Προς το περιεχόμενο

Αποσπάσματα κειμένων - ποιημάτων


Lucifer

Προτεινόμενες αναρτήσεις

Δημοσ.

Five A.M.

 

Elan that lifts me above the clouds

into pure space, timeless, yea eternal

Breath transmuted into words

Transmuted back to breath

in one hundred two hundred years

nearly Immortal, Sappho's 26 centuries

of cadenced breathing -- beyond time, clocks, empires, bodies, cars,

chariots, rocket ships skyscrapers, Nation empires

brass walls, polished marble, Inca Artwork

of the mind -- but where's it come from?

Inspiration? The muses drawing breath for you? God?

Nah, don't believe it, you'll get entangled in Heaven or Hell --

Guilt power, that makes the heart beat wake all night

flooding mind with space, echoing through future cities, Megalopolis or

Cretan village, Zeus' birth cave Lassithi Plains -- Otsego County

farmhouse, Kansas front porch?

Buddha's a help, promises ordinary mind no nirvana --

coffee, alcohol, cocaine, mushrooms, marijuana, laughing gas?

Nope, too heavy for this lightness lifts the brain into blue sky

at May dawn when birds start singing on East 12th street --

Where does it come from, where does it go forever?

 

Allen Ginsberg

  • Απαντ. 169
  • Δημ.
  • Τελ. απάντηση
Δημοσ.

It's already two.

No doubt, you've gone to sleep.

In the night

The Milky Way

with silver filigrees.

I don't hurry,

and there is no point in me

waking and disturbing you

with express telegrams.

 

Vladimir Mayakovsky

 

touched.gif

Δημοσ.

ένα κορίτσι

αγρυπνεί και γεννιέται

στην μεγάλη σκιά

ο θάνατος μεταφράζει

 

τα γυναικεία χέρια

κάθονται στο κεφάλι του

μετράει και μισοκοιμάται

ο θάνατος ένα κορίτσι

 

(ένα δικό μου μικρό ποίημα)

Δημοσ.

Ωραίο thread. Μου αρέσουν τέτοια πραγματάκια. Θα βάλω και εγώ όταν θυμηθώ κάτι που με άρεσε πολύ.

 

Υ.Γ Ρε συ Luci λίγο πιο μικρά να ήταν τα γράμματα στο απόσπασμα του Νίτσε και αύριο θα πήγαινα στον οφθαλμίατρο...

Δημοσ.

Γέμιζε πολλές σειρές με μια λέξη και μετά κενό, και επειδή ο Nietzsche σας έχει όλους σας και με το ένα χέρι, ήθελα να είναι εμφανίσιμο.

Δημοσ.
Αυτή είναι η ιστορία ενός οδηγού λεωφορείου που δεν θ' άνοιγε ποτέ την πόρτα του λεωφορείου του στους αργοπορημένους. Ποτέ και σε κανέναν.

 

Ούτε στα καταπιεσμένα γυμνασιόπαιδα που θα 'τρεχαν παράλληλα με το λεωφορείο ρίχνοντας του παρακλητικές ματιές' date=' ούτε στις γριούλες που θα πάλευαν, φορτωμένες μ' ένα σωρό σακούλες με φαγώσιμα, να του κάνουν νοήματα με τρεμάμενα χέρια, και φυσικά ούτε στους θρασύτατους που θα του βάραγαν στην πόρτα, λες κι εκείνος καθυστέρησε στο δρομολόγιο ενώ αυτοί ήταν στην ώρα τους.

 

Και δεν ήταν από κακία που δεν θ' άνοιγε την πόρτα, επειδή αυτός ο οδηγός δεν είχε ίχνος κακίας μέσα του. Ήταν από ιδεολογία. Και η ιδεολογία του οδηγού έλεγε ότι αν ανοίγοντας την πόρτα σε κάποιον αργοπορημένο το λεωφορείο καθυστερεί τριάντα δευτερόλεπτα, κι αν αφήνοντας τον να ξεφυσάει απ' έξω τον κάνει να χάσει ένα τέταρτο από τη ζωή του, το δίκαιο είναι να μην του ανοίξει την πόρτα, αφού αυτά τα τριάντα δευτερόλεπτα θα τα χάσει κάθε ένας επιβάτης ξεχωριστά.

