μας”, σημειώνεται σε κοινή γραπτή δήλωσή τους.
Site: WashingtonPost
ΣΧΟΛΙΑ (122)
Δημοσίευση ως Επισκέπτης
· Αποσύνδεση