 

Κι αν πάνω στο λεωφορείο βρίσκονται, ας πούμε, εξήντα άτομα -εξήντα άτομα που δεν έφταιξαν σε τίποτα κι έφτασαν στη στάση στην ώρα τους- τότε όλοι αυτοί οι αθώοι θα χάσουν συνολικά ένα μισάωρο, που είναι το διπλάσιο του τετάρτου.

 

Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που δεν θ' άνοιγε ποτέ την πόρτα. Ήξερε ότι οι επιβάτες δεν είχαν ιδέα για όλα αυτά, το ίδιο και όσοι έτρεχαν πίσω του κάνοντας του σήμα να σταματήσει. Ήξερε ακόμα ότι οι περισσότεροι από δαύτους τον θεωρούσαν σκέτο στραβόξυλο, χωρίς να υπολογίζουν ότι προσωπικά θα του ήταν πολύ πιο εύκολο να τους αφήσει ν' ανέβουν και να δεχτεί τα χαμόγελα και τις ευχαριστίες τους. Μόνο που, όταν ερχόταν η στιγμή να διαλέξει ανάμεσα στα χαμόγελα και τις ευχαριστίες από τη μια και το καλό της κοινωνίας απ' την άλλη, ο οδηγός μας δεν είχε τον παραμικρό ενδοιασμό.

 

Αυτός που υπέφερε περισσότερο από τη συγκεκριμένη ιδεολογία του οδηγού λεγόταν Έντι. Όμως τούτος εδώ, αντίθετα με τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας, δεν θα έμπαινε ποτέ στον κόπο να τρέξει για το λεωφορείο, τόσο αραχτός και φευγάτος ήταν.

 

Ο Έντι δούλευε βοηθός μάγειρα σ' ένα φαγάδικο που το έλεγαν Μάσα-Μπούκο -αυτό ήταν το πιο έξυπνο λογοπαίγνιο που είχε καταφέρει να κατεβάσει ο εγκέφαλος του ανεγκέφαλου ιδιοκτήτη του. Το φαγητό σ' αυτό το μέρος δεν έλεγε τίποτα, αλλά ο ίδιος ο Έντι ήταν πολύ εντάξει τύπος - τόσο εντάξει που, αν καμιά φορά έφτιαχνε κάτι που δεν του πετύχαινε και τόσο, το σέρβιρε ο ίδιος ζητώντας συγγνώμη.

 

Σε μία από αυτές τις συγγνώμες λοιπόν η τύχη το 'φερε και συνάντησε την Ευτυχία, με τη μορφή μιας κοπέλας τόσο καλής που έβαλε τα δυνατά της να τελειώσει όλη τη μερίδα του ροσμπίφ που της σερβίρισε μόνο και μόνο για να μην τον κάνει να νιώσει άσχημα.

 

Κι αυτή η κοπέλα δεν θέλησε να του πει το όνομα της ή να του δώσει το τηλέφωνο της, ήταν όμως αρκετά γλυκιά ώστε να δεχτεί να τον συναντήσει την επομένη στις 5 στο συμφωνημένο μέρος -στο Δελφινάριο, για την ακρίβεια.

 

Ο Έντι τώρα είχε μια πάθηση που του είχε κοστίσει πολλά πράγματα στη ζωή. Δεν ήταν μια πάθηση σαν αυτές που σου πρήζονται οι αδένες ή κάτι τέτοιο, δεν έπαυε όμως να του προξενεί μεγάλη ζημιά. Αυτή η αρρώστια τον έκανε να κοιμάται πάντα δέκα λεπτά παραπάνω απ' όσο έπρεπε, και κανένα ξυπνητήρι στον κόσμο δεν μπορούσε να την καταπολεμήσει.

 

Εξαιτίας της έφτανε πάντα αργοπορημένος στο Μάσα-Μπούκο -εξαιτίας της και εξαιτίας του οδηγού μας, που έβαζε πάντοτε το κοινό καλό πάνω από την εξυπηρέτηση ενός ατόμου.

 

Μόνο που αυτή τη φορά, μια και το ζήτημα αφορούσε την Ευτυχία, ο Έντι αποφάσισε να νικήσει την αρρώστια και, αντί να πέσει να κοιμηθεί το μεσημέρι, έμεινε ξύπνιος να κοιτάζει τηλεόραση.

 

Για μεγαλύτερη σιγουριά μάλιστα είχε παρατάξει όχι ένα, αλλά τρία ξυπνητήρια, και επιπλέον είχε ζητήσει αφύπνιση από τηλεφώνου. Έλα όμως που αυτή η αρρώστια ήταν αγιάτρευτη, και ο Έντι αποκοιμήθηκε σαν μωρό, παρακολουθώντας το παιδικό πρόγραμμα.

 

Ξύπνησε καταϊδρωμένος από τα κουδουνίσματα δεκάδων, χιλιάδων, εκατομμυρίων ρολογιών, δέκα λεπτά αργότερα. Όρμησε έξω απ' το σπίτι χωρίς ν' αλλάξει ρούχα και βάλθηκε να τρέχει προς τη στάση του λεωφορείου. Είχε σχεδόν ξεχάσει πώς τρέχουν, και τα πόδια του μπερδεύονταν κάπως κάθε φορά που άφηναν το πεζοδρόμιο.

 

Η τελευταία φορά που είχε τρέξει ήταν λίγο προτού ανακαλύψει πώς κάνουν κοπάνα απ' το μάθημα της γυμναστικής, εκεί γύρω στην έκτη τάξη. Τώρα όμως, σε αντίθεση με το μάθημα της γυμναστικής, έτρεχε και παραέτρεχε, επειδή τώρα θα έχανε κάτι, και κανένας πόνος στο στήθος και κανένα λαχάνιασμα λόγω Λάκι Στράικ δεν θα έμπαινε εμπόδιο στο κυνήγι της Ευτυχίας του.

 

Τίποτα δεν θα του έφραζε το δρόμο, εκτός από τον οδηγό μας, που μόλις έκλεινε την πόρτα και έκανε τη μανούβρα για να βγει από τη στάση. Ο οδηγός είδε τον Έντι από τον καθρέφτη, αλλά, όπως είπαμε, είχε μια ιδεολογία -μια τετράγωνη ιδεολογία που βασιζόταν σε δύο πράγματα: στην αγάπη για τη δικαιοσύνη και στα απλά μαθηματικά.

 

Αλλά του Έντι δεν του καιγόταν καρφάκι για τα πιστεύω του οδηγού. Αυτός για πρώτη φορά στη ζωή του ήθελε πραγματικά να φτάσει κάπου στην ώρα του, οπότε συνέχισε να κυνηγάει το λεωφορείο, έστω κι αν δεν είχε ελπίδες.

 

Ξαφνικά η τύχη χαμογέλασε στον Έντι, αλλά με μισό στόμα: εκατό μέτρα παρακάτω από τη στάση υπήρχε ένα φανάρι, κι ένα δευτερόλεπτο προτού φτάσει το λεωφορείο το φανάρι έγινε κόκκινο. Ο Έντι κατάφερε να πλευρίσει το λεωφορείο και να συρθεί ως την πόρτα του οδηγού. Ούτε που χτύπησε το τζάμι, τόσο εξουθενωμένος ήταν. Μόνο κοίταξε τον οδηγό με υγρά μάτια κι έπεσε γονατιστός φυσώντας και ξεφυσώντας. Αυτό κάτι θύμισε στον οδηγό, κάτι απ' το παρελθόν, από την εποχή που δεν ήθελε να γίνει οδηγός λεωφορείου αλλά Θεός.

 

Ήταν μια μάλλον λυπητερή ανάμνηση, αφού ο οδηγός δεν έγινε Θεός, αλλά και ευχάριστη συνάμα, αφού έγινε οδηγός λεωφορείου, που ήταν η αμέσως επόμενη επιλογή του. Και ξαφνικά ο οδηγός θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του: αν τελικά γινόταν Θεός, θα ήταν σπλαχνικός και καλός και θ' άκουγε όλα τα πλάσματα Του.

 

Όταν είδε λοιπόν τον Έντι από ψηλά, από τη θέση του οδηγού, να γονατίζει πάνω στην άσφαλτο, δεν άντεξε και, παρ' όλη την ιδεολογία του και τα απλά μαθηματικά, του άνοιξε την πόρτα. Κι έτσι ο Έντι ανέβηκε και κάθισε, κι ούτε ευχαριστώ δεν είπε, τέτοιο λαχάνιασμα είχε.

 

Καλά θα κάνετε να μη διαβάσετε τη συνέχεια, αφού μπορεί ο Έντι να έφτασε στο Δελφινάριο στην ώρα του, η Ευτυχία όμως δεν μπόρεσε να έρθει - επειδή η Ευτυχία είχε ήδη φίλο.

 

Από την πολλή της όμως καλοσύνη δεν το 'χε πει στον Έντι, προτιμώντας έτσι να τον στήσει. Ο Έντι την περίμενε στο συμφωνημένο παγκάκι πάνω από δυο ώρες. Κι όπως καθόταν εκεί, έκανε ένα σωρό μαύρες σκέψεις για τη ζωή, κι ενώ τις έκανε, είδε το ηλιοβασίλεμα, που ήταν ωραίο, όσο να 'ναι, και μετά σκέφτηκε την αγκύλωση που θα πάθαινε όπου να 'ναι.

 

Στην επιστροφή, όταν πια δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει σπίτι του, είδε από μακριά το λεωφορείο του να σταματάει στη στάση και να αποβιβάζει μερικούς επιβάτες, κι ήξερε ότι, ακόμα κι αν είχε τη δύναμη ή την όρεξη να τρέξει, πάλι δεν θα το έφτανε.

 

Έτσι, συνέχισε να σέρνει τα πόδια του, νιώθοντας γύρω στο ένα εκατομμύριο ξεχαρβαλωμένους μυς σε κάθε του βήμα, κι όταν επιτέλους έφτασε στη στάση, είδε ότι το λεωφορείο ήταν ακόμα εκεί και τον περίμενε. Και παρά τα αγανακτισμένα μουρμουρητά και τις φωναχτές διαμαρτυρίες των επιβατών, ο οδηγός δεν άγγιξε το γκάζι ώσπου να βρει ο Έντι μια κενή θέση και να καθίσει. Κι όταν πήραν να ταξιδεύουν, κοίταξε μες στον καθρέφτη και έκλεισε λυπημένα το μάτι στον Έντι, κι αυτό έκανε την όλη φάση κάπως υποφερτή, όσο να 'ναι.[/quote']

 

Όταν σε πιάνει κρίση άσθματος δεν μπορείς να αναπνεύσεις. Όταν δεν μπορείς να αναπνεύσεις δυσκολεύεσαι να μιλήσεις. Η πρότασή σου περιορίζεται από την ποσότητα του αέρα που μπορείς να βγάλεις από τα πνευμόνια σου - ποσότητα εξαιρετικά λιγοστή, τρεις με τέσσερις κουβέντες πάνω κάτω. Αυτό σε κάνει να δίνεις σημασία στη λέξη. Περνάς από κόσκινο τους σωρούς των λέξεων που σου κατακλύζουν το κεφάλι, διαλέγεις τις πιο σημαντικές. Κι αυτές ακόμα σου κοστίζουν΄ δεν είσαι σαν τους υγιείς που τις ξεφουρνίζουν όπως πετάμε έξω τα σκουπίδια. Όταν κάποιος λέει πάνω στην κρίση "Σ'αγαπώ", ή "Σ'αγαπώ τρελά" υπάρχει διαφορά. Διαφορά μιας λέξης, που είναι όμως υπεραρκετή, αφού θα μπορούσε να είναι η λέξη: "Στάσου", "Αναπνευστήρας" ή ακόμη "Ασθενοφόρο".

 

Ίσως και ο μόνος Εβραίος που θα γλυτώσει όταν πάρω την εξουσία.

Όπου βρείτε το "Ο Οδηγός Λεωφορείου Που Ήθελε Να Γίνει Θεός", το τσιμπάτε.

Δημοσ.

Σε λιγο θ'αρχισει να ξημερωνει,βρεχει καταρρακτωδως (επιτελους!),και θυμηθηκα αυτο

 

Rain Before Dawn

 

F. Scott Fitzgerald (1896-1940)

 

ΤHE dull, faint patter in the drooping hours

Drifts in upon my sleep and fills my hair

With damp; the burden of the heavy air

Is strewn upon me where my tired soul cowers,

Shrinking like some lone queen in empty towers

Dying. Blind with unrest I grow aware:

The pounding of broad wings drifts down the stair

And sates me like the heavy scent of flowers.

 

I lie upon my heart. My eyes like hands

Grip at the soggy pillow. Now the dawn

Tears from her wetted breast the splattered blouse

Of night; lead-eyed and moist she straggles o'er the lawn,

Between the curtains brooding stares and stands

Like some drenched swimmer -- Death's within the house!

Δημοσ.

Λουντέμης

 

"..Όταν σου έδειχνα τ'αστέρια εσύ κοίταγες το δάχτυλο μου.."

 

Oscar Wilde

 

"We are all in the gutter, but some of us are looking at the stars."

Δημοσ.

Γ.Σεφέρης

Ελένη

 

"... για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη..."

 

"... αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το ʼχει μες στη μοίρα του νʼ ακούσει

μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε

πως τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη."

 

Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα

κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,

χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα

χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·

 

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε

και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,

ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε

κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·

 

ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,

κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,

ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,

και τον καημό δεν είπατε που γράφω·

 

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου

τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου

μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου

τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.

 

Θάνατοι- Κώστας Καρυωτάκης

Δημοσ.

Όταν σε κοιτώ το υπόλοιπο τοπίο εξαφανίζεται

ο περιβάλλων χώρος μυρίζει μια παλια σιωπή

κι η λέξη τριαντάφυλλο γράφεται όλη κόκκινη.

Παράξενο θα πεις, αλλά διόλου.

Συχνά έχει συμβεί το ουράνιο τόξο να είναι μονο μαύρο

και η ευφάνταστη ζέβρα λευκή

κι άλλοτε γίνεται τα ρήματα

να κλίνονται σε χρόνους παρατατικούς

και τα ουσιαστικά να έχουν μόνο ενικό.

Οχήματα σταματημένα σ' ένα ξύλινο πάγο

προτομές ποιητών που συνομιλούν στο λυκόφως

και τα μαλλιά των γυναικών να μεγαλώνουν

προς τα μέσα.

Πρόκειται για μακάβρια οφθαλμαπάτη.

Φθάνω στην πηγή και είναι άμμος

αγγίζω το φυτό και πιάνω γλοιώδη φίδια.

Βλέπω μια πόλη ολόφωτη μα είναι μόνο τα μάτια σου.

 

Κάθαρμά, έρωτά μου σε μισώ.

Κομματιάζω την ανάμνησή σου

και ανασυνθέτω με τα μέρη της

στίχους φριχτούς που μοιάζουν με σιωπή

στις ρίγες απ' το φόρεμα της πρώτης μου αγάπης

και μια παρηγορητική παλιά σελήνη.

Φριχτή ειρωνεία.Γράφω μόνο για ό,τι

δε μου ανήκει.

Αμυντική γραφή, θα πεις.

Έτσι αμύνομαι, σε ό,τι δεν αγγίζω

πια.

Το ξέρεις υποθέτω.Η αφή δε χρειάζεται

ποτέ να γίνει λέξεις, κι αν γίνει

θα 'χει την ψευδομαρτυρία της μνήμης.

 

Με προσήλωση σε μισώ.

Εγκαταλείπω το είδωλό σου.

Σβήνω τις γραμμές που σε ορίζουν.

Δεν υπάρχεις.Υπήρξες, ναι, αυτό

είν' το πιο σημαντικό.

Μα τώρα είσαι μια υγρή φωτογραφία

που λιώνει μες στο μαύρο οξύ

πριν βρει την άκρη του χαρτιού

για να καθήσει.

 

Αμυδρά διασώζεσαι σαν σταγόνα

πάνω σε γυαλί - είναι το δάκρυ σου?

αμυχή οξιάς στο δέρμα σου

χαράζει τους χρησμούς, χάνομαι.

Περιπλανώμενος ανάμεσα σκιάς κι

άλλης σκιάς βρίσκω ένα κομμάτι

μαύρο φως στις διαστάσεις σου.

Μικρό είναι το ρόδο - καθ' ομοίωσή σου -

και σε μια χούφτα χωρά.Μα δε μυρίζεις.

Και πως να γίνει ανάμνηση χωρίς

άρωμα, πες μου.

Περίεργο που ο ήχος κλαρινέτου

μοιάζει στα μάτια σου.Ποια μάτια σου?

Τα ξέχασα.Πως κοιτάς?

Σε ποιο παλιό καθρέφτη το

βλέμμα σου μαθαίνει την αγρύπνια?

 

Σ' εδικούμαι, αλλά με λέξεις.

Μάταιο.

Η μόνη εκδίκηση να σε ξεχάσω.

Δε μπορώ.

Ίσως σε άλλους καιρούς περασμένους

το μπορέσω.

Και μ' εγκλωβίζει η βροχή

που δεν έρχεται - όπως εσύ - και μ'

εκβιάζει η ευάλωτη παρομοίωση

που πάλι θ' αδικήσει το χαμόγελό σου.

Τι να τα κάνω τ' αποθέματα του " σ' αγαπώ "

και που να τα ξοδέψω

για να μην τ' ακούσεις.

 

Πες "τέλος" να νυχτώσει ανελέητα,

ν' αποχρωματιστεί η ζωή που θα ζήσω

μακριά σου, να χαθεί η άγουρη

συνήθεια της ευτυχίας, μεγάλωσα.

Δε λέω γέρασα, γιατί με διατηρείς

νεκρό, χωρίς ο χρόνος να κυλά

μέσα στις φλέβες μου.

Πως αχρηστεύεις όλα τα ρολόγια.

Σ' αγαπώ, σε μισώ.

Κάποτε θα σ' ερωτευθώ, αυτό είναι σίγουρο.

 

 

Γεννήθηκες αίνιγμα, μαγάλωσες γρίφος.

Δε μπορώ να λύσω τίποτα από σένα,

παρά μόνο τα μαλλιά σου.

Να μεγένθυνα το αρνητικό των λέξεών σου

να τυπώσω τη σιωπή σου, να σε ακούσω

να υπάρχεις πουθενά - έρχεσαι, φεύγω -

αέναα με ξεναγείς στην απουσία σου.

Να κρατήσω τη φωνή σου για ξόρκι

να συντηρώ το βλέμμα σου κερί μισολιωμένο

για να φωτίζει τις νύχτες που έρχονται

χωρίς εσένα ,Κι η μνήμη του φιλιού

σου να θυμίζει πως το δέρμα μου ακόμα

υπάρχει.

Δεν υπήρξες,Νόμισα.Δε σε συνάντησα ποτέ.

Ήσουν ψευδαίσθηση και προσποιούμαι πως

σε ξέρω.

Κι αν κάνω ακόμα έρωτα με το φάντασμά

σου, είναι γιατί φοβάμαι να σε ξεχάσω.

Σ' εκδικούμαι υπάρχοντας.

Σε τιμωρώ να με θυμάσαι.

Ν' αποστηθίζεις και να ξανακούς στην

ερημιά, όσα ποτέ δε σου είπα.

Σ' αγαπώ, σε μισώ.

Είσαι η σκουριά της νοσταλγίας που

διασώζετεται.Το όνειρο που κανείς

δεν έχει ονειρευτεί.

Ξαναφίλα με.

Μη μείνω για πάντα στο σκοτάδι

του τελευταίου σου φιλιού....

 

(αφιερωμένο ;-))

Δημοσ.
Ν' αποπλανάς αγγέλους μόνο στ' άψε-σβήσε:

Στρίμωξ' τον νέτα-σκέτα στου σπιτιού τη μπάση

τη γλώσσα χώσ' στο στόμα του' date=' το χέρι ας φτάσει

κάτω απ' τη φούστα, ώσπου να χύσει, στήσε

την όψη του στον τοίχο, σήκωσ' το φουστάνι

και γάμησέ τον. Κι αν βογγάει απ' το γαμήσι

σφίξτ' τον γερά και κάνε τον διπλά να χύσει

αλλιώς στα χέρια σου ένα σοκ θα τον ξεκάνει.

 

Πες του όλο χάρη με τον πισινό να σειέται

πες του τ' αρχίδια σου απαλά να σου τα πιάσει

πες του άφοβα να πέσει κάτω, να ησυχάσει

στη γλύκα, όσο ακόμα ανάμεσα ουρανού και γης κρεμιέται.

 

Αλλά στα μάτια, όσο γαμάς, μη τον κοιτάζεις

και τις φτερούγες του, άνθρωπέ μου, μη του σπάζεις.[/quote']

 

Επίσης αφιερωμένο.

Virgo, μπαμπά δν έχει το τελευταίο σου?

Δημοσ.
Oι στίχοι αυτοί μπορεί και νά 'ναι οι τελευταίοι

Oι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν

Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια

Aυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι

Tα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά

Σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος

Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα

Kαι τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις

Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός

Nα γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.

Kανονικά δεν πρέπει νάχουμε παράπονο

Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,

Kορίτσια δροσερά- αρτιμελή αγόρια

Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.

Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας

Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,

Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο

Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,

Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Kιτρινωπούς,

Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Aνθρώπου.

Iδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή

Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας

Δίνετε ένα άμεσο παρών και δραστικό- κατόπιν τούτου

Nομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω

Δυο δυο, τρεις τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,

Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

 

( Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες; )

Μανώλης Αναγνωστάκης
Δημοσ.

But I, being poor, have only my dreams; I have spread my dreams under your feet; Tread softly because you tread on my dreams.

 

William Butler Yeats

 

 

As The Kybalion says:

 

"The wise ones serve on the higher, but rule on the lower.

They obey the laws coming from above them, But on their

own plane, and those below them they rule and give orders.

And, yet, in so doing, they form a part of the Principle,

instead of opposing it. The wise man falls in with the Law,

and by understanding its movements he operates it instead

of being its blind slave. Just as does the skilled swimmer

turn this way and that way, going and coming as he will,

instead of being as the log which is carried here and

there--so is the wise man as compared to the ordinary

man--and yet both swimmer and log; wise man and fool,

are subject to Law. He who understands this is well on

the road to Mastery."--The Kybalion.

 

 

 

CHAPTER VI

 

THE DIVINE PARADOX

 

"The half-wise, recognizing the comparative unreality of

the Universe, imagine that they may defy its Laws--such

are vain and presumptuous fools, and they are broken against

the rocks and torn asunder by the elements by reason of

their folly. The truly wise, knowing the nature of the Universe,

use Law against laws; the higher against the lower; and by

the Art of Alchemy transmute that which is undesirable into

that which is worthy, and thus triumph. Mastery consists not

in abnormal dreams, visions and fantastic imaginings or

living, but in using the higher forces against the lower--escaping

the pains of the lower planes by vibrating on the higher.

Transmutation, not presumptuous denial, is the weapon of the

Master."--The Kybalion.

 

The Project Gutenberg EBook of The Kybalion, by Three Initiates

Δημοσ.
Virgo, μπαμπά δν έχει το τελευταίο σου?

 

 

δυστυχώς όχι..το διάβασα πρώτη φορά σε μια σελίδα ( αν θες τηνπαραθέτω) που το 'εβαλε κάποιο μέλος εκεί σε μια συζήτηση σαν αυτή εδώ και τόνιζε και αυτός,οτι ειναι αγνώστου συγγραφέα..

Αρχειοθετημένο

Αυτό το θέμα έχει αρχειοθετηθεί και είναι κλειστό για περαιτέρω απαντήσεις.

  • Δημιουργία νέου...